Η λέξη ύμνος αρχικά σήμαινε λατρευτικό άσμα που ψαλλόταν προς τιμή των θεών.
Οι ύμνοι στην ελληνική λογοτεχνία είναι το αρχαιότερο είδος ποίησης
και ήταν εξάμετροι δακτυλικοί στίχοι, ωδές προς κάποιον θεό.
Το λογοτεχνικό αυτό είδος το παρέλαβε αργότερα και η χριστιανική τελετουργία.
Οι Ομηρικοί Ύμνοι αποτελούν την αρχαιότερη συλλογή αρχαίων ελληνικών ύμνων σε μέτρο δακτυλικό εξάμετρο, το ίδιο που χρησιμοποιείται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Στην Αρχαιότητα, οι ύμνοι αυτοί αποδίδονταν στον Όμηρο: η πρώτη αναφορά σε αυτούς σε γραπτό κείμενο γίνεται από τον Θουκυδίδη.
Οι παλαιότεροι από αυτούς γράφτηκαν κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. κι έτσι βρίσκονται ανάμεσα στα αρχαιότερα μνημεία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ομηρικοί ύμνοι γράφτηκαν κατά την Αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.), μερικοί θεωρούνται ως έργα της Ελληνιστικής Περιόδου.
Οι ύμνοι ποικίλουν σε μέγεθος: κάποιοι είναι σύντομοι και τελειώνουν σε τρεις ή τέσσερις σειρές, ενώ άλλοι καλύπτουν μέχρι και πεντακόσιους στίχους.
Οι 33 ύμνοι, που διασώθηκαν, είναι αφιερωμένοι στους εξέχοντες θεούς της Ελληνικής μυθολογίας.