Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 2


Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 2η συνέχεια


῏Ηλθεν ἡ ὥρα καὶ καιρὸς αὐτείνη νὰ γεννήση͵

αὐτεῖνο λέγω τὸ παιδί͵ ποὺ κόσμον θέλει ὁρίσει·

κι αὐτὴ ἐβιάσθη δυνατά͵ καὶ τὸ παιδὶ ἐχύθη͵

τότε φωνὴν ἐφώναξε καὶ τότες ἐγεννήθη.

Βροντὲς ἐκάμαν μὲ σεισμὸν κ΄ ἦρθε κοντά της ζάλη͵

πάραυτα ἐφοβήθησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.

Τὸ πῶς τοῦ δῶσαν οἱ θεοὶ τόση μεγάλη χάρη͵

σὰν ἐγεννήθ΄ Ἀλέξανδρος͵ ὁ Φίλιππος ἐχάρη.

Καὶ ὅρισε στὲς χῶρες του ὅλοι χαρὲς νὰ κάμουν͵

καὶ γιὰ τὴ γέννα τοῦ παιδιοῦ νὰ τὴν ἀναθιβάνουν.

Ἀλέξανδρος ἐθρέφετον σὲ ἡλικιὰ κι ἀξαίνει͵

οὐδὲ τῆς μάνας ἔμοιαζε οὐδὲ πατρὸς τῷ γένει.

Τὸ ἦθος τού ΄τον θαυμαστόν͵ ἦτον ὡσὰν λοντάρι͵

τ΄ ἀριστερὸ τὸ μάτι του εἶχε μεγάλη χάρη·

καὶ τ΄ ἄλλον του͵ τὸ δεξιόν͵ ἤτονε μαυρισμένο͵

ἀράθυμα ἐκοίταζε κ΄ ἔστεκε μανιωμένο.

Εἶχεν διδάσκαλον καλόν͵ τὸν μέγ΄ Ἀριστοτέλη͵

κι αὐτεῖνον τὸν Αἰάνιδα͵ πού ΄χαν κ΄ οἱ δυὸ τὰ τέλη.

Καὶ μιὰν ἡμέρα φέρασι ἕν΄ ἄλογο μεγάλο͵

κανίσκι εἰς τὸν Φίλιππον͵ ὁποὺ οὐκ ἦτον ἄλλο·

τόσό ΄τον μέγα φοβερὸν κ΄ ἤθελαν τριπηδήσει͵

κανένας δὲν ἠμπόρειε αὐτεῖνο νὰ κρατήση.

Καὶ ὅρισεν ὁ Φίλιππος αὐτεῖνο νὰ φυλάξουν͵

στὸν στάβλον νὰ τὸ βάλουσι καὶ νὰ τὸ κατατάξουν.

Κι ὡσὰν ἐγίνη Ἀλέξανδρος τοὺς χρόνους δωδεκάρης͵

ἐπήγαινε στὸν πόλεμον κι αὐτεῖνος καβαλάρης·

κ΄ ἐκτύπα μὲ τοὺς μπροστινοὺς κι αὐτεῖνος κονδαρέα͵

καὶ ὅθεν τὸν ἠβλέπασι τοῦ κάμνασι μερέα.

Καὶ εἶπε του ὁ Φίλιππος· «Στρατιὰ καλὰ τὴν σιάζεις͵

καὶ ὅλον τὸ φουσάτο μου ἐσὺ νὰ τ΄ ὀρδινιάζης.»

Ὡς τό ΄κουσε Ὀλυμπιὰς πολὺ κακὸν τῆς φάνη͵

κ΄ ἔκραξε τὸν Νεκτεναβὸ κι ἄρχισε ν΄ ἀθιβάνη·

«Γιά δές μου εἰς τὴν τέχνη σου τὸ τί μοῦ θέλει ποίσει

ὁ ἄνδρας μου ὁ Φίλιππος͵ ἂν ἔναι καὶ μ΄ ἀφήση.

Ἔπαρ΄ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον τὴν τέχνη ν΄ ἀρμηνεύσης͵

πάντα κοντά σου σύρνε τον͵ νὰ τόνε μαθητεύσης.»

Ἐπῆρε τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τοῦ δείξη τ΄ ἄστρο͵

κ΄ ἐκεῖνος τὸν ἀσκόντησε͵ γκρεμνίζει τον ΄κ τὸ κάστρο.

Ἀφώναξε Νεκτεναβός· «Γιατί μὲ ἐγκρεμνίζεις͵

ὁπού ΄μαι ὁ πατέρας σου καὶ δὲ μὲ ἐγνωρίζεις;»

Καὶ εἶπε του Ἀλέξανδρος· «Τὸν οὐρανὸν γυρεύεις͵

μὲ τὲς μαγειές σου τὲς πολλὲς τὴν Αἴγυπτ΄ ἀφεντεύεις.»

Εἶπε του ὁ Νεκτεναβός· «Δὲν ἒν παρὰ νὰ γένη͵

γιατὶ σὲ τοῦτο ἡ μαγειὰ μ΄ ἔχει διαρμηνεμένη.»

Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «῎Ηξερες θὲς νὰ ποίσω͵

πῶς δὲν ἐπαραμέρισες νὰ μὴ σὲ ἐγκρεμνίσω;»

«Ηὑρῆκα το εἰς τὴν μαντειὰ τὶ ἔναι τοῦ ῥιζικοῦ μου͵

διὰ νὰ λάβω θάνατον ΄κ τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ μου.»

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Πῶς εἶμ΄ ἐγὼ υἱός σου;

Λοιπὸν βεβαίωσέ μού το͵ ἂν εἶμαι ἐδικός σου.»

Εἶπε του τὴν ἀθιβολή͵ πὼς ἔναι ἡ σπορά του͵

καὶ πὼς στὴν Αἴγυπτ΄ ἄφησε αὐτὸς τὴν αὐθεντιά του.

Ὡσὰν τοῦ τὰ ξηγήθηκε͵ ἔμεινε ποθαμένος͵

λοιπὸν κανένα βοηθὸν δὲν εἶχεν ὁ καημένος.

Σὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος κι αὐτεῖνος ἀποθαίνει͵

παίρνει τον εἰς τὸν ὦμον του͵ στὸ σπίτι τὸν παγαίνει.

Ἀλέξανδρος λυπήθηκε πὼς ἔκτεινε πατέρα͵

καὶ δυνατὰ τὸν ἔκλαυσε ἐκείνην τὴν ἑσπέρα.

Καὶ ἦλθεν ἡ Ὀλυμπιὰς κ΄ ηὗρε τον ξαπλωμένον͵

τὸν ἄτυχον τὸν Κτεναβό͵ νεκρὸν ἀποθαμένον·

«Καὶ δὲν ἐδιάβηκε ἐψὲς νὰ κάμη τὴ μαγεία;»

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε της τὴν αἰτία·

«Ἐτοῦτος ἒν πατέρας μου ποὺ σέ ΄χε στὸ κρεβάτι͵

ὁπὄρχετον καὶ σὄλεγε͵ ἕνας θεὸς σ΄ ἐκράτει.»

Ὡς τό ΄κουσεν Ὀλυμπιάς͵ τὴν ἁμαρτιὰ ἐμέφθη

πὼς ἐπλανήθη κ΄ ἔκαμε μετ΄ αὖτον κ΄ ἐμοιχεύθη.

Κ΄ ὕστερον ἡ Ὀλυμπιὰς αὐτεῖνον σαβανώνει͵

σάβανον χρυσοράντιστον͵ μ΄ αὐτεῖνο τόνε χώνει.

Λοιπὸν ἔλειπε Φίλιππος κ΄ ἤθελε νὰ πιστρέψη͵

ἐδιάβηκε στὸ μάντειο ὡς διὰ νὰ μαντέψη.

Ἐρώτησέ τους τὸ λοιπόν· «Τίς θέλει βασιλεύσει͵

ποιὸς θέλει γένει βασιλεὺς κι ὅλα νὰ τ΄ ἀφεντεύση;»

Καὶ τὸ μαντειὸ ΄ποκρίθηκε· «Ἐκεῖνος θέλει ὁρίσει

ποὺ κάτσει στὸν βουκέφαλον κι ἀπάνω νὰ πηδήση.»

Ἀριστοτέλης ἔλεγεν͵ ἐκεῖνος ὁπ΄ ὁρίση

τῶν μαθητάδων τὸ λοιπόν͵ τί διὰ νὰ τοῦ χαρίση.

Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασι πράματα νὰ τοῦ δώσουν͵

νὰ εἶναι εἰς ἀντίμεψιν͵ γιὰ νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν.

Ρωτᾶ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον τί γιὰ νὰ τοῦ χαρίση͵

ἂν ἔλθη τὸ βασίλειον εἰς αὖτον καὶ νὰ ΄ρίση.

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος͵ ἂν ἔναι καὶ ὁρίση͵

κεῖνο ποὺ τοῦ ΄θελε φανῆ͵ ἤθελεν τοῦ χαρίσει.

«Χαίροις»͵ τοῦ λέγει͵ τὸ λοιπόν͵ «Ἀλέξανδρ΄ αὐτοκράτορ·

σ΄ ἐσένα τὸ βασίλειον ἔρχεται͵ μονοκράτορ.»

Καὶ μιὰν ἡμέρα θέλησεν Ἀλέξανδρος νὰ ποίση͵

καὶ ἄλογον ἐγύρεψε νὰ βγῆ νὰ πολεμήση.

Ἄρχισεν ὁ Βουκέφαλος διὰ νὰ χλιμιτρίζη͵

καὶ εἶπαν του· «Βουκέφαλος ἔναι ποὺ ἀνταρίζει.»

Κ΄ ἐδιάβη ὁ Ἀλέξανδρος κ΄ εἶδε τον ποὺ γυρίζει·

τότε τὸν ἐχαλίνωσε κι ἀπάνου του καθίζει.

Σὰν τό ΄μαθεν ὁ Φίλιππος ἐδιάβη κι ἀπαντᾶ τον͵

τρέχει λοιπὸν μὲ τὴν σπουδὴν καὶ γλυκοχαιρετᾶ τον.

Ἀνεθυμήθη Φίλιππος ἐκεῖ ὁποὺ μαντεύθη͵

τὸ ποιὸς νὰ ΄ρίση ἐξ αὐτῶν τώρα τὸ μαθητεύθη.

Καὶ σὰν ἐγίνη Ἀλέξανδρος εἰς τὴν παλικαρία͵

ἐρώτησε τὸν Φίλιππον νὰ πάγη στὸν Μωρέα·

καὶ ἀρματώνει κάτεργα καὶ θέλει νὰ μισεύση͵

καὶ κάμνει καὶ τὴν ὀρδινιὰ ὡς γιὰ νὰ ταξιδεύση·

κ΄ ἔφερε ἄλογα καλὰ καὶ μ΄ αὖτα ἀρματώθη͵

καὶ ὅλους τους ἐνίκησε͵ καὶ τότ΄ ἐστεφανώθη.

Καὶ ἦλθεν ὁ Νικόλαος͵ υἱὸς ὁ τοῦ Δαρείου͵

εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πάρει θὲς μὲ ῥαβδίου;»

Γυρίζει ὁ Νικόλαος αὐτεῖνον καὶ τὸν φθύνει͵

καὶ δὲν ἠθέλησε ποσῶς αὐτὸς νὰ τὸ πομείνη.

Ἐμήνησέ τ΄ Ἀλέξανδρος νὰ μὴ χολομανίση͵

ὅτι τὴν αὐθεντία του αὐτὸς τὴν θέλει ὁρίσει.

Σὰν ἐχολομανίσθησαν͵ τότες ἐχωριστῆκαν͵

μετ΄ αὖτον ὁ Νικόλαος εἶχε μεγάλη πρίκαν.

Καὶ μέρες περαζόμενες ἦλθε νὰ δοκιμάση

τὸ ἄλογό του καθαείς͵ τὸ ποιὸς γιὰ νὰ περάση.

Μέσα σ΄ αὐτείνους ἤτονε κι αὐτὸς ὁ κὺρ Νικόλας͵

υἱὸς Δαρείου͵ τὸ λοιπόν͵ κ΄ ἔλαμπε ὡς ἀστέρας.

῏Ησαν καὶ ἀφεντῶν παιδιὰ ἐννέα διαλεμένα͵

μὲ τάξη καὶ μὲ φρόνεση ἤτονε τὸ καθένα.

Κι ὅλοι ἐτρέχαν τὸ λοιπόν͵ ποῖος γιὰ νὰ περάση͵

μὲ θέλημά τ΄ Ἀλέξανδρος μένει νὰ μὴν τοὺς φθάση.

Ἐκεῖνοι ἐστοιβάκτησαν κ΄ ἐκλείσασι τὸν δρόμον͵

Ἀλέξανδρος ἀπὸ πλευροῦ περνᾶ μὲ δίχως τρόμον.

Ὡς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος μεγάλως τὸ ἐχάρη͵

τὸ πὼς ἐδιάβη ὀμπροστά͵ ἄλλος οὐκ εἶχε χάρη.

Κι ὡς εἶδεν ὁ Νικόλαος͵ ἐφώναξε· «Μερία͵

ἀπέρασε Ἀλέξανδρος μετὰ τὴν πονηρία.»

Κ΄ εἶπε του ὁ Νικόλαος· «Τὸ δίκαιον νὰ πιάση͵

πάλι ἂς μεταδράμωμε καὶ εἴτις ἀπεράση.»

Καὶ εἴπασι τῶν ἀλλωνῶν ὀπίσω γιὰ νὰ κάμουν͵

Νικόλαος κι Ἀλέξανδρος ὀμπρὸς διὰ νὰ δράμουν.

Ἐτρέχασι τὰ ἄλογα ἐκεῖνα τοῦ καθένος͵

τοῦ Νικολάου σκόνταψε κ΄ ἔμεινε νεκρωμένος͵

διότις τὸν ἐπλάκωσε ἡ σέλα κ΄ ἐσκοτώθη·

Ἀλέξανδρος ἐκέρδαισε καὶ τότ΄ ἐστεφανώθη.

Καὶ τότε πάλι χώρισε καὶ πὰ νὰ προσκυνήση͵

καὶ εἴπασίν του οἱ θεοί͵ ὅλα τὰ θέλει ὁρίσει·

«Ὡσὰν καὶ τὸν Νικόλαον͵ π΄ ἀτός του ἐσκοτώθη͵

ἔτσι κ΄ ἐσὲν ἡ βασιλειὰ ἐκ τοὺς θεοὺς ἐδόθη.»

Λοιπὸν αὐτεῖνος ἔσωσε εἰς τὴν Μακεδονίαν͵

καὶ γιὰ τὸν γάμον ἔμαθε͵ κ΄ εἶχε πολλὴν μανίαν͵

τὸ πὼς πανδρεύτη Φίλιππος͵ τὴ μάνα του ἀφήνει·

Ἀλέξανδρος ἐρώτησε· «Καὶ τοῦτο πῶς ἐγίνη;»

Κ΄ ἐρώτησε τὸν Φίλιππον͵ ἐτοῦτο ἂν τ΄ ἀρέση͵

στὸν γάμον τῆς μητέρας του αὐτὸς νὰ τὸν καλέση͵

γιὰ νὰ τῆς δώση ἄνδρα της τότε βλογητικό της͵

ὅγοιον τῆς δώσ΄ ἡ μοίρα της κι αὐτὸ τὸ ῥιζικό της.

Καὶ τοῦτο εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ γυρίζει καὶ καθίζει͵

καὶ γιὰ τὸν γάμον τίποτες ποσῶς οὐδὲν τὸ χρήζει.

Ὁ συγγενὴς τοῦ Φίλιππου τότες ἐχολομάνει͵

καὶ εἶπε τοῦ Ἀλέξανδρου νὰ μὴν τ΄ ἀναθιβάνη·

καὶ κούπα κράτει Ἀλέξανδρος ὁπὄπιε μετ΄ ἐκείνη͵

τὴν κούπα ἔσυρε λοιπόν͵ στὸν μήλιγγα τοῦ δίνει·

καὶ πάραυτα ξεψύχησε κ΄ ἔμειν΄ ἀποθαμένος.

Ὡσὰν τὸν εἶδ΄ ὁ Φίλιππος ὅτι ἔναι σκοτωμένος͵

ἐτότες ἐξεσπάθωσε κ΄ ἠθέλησε νὰ σώση͵

υἱόν του τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τόνε σκοτώση.

Πηγαίνοντας ἀσκόνταψε κ΄ ἔπεσε ΄κ τὴν τρομάρα͵

σὰν νά ΄χε στὰ ποδάρια του μεγάλη κρατημάρα·

καὶ τὴν ῥομφαίαν ἅρπαξε ΄κ τὰ χέρια τοῦ πατρός του͵

κ΄ ἐγίνηκε ἐκδικητὴς ἐτότες τῆς μητρός του.

Ἔπιασε κ΄ ἐκατάκοψε ὅλους τοὺς καλεσμένους͵

χάμω στὴν γῆν τοὺς ἔριξε ὅλους ἀποθαμένους.

Ἐκ τὸ πικρό του Φίλιππος ἦλθε γιὰ ν΄ ἀρρωστήση·

ἐδιάβηκε Ἀλέξανδρος νὰ τὸν παρηγορήση.

Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Σὰν νά ΄μουνα ἐχθρός σου͵

γιὰ τὸν Λυσία ἤθελες νὰ σφάξης τὸν υἱό σου;

Λοιπὸν ἐτοῦτ΄ ἀφήνω τα καὶ ὅλα θὲ νὰ πάψου͵

ὅμως μὲ τὴν μητέρα μου σύρε καὶ ἀναπάψου.»

Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος͵ ὑπὰ νὰ τοῦ τὴν φέρη͵

γιὰ νά ΄ναι πάντα μετ΄ αὐτὸν εἰς τὸ δικό του χέρι.

Ἐδιάβη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ λέγει τῆς μητρός του͵

πρέπει διὰ νὰ πείθεται ἐκείνη τοῦ πατρός του·

ὁ ἄνδρας πρέπει ν΄ ἀγαπᾶ γυναίκα δίχως μάχη͵

καὶ ἡ γυναίκα πρὸς αὐτὸν τὸν φόβον θέλει νά ΄χη.

Οἱ Μακεδόνες ἀποροῦν͵ ἐκεῖνος ν΄ ἀρμηνεύη͵

Ἀλέξανδρος͵ ποὺ ἒν παιδί͵ ἐκείνους νὰ ΄ρηνεύη.

Ἡμέρες περαζόμενες Φίλιππον πιάνουν πόνοι·

μαντάτα τοῦ ἠφέρασι͵ ἀπίστησε Μοθώνη.

Ἔπεψε τὸν Ἀλέξανδρον κ΄ ἐκείνους εἰρηνεύει͵

καὶ μὲ τὰ λόγια τὰ καλὰ ὅλους τους ἀφεντεύει.

Γυρίζοντας Ἀλέξανδρος ὁπού ΄ρθε ΄κ τὴν Μοθώνη͵

ἤλθασιν ὀκ τὸν Δάρειον γιὰ τέλος νὰ πληρώνη·

καὶ ἀπεκρίθ΄ Ἀλέξανδρος· «Γιὰ τί ζητᾶτε τέλος;

Τοῦτο τὸ ἔχω στὴν καρδιὰ σὰν νά ΄χα μέγα βέλος.»

Κ΄ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν· «Γιὰ γῆ ὁποὺ πατεῖτε͵

καὶ γιὰ νερὸ ποὺ πίνετε͵ καὶ ἥλιον ποὺ θωρεῖτε·

γιὰ τοῦτο σᾶς γυρεύομεν νά ΄στε διαδουλωμένοι

σ΄ αὐτὸν τὸν μέγαν βασιλιὰ ὅλοι σας ΄γγαρεμένοι.»

Καὶ ἀπεκρίθ΄ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτα τὰ ἐπληρῶσαν͵

οἱ γὰρ θεοὶ σὲ ΄πηρεσιὰ κι ἀνθρώπων τὰ ἐδῶσαν.

Τοῦτο γινώσκετε λοιπόν͵ τίποτα δὲ σᾶς δίδω·

τὰ λόγια τοῦτα εἰς ἐσᾶς ὅλα τὰ παραδίδω.

Εἰπέτε τοῦ αὐθέντη σας ἐτοῦτο νὰ μοῦ ποίση͵

τὸ τέλος ποὺ ἐδώσαμε ὀπίσω νὰ γυρίση.

Κ΄ ἔρχομαι κεῖ νὰ τὸν ἰδῶ͵ ὡς διὰ νὰ μοῦ δώση

τὸ τέλος ποὺ μᾶς ἔπαιρνε͵ καλὰ νὰ μὲ πληρώση.»

Κ΄ ἐκεῖνοι͵ σὰν ἐγρίκησαν͵ ὀπίσω ἐγυρίσαν

στὸν Δάρειον καὶ εἴπασι ἐκεῖνα ποὺ γρικῆσαν.

Καὶ τότες ἐζωγράφισαν Ἀλέξανδρου τὸ ἦθος͵

καὶ ἦτον τόσον θαυμαστόν͵ σὰν ν΄ ἔναι τῆς ἀσπίδος.