Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς
Διάσημος Έλληνας φιλόσοφος, μαθητής του Αριστοκλή. Η ακμή του τοποθετείται στο τέλος του 2ου και τις αρχές του 3ου αιώνα. Στους χρόνους του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211), δίδαξε περιπατητική φιλοσοφία στην Αθήνα.
Κυρίως αναδείχθηκε από τα υπομνήματα που έγραψε σε έργα του Αριστοτέλη, όπως στα «Αναλυτικά πρότερα», τα «Τοπικά», την «Μετεωρολογία», «Περί αισθήσεως» και στα «Μετά τα Φυσικά, Α-Δ βιβλία». Όλα τα παραπάνω σχόλια διασώθηκαν έως σήμερα. Τα σχόλια στα «Μετά τα Φυσικά, βιβλία Ε-Ν» του Αριστοτέλη, αν και φέρουν την υπογραφή του δεν είναι έργο του Αλεξάνδρου αλλά του Μιχαήλ Εφέσιου (11ος αιώνας). Επίσης και τα σχόλια στους «Σοφιστικοόυς ελέγχους» δεν είναι δικά του, ο συγγραφέας τους όμως παραμένει άγνωστος.
Έκτος από τα υπομνήματα ο Αλέξανδρος έγραψε και αυτοτελείς πραγματείες, όπως «Περί ψυχής», «Περί ειμαρμένης», «Περί ηθικών προβλημάτων βιβλία» και άλλα πολλά.
Η σπουδαιότητα των έργων του Αλεξάνδρου είναι ότι διευκρινίζουν τα βαθιά νοήματα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας ως προς τη σχέση του Θεού με τον κόσμο και του ανθρώπου προς το θείο. Επάνω στο θέμα αυτό διατύπωσε και δικές του απόψεις, στις οποίες όμως κυριαρχεί απόλυτο φυσιοκρατικό πνεύμα. Έτσι ισχυρίσθηκε ότι η ψυχή είναι αχώριστη από το σώμα και κάθε ενέργειά της είναι αδύνατη χωρίς σωματική κίνηση.
Κατά τον Αφροδισιέα Αλέξανδρο η ψυχή είναι «πεπερασμένο ον» και για να υπάρχει έχει ανάγκη από το σώμα το οποίο όταν φθαρεί παρασύρει στην αφάνεια και την ψυχή. Την παρουσιάζει, επίσης, ως «είδος εν τη ύλη» γράφοντας: «Το είδος δεν υφίσταται άνευ ύλης και ταύτης φθειρομένης απόλλυται και το εν αυτή είδος».
Στον άνθρωπο, δίδασκε, υπάρχουν τρία είδη νου: ο «φυσικός ή υλικός», ο «επίκτητος» και ο «ποιητικός». Ο άνθρωπος στην αρχή διαθέτει τον φυσικό ή υλικό νου ο οποίος είναι «δυνάμει νόησις», έχει δηλαδή εκ φύσεως την ορμή προς το «νοείν». Με την πάροδο όμως του χρόνου και με την επέμβαση του «ποιητικού νου» δηλαδή του Θεού, ο φυσικός νους εξελίσσεται σε «νόηση εν ενεργεία», γίνεται δηλαδή νους «επίκτητος ή νους καθ’ έξιν».
Απέκρουσε την έννοια της Ειμαρμένης επειδή, όπως έλεγε, για κάθε πράγμα υπάρχει πάντοτε μια εξήγηση από τη φύση επομένως πριν από το αποτέλεσμα κάποιου πράγματος υπάρχει το «αιτιατόν».
Παραδεχόταν την ύπαρξη της θείας πρόνοιας μερικώς, αλλά τόνιζε ιδιαίτερα την ελευθερία της βουλήσεως.
Φανατικοί υποστηρικτές των διδασκαλιών του περί ψυχής υπήρξαν κατά την εποχή της Αναγέννησης οι «Αλεξανδρισταί» με αρχηγό τους τον ιταλό φιλόσοφο Πέτρο Μπομπονάτσι.
Διάσημος Έλληνας φιλόσοφος, μαθητής του Αριστοκλή. Η ακμή του τοποθετείται στο τέλος του 2ου και τις αρχές του 3ου αιώνα. Στους χρόνους του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211), δίδαξε περιπατητική φιλοσοφία στην Αθήνα.
Κυρίως αναδείχθηκε από τα υπομνήματα που έγραψε σε έργα του Αριστοτέλη, όπως στα «Αναλυτικά πρότερα», τα «Τοπικά», την «Μετεωρολογία», «Περί αισθήσεως» και στα «Μετά τα Φυσικά, Α-Δ βιβλία». Όλα τα παραπάνω σχόλια διασώθηκαν έως σήμερα. Τα σχόλια στα «Μετά τα Φυσικά, βιβλία Ε-Ν» του Αριστοτέλη, αν και φέρουν την υπογραφή του δεν είναι έργο του Αλεξάνδρου αλλά του Μιχαήλ Εφέσιου (11ος αιώνας). Επίσης και τα σχόλια στους «Σοφιστικοόυς ελέγχους» δεν είναι δικά του, ο συγγραφέας τους όμως παραμένει άγνωστος.
Έκτος από τα υπομνήματα ο Αλέξανδρος έγραψε και αυτοτελείς πραγματείες, όπως «Περί ψυχής», «Περί ειμαρμένης», «Περί ηθικών προβλημάτων βιβλία» και άλλα πολλά.
Η σπουδαιότητα των έργων του Αλεξάνδρου είναι ότι διευκρινίζουν τα βαθιά νοήματα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας ως προς τη σχέση του Θεού με τον κόσμο και του ανθρώπου προς το θείο. Επάνω στο θέμα αυτό διατύπωσε και δικές του απόψεις, στις οποίες όμως κυριαρχεί απόλυτο φυσιοκρατικό πνεύμα. Έτσι ισχυρίσθηκε ότι η ψυχή είναι αχώριστη από το σώμα και κάθε ενέργειά της είναι αδύνατη χωρίς σωματική κίνηση.
Κατά τον Αφροδισιέα Αλέξανδρο η ψυχή είναι «πεπερασμένο ον» και για να υπάρχει έχει ανάγκη από το σώμα το οποίο όταν φθαρεί παρασύρει στην αφάνεια και την ψυχή. Την παρουσιάζει, επίσης, ως «είδος εν τη ύλη» γράφοντας: «Το είδος δεν υφίσταται άνευ ύλης και ταύτης φθειρομένης απόλλυται και το εν αυτή είδος».
Στον άνθρωπο, δίδασκε, υπάρχουν τρία είδη νου: ο «φυσικός ή υλικός», ο «επίκτητος» και ο «ποιητικός». Ο άνθρωπος στην αρχή διαθέτει τον φυσικό ή υλικό νου ο οποίος είναι «δυνάμει νόησις», έχει δηλαδή εκ φύσεως την ορμή προς το «νοείν». Με την πάροδο όμως του χρόνου και με την επέμβαση του «ποιητικού νου» δηλαδή του Θεού, ο φυσικός νους εξελίσσεται σε «νόηση εν ενεργεία», γίνεται δηλαδή νους «επίκτητος ή νους καθ’ έξιν».
Απέκρουσε την έννοια της Ειμαρμένης επειδή, όπως έλεγε, για κάθε πράγμα υπάρχει πάντοτε μια εξήγηση από τη φύση επομένως πριν από το αποτέλεσμα κάποιου πράγματος υπάρχει το «αιτιατόν».
Παραδεχόταν την ύπαρξη της θείας πρόνοιας μερικώς, αλλά τόνιζε ιδιαίτερα την ελευθερία της βουλήσεως.
Φανατικοί υποστηρικτές των διδασκαλιών του περί ψυχής υπήρξαν κατά την εποχή της Αναγέννησης οι «Αλεξανδρισταί» με αρχηγό τους τον ιταλό φιλόσοφο Πέτρο Μπομπονάτσι.