Cantus, -us, σημαίνει ωδή, άσμα (από το ρήμα cano, cecini, cantum, -ere = άδω-ψάλλω)
Lugubris, -e, σημαίνει πένθιμος (από το ρήμα lugeo, -uxi, -uctum, -ere = πενθώ-θρηνώ-κλαίω)
Αρχαίο μοιρολόι, λοιπόν που διασώθηκε στην παράδοσή μας χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένο δημιουργό. Όπως και στα δημοτικά μας εξάλλου, δημιουργός είναι ο ίδιος ο λαός που τα αγκαλιάζει και τα προχωρά στον Χρόνο.
ἤδη σέ περ ὄντα πρὸ τοῦ πολλοῦ ()
κλαύσω τάφον οἷα θανόντι
πρὸ τοῦ θανάτου στήσας͵
τέκνον͵ ἄρματα πά[ντα.
Φαεσφόρος σὺ καλε<ῖ>͵ παῖ͵
καὶ σὸν περὶ τύμβον ἱερόν
φυτεύσω δένδρεα χρύσεα͵
πεδάσω νάμασιν͵
ορνουσ[α] στενάξω
δεύτερον ῞Ηλιον
ὡς Κλυμένη
γῶον Ἠριδανοῦ.
Κυβέλ[η]͵ συμεδευδο
δα νάπαις
γαμέτην Φρύγα πῶς
νεάγαμ[ον] ἔτεμες
περὶ τύμβον ἱερό[ν
καὶ μέλος ἔλεγον͵
ὅ τε παρὰ Παππᾶν
γέγωνε γυνὴ Παφίη͵
ἔχουσα τὸν Ἄδωνιν͵
κλαίουσα νύμ[φιο]ν ἐν στενο[ῖς.
γώους Βυβλιάσιν ἔλεγον•
“αἰαῖ͵ βραχὺς ὑμήν.”
ταφεῖν τὰ ἔντιμα μέλη;
σεῖστρον καλεῖ
σ΄ ὑφ΄ ἄρρητα Λήθη<ς> νύχια.
ἀλλ΄ ἤδ΄ [εἰ]ς εὐνή[ν]͵ παῖ͵ παραχωρεῖ<ς>.
ῃ φύγε φέγγος ἐμόν͵
σπεῦ[σ]ον σὺν ἐμοί
νὺξ παντα[]μενε.
κλαίω τέκνον ἐλεινὸν ἐμόν͵
δεύτερον ῞Ηλιον͵
ὡς Κλυμένη
γῶον Ἠριδανοῦ.