Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις,
κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 1η συνέχεια
Σοφία τῶν Αἰγυπτίων ἦτον πολλὰ περίσσα͵
τὸν οὐρανὸν ἀρίθμησαν καὶ τ΄ ἄστρα του μετρῆσα.
Ἐμέτρησαν καὶ τὸ λοιπὸν τὰ βάθη τῆς θαλάσσου͵
ἔδειξαν καὶ τὴν τέχνην τους νὰ σώσουν νὰ τὴν
πιάσου.
Τὴν τέχνην τους ἀφήκασι στὴν γῆν ἐξαπλωμένη͵
νὰ τὴν ἠξεύρουν ὅλοι τους͵ νά ΄ναι
διαρμηνεμένοι.
Ἔλεγε γὰρ Ἐκτεναβὸς τὴν Αἴγυπτ΄ ἀφεντεύει
(αὐτεῖνος ἦτον ὕστερος ὁποὺ τὴν κυριεύει)͵
καὶ ἤξευρε μὲ τὴν μαγειὰ ὅλα νὰ τὰ γρικήση·
ἀφέντης δὲν ηὑρίσκετον μ΄ αὐτὸν νὰ πολεμήση.
Ποτέ του δὲν ἐξέβαινε σὲ πόλεμον͵ ΄ς στρατεία͵
μὰ κάθετον στὸ σπίτι του κ΄ ἔκανε τὴν
μαντεία.
Ἀνθρώπους ἐργαζέτονε κέρινους γιὰ νὰ κάνη͵
ἔπειτα τοὺς ἀπόθιζε μέσα εἰς τὴν λεκάνη·
καὶ ἄρχιζε μὲ τὴν σπουδὴν τοὺς δαίμονας νὰ
κράζη͵
καὶ τὸ κερὶ ἔκανε λαλιὰ στὰ θέλει νὰ
΄ρδινιάζη.
Καράβια͵ κάτεργα μικρά͵ μὲ τὸ κερὶ ὅλα κάνει͵
κι ἀπέκει τὰ ἀπόθιζε μέσα εἰς τὴν λεκάνη.
Ὕστερα ἔπιανε ῥαβδὶ κ΄ ἐκτύπα κ΄ ἐχαλοῦσαν͵
καὶ τῶν ἐχθρῶν τὰ κάτεργα ὅλα τους ἐβουλοῦσαν.
Καὶ ἦλθεν ἕνας στρατηγὸς σ΄ αὐτὸν τὸν
βασιλέα͵
λέγει του· «Μὴν ἀκαρτερῆς ὅτι ἔχομε μαλέα.
Ἄφες τοὺς περιδιαβασμούς͵ γρίκα γιὰ τὸ
φουσάτο͵
νὰ μὴ μᾶς βάλουν ἐδεπὰ ὅλους ἀπάνω κάτω·
καὶ κατεβαίνουν εἰς ἐμᾶς Μῆδοι καὶ
Ξηδαρκίτες͵
πολλοὶ ἐξ αὔτους βρίσκονται πού ΄ναι ΄κ τοὺς Ἀραβίτες·
Βηθαϊσδά͵ οἱ Κάχονες͵ οἱ ἅπαντες Ἀχαῖοι͵
καὶ ἔρχουνται ἀπάνου μας αὐτεῖν΄ οἱ Χαναναῖοι.»
Γρικώντας ὁ Ἐκτεναβὸς ἐγέλασε κ΄ ἐχάρη͵
καὶ εἶπε τοῦ στρατιώτη του· «Καὶ τίς ἐμὲ νὰ
πάρη;
Καὶ χίλια πρόβατα λοιπὸν ὁ λύκος νὰ ξαφνίση͵
δύνεται μὲ τὰ δόντια του ὅλα νὰ τὰ ξεσκίση.»
Καὶ εἶπε του· «Πρὸς τὸ παρὸν ὕπαγε͵ ἀναπάψου͵
καὶ μ΄ ἕνα λόγον τὸ λοιπὸν ὅλοι τους γιὰ νὰ
πάψου.»
Ἐγρίκησε ὁ βασιλεὺς ὅτι ἔρχεται στρατεία͵
ἐσέβη στὸ παλάτι του κ΄ ἔκανε τὴν μαντεία·
κ΄ ἐγρίκησε ὀκ τὴν μαντειὰ χάνει τὴν βασιλειά
του·
ἐβγῆκε ΄κ τὸ παλάτι του κ΄ ἔκοψε τὰ μαλλιά
του͵
τὰ γένια του ἐξούρισε͵ τὴν φορεσά τ΄ ἀλλάζει͵
καὶ βάνει κ΄ εἰς τὸν κόρφον του στάμενα νὰ
ξοδιάζη.
Ἔφυγεν ὀκ τὴν Αἴγυπτον κ΄ ὑπάγει σ΄ ἄλλη
χώρα͵
καὶ περπατεῖ ὁ ἐλενὸς ὅπου τὸν εὕρ΄ ἡ ὥρα.
Λοιπὸν τὸ τέλος ἔφθασε εἰς τὴν Μακεδονίαν͵
κ΄ ἐκεῖ ΄κανε τὴν τέχνη του͵ αὐτείνην τὴν
μαγείαν.
Καὶ τοὺς θεοὺς παρακαλοῦν σ΄ Αἴγυπτον νὰ
γυρίση
ἀφέντης τους ὁ Κτεναβός͵ αὐτὸς νὰ τοὺς ὁρίση.
Ἀπιλογήθησαν θεοί͵ ἔρχεται βασιλεία
γιὰ νὰ χαλάση τοὺς ἐχθρούς͵ αὐτείνη τὴν
Περσία.
Γύπτιοι διαλογίζονταν Ἐκτεναβὸς τί ἐγίνη͵
ἐκάμασίν του πιστολὴ γιὰ νὰ τοῦ πέψουν κεῖνοι.
Ἐγράψαν καὶ τὰ λόγια τους καὶ τοὺς θεοὺς ν΄ ἀκούση͵
τ΄ ἀφέντη τους τοῦ Κτεναβοῦ͵ ὀπίσω νὰ γυρίση.
Ὁ Κτεναβὸς ἐγένετον εἰς τὴν Μακεδονίαν͵
περίφουμος ἠκούστηκε ΄κ τὴν τέχνη͵ τὴν
μαγείαν.
Γυναίκα ἡ βασίλισσα Φιλίππου͵ Λυμπιάδα͵
ἤκουε τοῦ Ἐκτεναβοῦ κ΄ εἶχε τὴ νοστιμάδα.
Ὡσὰν ἐδιάβη Φίλιππος ἔξω νὰ πολεμήση͵
Ὀλυμπιάδα γύρεψε γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήση.
Σὰν ἦλθε͵ τὸν ἐρώτησε· «Ἐσύ ΄σ΄ ὁ μαθημένος͵
τὴν τέχνην ὅλην τῆς μαγειᾶς εἶσαι
διαρμηνεμένος;»
Ἀπιλογήθη Κτεναβός· «Ξεύρω κι ὀρθομαντεία͵
κι ἂν θέλης γιὰ νὰ μαντευθῆς εἰπέ μου τὴν αἰτία.»
Ἔδειξε κι ὀκ τὸν κόρφο του δίσκο κ΄ εἶχε
φεγγάρι
καὶ ἕξι ἄστρα τ΄ οὐρανοῦ ὁπού ΄χασιν τὴ χάρη.
Ὡς εἶδεν ἡ Ὀλυμπιὰς καὶ τ΄ ἄστρα νὰ μετρήση͵
ὅλους ἔξω τοὺς ἔβγαλε γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήση.
Εἶπε του ἡ Ὀλυμπιάς· «Θέλει γιὰ νὰ μ΄ ἀφήση
ὁ ἄνδρας μου ὁ Φίλιππος͵ καὶ δές μου ἂν τὸ
ποίση.»
Κι αὐτεῖνος τὴν ἀνερωτᾶ γιὰ τὴν γενιὰν τ΄ ἀνδρός
της͵
ἐκεῖνο ποὺ τὸν ὅρισε γιὰ νὰ τὸ κάμη ὀμπρός
της.
Καὶ τότε ἐξηγήθηκε γι΄ αὐτὰ τὰ ἐδικά του͵
ἐκ τὴν ἀρχὴ λογάριασε ὅλα τὰ γονικά του.
Ἀπιλογήθη κ΄ εἶπε της· «Βρίσκω εἰς τὴν μαγειά
μου͵
ἀφήνει σε ὁ ἄνδρας σου͵ ὡς λέγουν τὰ χαρτιά
μου.
Ἀλήθεια λέγεις τὸ λοιπόν͵ θέλει γιὰ νὰ σ΄ ἀφήση·
δύνομαι μὲ τὴν τέχνη μου αὐτὸ νὰ μὴν τὸ
ποίση.
Καὶ ἂν θελήση Φίλιππος αὐτεῖνος νὰ σ΄ ἀφήση͵
ἔχεις μεγάλον ἄνθρωπον γιὰ νὰ σὲ ξεκδικήση.»
Εἶπε του ἡ Ὀλυμπιάς· «Καὶ πῶς τοῦτο νὰ γένη͵
ὁποὺ δὲν ἔχω δῶ τινὰν οὐδὲ κανένα γένει;»
Κ΄ εἶπε της ὁ Ἐκτεναβός· «Θέλει σοῦ βοηθήσει
ἕνας θεὸς ἐπίγειος͵ μ΄ ἐσὲν παιδὶ νὰ ποίση·
νὰ θρέψης κεῖνο τὸ παιδί͵ κ΄ ἐκεῖνο θέλει
ποίσει
ὅ͵τι σοῦ κάμνει ἄνδρας σου γιὰ νὰ τὸ
ξεκδικήση.»
Εἶπε της πάλι ὁ Κτεναβός· «Ἔναι θεὸς κ΄ εἰς
τ΄ ἄλλα͵
ἀντίπερα στὴν Βαρβαριὰ μὲ κέρατα μεγάλα.
Θὲς τὸν ἰδεῖ στὸν ὕπνον σου νὰ ἔλθη εἰς ἐσένα͵
κι αὐτεῖνος ἔναι ἀφορμὴ γιὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν
γέννα.»
Καὶ εἶπε του ἡ Ὀλυμπιάς· «Ἂ λέγης τὴν ἀλήθεια͵
εἰς τ΄ ὄνειρο τὸ θέλω δεῖ ἂν ἔχ΄ αὐτὸ
βοήθεια.»
Ἐβγῆκε ὁ Νεκτεναβὸς καὶ τὴν μαγειά του κάνει͵
κ΄ ἐγύρευσε παράμερα καὶ βρίσκει τὸ βοτάνι·
πιάνει καὶ κοπανίζει το καὶ τὸ ζουμί του
βγάνει͵
ἀνασκυρίζει το καλά͵ παράμερα τὸ βάνει.
Γυναίκα ἐκατόρθωσε μὲ τὸ κερὶ πλασμένη͵
Ὀλυμπιάδος τ΄ ὄνομα ἔγραψε στὴν κερένη.
Ἀπῆτις τὴν ἐξέφλησε ἀνάφτει τὸ λυχνάρι͵
κ΄ ἔβανε ἀπὸ τὸ ζουμὶ τοῦ λύχνου νά ΄χη χάρη.
Ἔκαμ΄ αὐτείνη τὴ μαγειά͵ θεούς του κεῖνος κράζει͵
ἐκεῖνο πού ΄θελεν αὐτός͵ γιὰ νὰ τοῦ τ΄ ὀρδινιάζη.
Ὄνειρό ΄δεν στὸν ὕπνον της͵ κ΄ ἦλθε θεὸς Ἀμμῶνος͵
εἰς τὸ παλάτι σέβηκε κ΄ ἐκεῖνος ἦτον μόνος·
εἶδε καὶ τὴν ἀγκάλιασε͵ αὔτη γἡ Ὀλυμπιάδα͵
θεράπειαν παίρνει ἐξ αὐτόν͵ περίσσια
νοστιμάδα.
Εἶδε πὼς τὴν ἐπλάκωσε ἀπάνω σὲ κλινάρι͵
κ΄ εἶπε· «Ἡ μήτρα σου παιδὶ νὰ λάβη καὶ νὰ
πάρη.»
Ἐξύπνησε ἡ Ὀλυμπιάς͵ Ἐκτεναβῶνα κράζει͵
λέγει· «Νὰ ξεύρης ὁ θεὸς ἦλθε καὶ μοῦ
φαντάζει·
εἶδα τὸ ὄνειρο λοιπόν͵ καὶ τὸν θεὸν ἐκεῖνο͵
κι ὀρέγομαί τον δυνατά͵ μὲ δαῦτον θὲ νὰ
μείνω.»
Λέγει της ὁ Νεκτεναβός· «Σὰν τί πράμα τὸν εἶδες;»
«Σὰν τράγον μεγαλόκερον ὁπὄναι μὲ τὲς γίδες·
καὶ ἔχει καὶ τὰ κέρατα ἀπάνω στὴν κεφάλη·
καὶ κάμε μὲ τὴν τέχνη σου στὸ σπίτι νά ΄λθη
πάλι.»
Αὐτὸς ἀπιλογήθηκε· «Θὲ νά ΄χης θεραπεία͵
κάμε βραδὺ στὸ σπίτι σου νά ΄χω μεγάλη ἀδεία͵
διὰ νὰ κάμω συντροφιά͵ θεοῦ γὰρ τοῦ Ἀμμῶνος͵
γιὰ νά ΄ρχεται στὸ σπίτι σου νύκτα αὐτεῖνος
μόνος.»
Κι αὐτὴ τ΄ ἀπιλογήθηκε· «Ἄμε νά ΄χης ἀδεία͵
μόνε αὐτεῖνον τὸν θεὸν νὰ ἔχω συντροφία.»
Εἶπε της ὁ Νεκτεναβός· «Βράδυ τὸν θέλω φέρει͵
γιὰ νά ΄ναι στὴν ἀγκάλη σου͵ εἰς τὸ δικό σου
χέρι.»
Ἐπῆρε ὁ Νεκτεναβὸς ἐξ αὔτην τὴν ἀδεία
ιὰ νὰ τῆς φέρη τὸν θεὸν τὴ νύκτα μὲ μαγεία.
Ἐπῆγε ὁ Νεκτεναβὸς γιὰ κέρατα μεγάλα͵
ηὗρε καὶ τράγου ἔνδυμα͵ ἄσπρο ὡσὰν τὸ γάλα.
Καὶ ἔβαλε τὰ κέρατα ἀπάνω στὸ κεφάλι͵
κ΄ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι της ὁ μάγος κεῖνος
πάλι.
Κ΄ ἐγίνηκε σὰν τὸν θεόν͵ κ΄ ἐδιάβη στὸ
κλινάρι͵
καὶ τότε τῆς ἐμίλησε· «Παιδὶ νὰ λάβης χάρη·
ἀρσενικό ΄ναι τὸ παιδί͵» λέγει͵ «κυρὰ
γουμένη͵
ὁρίσει θέλει βασιλειὰ κι ὅλη τὴν οἰκουμένη.»
Καὶ τότε ἐκατέβηκε ἐκ τὸ κρεβάτι κάτου
κ΄ ἐδιάβη ὁ Νεκτεναβὸς ἐκεῖ στὴν κατοικιά
του.
Σηκώνεται ἡ Ὀλυμπιάς͵ στὸν Κτεναβὸν κ΄ ὑπάει͵
καὶ εἶπε του· «Μὲ τὸν θεὸν περίσσια θεραπάη·
καὶ κάμ΄ αὐτεῖνο τὸ λοιπὸν νά ΄ρχεται πάσα
βράδυ͵
καὶ νά ΄μαι πάντα μετ΄ αὐτὸν εἰς τὸ κρεβάτι ὁμάδι.»
Ἀπολογήθη Κτεναβός· «Δῶσ΄ μου ἀδειὰν τελείαν
διὰ νὰ φέρνω τὸν θεὸν μ΄ ἁγίαν ὁμιλίαν.»
Καὶ εἶπε του Ὀλυμπιάς· «Θὲς πάλι νὰ στὸ λέγω;
Τινὰν μὴν ἔχης ἔμποδον͵ εἰς τὸν Ἀμμῶν σοῦ
μνέγω.»
Ἐπῆρε πᾶν τὸ θέλημα τότες ὀκ τὴν κυρά του
κ΄ ἤτονε πάντα μετ΄ αὐτὴν κ΄ ἐπέρνα τὴ
δουλειά του.
Περνᾶ καμπόσος ὁ καιρὸς κ΄ ἐκείνη ἐγγαστρώθη͵
καὶ τὸ παιδὶ ἐκ τὴν κοιλιὰ ἀρχίζει νὰ τὸ
γνώθη.
Καὶ τότες ἡ Ὀλυμπιὰς τοῦ Κτεναβῶνος λέγει͵
ἐβούρκωσαν τὰ μάτια της͵ αὐτὴ ὀμπρός του
κλαίγει·
«Μήπως κ΄ ἔλθη ὁ ἄνδρας μου καὶ βρῆ με
γγαστρωμένη͵
καὶ τοῦτο ποὺ ἐγίνετο αὐτὸς δὲν τὸ πομένει.»
Κι ἀπιλογήθη Κτεναβός· «Ἄφησ΄ με νὰ
΄ρδινιάσω͵
καὶ τοῦ ἀνδρός σου τὸν θυμὸν ἐγὼ νὰ τόνε
παύσω.»
Γεράκι πιάνει Κτεναβὸς καὶ κάμνει τὴ μαγειά
του͵
γιὰ νὰ τὸ δῆ ὁ Φίλιππος στὴν ὑπνοφαντασά του.
Φίλιππος εἶδεν ὄνειρον͵ κι αὐτὸς τὸ εἶδε
μόνε͵
Ὀλυμπιάδα ἔβλεπε μὲ τὸν θεὸν Ἀμμῶνε.
Καθάρια τό ΄δε Φίλιππος͵ δὲν εἶχε τί νὰ
ποίση͵
ὁποὺ τῆς εἶπε ὁ θεὸς καὶ νὰ μηδὲν ἀργήση·
παιδὶ νὰ κάμη σερνικό͵ ὁπὄναι γγαστρωμένη͵
κι ὁρίσει θέλει τὸ παιδὶ ὅλην τὴν οἰκουμένη.
Καὶ βουλωτήριν ἀργυρὸ βουλώνει τὴν κοιλιά
της·
εἶπε της νὰ προσέχεται ὄμορφα τὴ δουλειά της.
Κι ἀποταχὺ σηκώνεται ὁ Φίλιππος νὰ ποίση͵
τινὰς ἀπὸ τοὺς μάγους του τὸ ὄνειρο νὰ λύση.
Ἐκάλεσ΄ ἕναν ἐξ αὐτούς͵ περίσσια προκομμένο͵
κ΄ εἶπε του τὴν ἀθιβολή͵ νὰ τό ΄χη ξηγημένο.
Κι αὐτὸς ἀπιλογήθηκε· «Ἀλήθεια τ΄ ὄνειρό σου·
αὐτεῖνον πού ΄δες σπίτι σου͵ ἔχε τον γιὰ θεό
σου.
Ἔχει μεγάλα κέρατα ἀπάνω στὸ κεφάλι͵
ἔχει καὶ τράγου ἔνδυμα μὲ μιὰ ποδιὰ μεγάλη͵
καὶ εἶδε τὴν γυναίκα σου καὶ μ΄ αὔτην ἐσυγκλίθη.»
Κι ὡς τό ΄κουσεν ὁ Φίλιππος͵ στὰ λόγια ἀπατήθη͵
καὶ φεύγει τότε παρευθὺς μέσα ἐκ τοῦ
φουσάτου͵
κ΄ ἐδιάβηκε στὸ σπίτι του͵ μέσα στὴν κατοικιά
του.
Ἐκ΄ ηὗρε τὴν Ὀλυμπιά͵ πολλά ΄τον λυπημένη͵
κι αὐτεῖνος τὴν παρηγορᾶ νὰ μὴ ἔναι φοβισμένη·
«Ἅμα θεοὶ τὸ θέλουσι δὲν ἔχω τί νὰ ποίσω·
αὐτεῖνοι γὰρ προβλέπουσι τὰ μπρὸς καὶ τὰ ὀπίσω.
Αὐτεῖνοι μᾶς ὁρίζουσι κ΄ ἔχουν τὴν ἐξουσιά
μας.
Μὴ τὸ λυπᾶται τὸ λοιπὸν ἐτοῦτο ἡ καρδιά μας.»
Ὡς τό ΄κουσεν Ὀλυμπιὰς ὅλη ἐθεραπάη͵
τὸ πῶς τῆς εἶπε Φίλιππος͵ σ΄ αὐτὴν θεὸς ὑπάει.
Σὲ μέρες ὀλιγούτσικες ἤθελε νὰ διατάξη
Ὀλυμπιάδα Φίλιππος͵ καὶ νὰ τὴν ἐξετάξη.
Ὡς τό ΄κουσε Νεκτεναβὸς τότε μεταμορφώθη͵
ἐγίνη δράκος φοβερός͵ στὴν μέση τους εὑρέθη͵
ποὺ κάθετον ὁ Φίλιππος μ΄ ὅλη του τὴν ἀρμάδα·
εἶχαν ἐκεῖ στὴν μέση τους καὶ τὴν Ὀλυμπιάδα.
῏Ηλθε ὡς δράκος φοβερὸς κ΄ ἐκεῖ κλωθογυρίζει͵
ἐσέβην εἰς τὴν μέση τους καὶ δυνατὰ σουρίζει.
Κ΄ ἐδιέβη κι ἀγκαλιάσθηκε τότε τὴν Ὀλυμπιάδα͵
ὁποὺ καθέτον Φίλιππος μ΄ ὅλη του τὴν ὁμάδα.
Ἀπῆτις τὴν ἐφίλησε ὁ δράκοντας ἐκείνη͵
πάλι μεταμορφώθηκε κι ὡσὰν γεράκι γίνη·
καὶ ὅλοι δ΄ ἐφοβήθησαν͵ ἄρχοντες καὶ οἱ δοῦλοι͵
καὶ πάλι ἐθαυμάσθησαν σ΄ ἐκεῖνο πού ΄δαν οὗλοι.
Ἀπὸ τὸν φόβον Φίλιππος ἤτονε τρομασμένος͵
ἐζάρωσε ὁ ταπεινὸς καὶ στέκει φοβισμένος.
Ἀπιλογήθη Φίλιππος μὲ τὴν πολλὴν τρομάραν·
«Ὀργίσθησάν μου οἱ θεοὶ μ΄ ὅλη τους τὴν
κατάραν.»
Καὶ εἶπε· «Τὴν Ὀλυμπιὰ ἀλήθεια βοηθοῦσι͵
σ΄ αὐτείνη ἔρχονται θεοὶ πάντα καὶ δὲν ἀργοῦσι.»
Ἐμήνησε τοῦ Φίλιππου τότε ἡ Ὀλυμπίας·
«Αὐτεῖνος ἔναι ὁ θεὸς πὄναι τῆς Βαρβαρίας.»
Ὡς τό ΄κουσεν ὁ Φίλιππος πολλὰ γὰρ τὸ ἐχάρη͵
ποὺ κάμνει κεῖνο τὸ παιδὶ μὲ τοῦ θεοῦ τὴ
χάρη.
Ἡμέρες περαζόμενες στὸν Φίλιππό ΄ρθ΄ ὀρνίθι͵
κ΄ εἰς τὴν ποδιά του γέννησε κ΄ ὕστερα
καρκαρήθη.
Σηκώνοντας ὁ Φίλιππος͵ τ΄ αὐγὸ ἐκαταλύθη͵
καὶ μέσα ἐκ τὸ φλούδι του μικρὸ φιδάκι ἐχύθη.
Γυρίζει τὸ φιδόπουλο κι ὁλόγυρα ὑπάει͵
καὶ θέλει νά ΄μπη εἰς τ΄ ἀβγὸ καὶ πάραυτα
ψοφάει.
Ἐθαύμασε ὁ Φίλιππος μ΄ ἐκεῖνο τὸ ὀρνίθι͵
τὸ εἶδε μὲ τὰ μάτια του͵ περίσσια τὸ φοβήθη·
καὶ ἔκραξεν Ἀντίφωτον τὸν μάγον νὰ μαντέψη
τὸ τί ΄τον τὸ φιδόπουλον εἰς τὸ αὐγὸ νὰ
στρέψη.
Κι Ἀντίφωτος τὸ ἔκαμε τότε γιαμιὰ μαγεία͵
γιὰ νὰ εἰπῆ τοῦ Φίλιππου καθάρια τὴν αἰτία.
Καὶ τότες τὸ καθάρισε κ΄ εἶπε· «Παιδὶ θὲς
ποίσει·
αὐτὸ π΄ ἀκούεις τὸ παιδὶ τὸν κόσμον θέλει ὁρίσει.
Γυρίζοντα γιὰ νὰ στραφῆ͵ νά ΄ρθη στὰ ἐδικά
του͵
θέλει ἀπεθάνει τὸ παιδὶ ἔξω ΄κ τὰ γονικά
του.»