Ξενοφών


Ο Ξενοφών (περ. 427 π.Χ.-355 π.Χ.), Αθηναίος ιστορικός και φιλόσοφος υπήρξε στρατιώτης, μισθοφόρος και μαθητής του Σωκράτη. Ήταν γιός του Γρύλλου και της Διοδώρας.

Η οικογένειά του ανήκε στο δήμο των Ερχιέων και ήταν αρκετά εύπορη αφού ανήκε στη τάξη των ιππέων. Οι περί του έτους γέννησής του πληροφορίες είναι ασαφείς τοποθετούμενες μεταξύ του 440 και του 425 π.Χ. Όμως στη "Ανάβαση" παρουσιάζεται να έχει υπερβεί τα 30 του χρόνια, γεγονός που δικαιολογεί την εκδοχή να έχει γεννηθεί το 431 π.Χ.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος μας εξιστορεί ότι κάποτε όταν ήταν ακόμη νέος ο Ξενοφών, τον συνάντησε σε κάποιο στενό δρομάκι ο Σωκράτης και εμποδίζοντάς με τη ράβδο του την περαιτέρω πορεία του τον ρώτησε μεταξύ άλλων "Πού οι άνθρωποι γίνονται καλοί και αγαθοί;" Βρισκόμενος τότε ο Ξενοφών σε αμηχανία ο Σωκράτης του απάντησε: "Έπου και μάνθανε!". Από τότε ο Ξενοφών υπήρξε μαθητής του Σωκράτη που τον θεωρούσε πρότυπο!

Μεγαλώνοντας, ο Ξενοφών, με συναναστροφή εκλεκτών ευγενών νέων της Αθήνας που είχαν ως κύρια ασχολία τον αθλητισμό, παρέμεινε σε όλη τη ζωή του λάτρης της πάλης και των ελευθέρων αγώνων και από τις περιγραφές του διαφαίνεται ότι υπήρξε άριστος ιππέας. Επίσης, μέσα από τα έργα του φαίνεται και η μεγάλη αγάπη του για τα άλογα.

Από το Λεξικό Σούδα διαβάζουμε τα εξής:

«47 Ξενοφῶν͵ Γρύλου͵ Ἀθηναῖος͵ φιλόσοφος Σωκρατικός· ὃς πρῶτος ἔγραψε βίους φιλοσόφων καὶ ἀπομνημονεύματα. παῖδας ἔσχεν ἀπὸ Φιλησίας Γρύλον καὶ Διόδωρον͵ οἳ καὶ Διόσκουροι ἐκαλοῦντο· αὐτὸς δὲ Ἀττικὴ μέλιττα ἐπωνομάζετο. γέγονε δὲ συμφοιτητὴς Πλάτωνος καὶ ἤκμαζε κατὰ τὴν ε ὀλυμπιάδα. ἔγραψε βιβλία πλείονα τῶν μ͵ ὧν καὶ ταῦτα· Κύρου παιδείας βιβλία η͵ Κύρου Ἀναβάσεως βιβλία ζ͵ Ἑλληνικῶν βιβλία ζ͵ Συμπόσιον· καὶ ἄλλα πολλά.

48 Ξενοφῶν͵ Σωκράτους μαθητής͵ ἐστρατεύσατο ἐπὶ Πέρσας Κύρῳ συνανελθὼν ἐπὶ τὸν ἀδελφὸν Ἀρταξέρξην. ὁ Κῦρος δὲ ἦν μετὰ Τισσαφέρνην ὕπαρχος ὑπὸ Δαρείου τοῦ πατρὸς τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ καταστάς. μετὰ δὲ τὸν Δαρείου θάνατον Κῦρον Ἀρταξέρξης διαβληθέντα ὑπὸ Τισσαφέρνους ἀναιρεῖν μέλλων ἀφῆκε͵ Παρυσάτιδος τῆς μητρὸς παραιτησαμένης αὐτὸν καὶ τὴν στρατιὰν αὐτῷ φυλαξάσης. ὁ δὲ ὡς Τισσαφέρνει πολεμῶν ἤθροισε δύναμιν καὶ ἐπὶ τὸν ἀδελφὸν ἔγνω στρατεύειν. υ δὲ κατέλιπον τὸν Κῦρον καὶ ἔφυγον ἐκ τῶν συστρατευσάντων ὁπλῖται καὶ πελτασταὶ 22γφ. Ξενοφῶν δὲ συνανέβη. δέκα οὖν βαρβάρων μυριάδας συναθροίσας ὡς ἐπὶ Πισίδας δῆθεν ἐπορεύετο. ὡς δὲ τὰ ἔθνη διῆλθεν͵ ἐφ΄ ἃ στρατεύειν προεφασίζετο͵ συνέντες οἱ Ἕλληνες ἐπὶ βασιλέα εἶναι τὴν στρατείαν ὤκνουν τὴν ἀνάβασιν. Κλεάρχου δὲ εἰπόντος τὴν ὑποστροφὴν ἄπορον εἶναι͵ Κύρου μὴ συναιρομένου͵ συνῄεσαν. Κῦρος δὲ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ πρὸς Τισσαφέρνην μαχόμενος͵ καίτοι Κλεάρχου ἀπαγορεύοντος αὐτῷ μὴ πολεμεῖν͵ ἀπέθανεν. οἱ δὲ Ἕλληνες ὑπὸ Κλεάρχῳ τεταγμένοι Ἀριαῖον προεβάλλοντο βασιλέα ἑαυτῶν͵ ὁ δὲ παρῃτήσατο. βασιλεὺς δὲ τὴν τοῦ Κύρου κεφαλὴν καὶ τὴν χεῖρα ἀποκόψας τοῖς Ἕλλησιν ἔπεμπε͵ ζητῶν τὰ ὅπλα ὡς παρὰ νενικημένων· οἱ δὲ οὐκ ἔδοσαν. δόλῳ δὲ Τισσαφέρνης παραβὰς τοὺς ὅρκους προδίδωσι βασιλεῖ τοὺς Ἕλληνας καὶ Κλέαρχον καὶ Μένωνα͵ οὓς ἀναιρεῖ. καὶ Ξενοφῶν αὐτῶν στρατηγεῖ καὶ πάντας νικᾷ. ἐλθόντες δὲ εἰς Θρᾴκην ἐμίσθωσαν ἑαυτοὺς Σεύθῃ τῷ βασιλεῖ μύριοι διασωθέντες.»