Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις,
κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 10η
συνέχεια
Ἔκαμε ὁ Ἀλέξανδρος ἐτότε νὰ μηνήση
μάνα Δαρείου μὲ γραφή͵ νὰ τὴν παρηγορήση·
«Ἀλέξανδρος Ροδογυνή͵ Ρωξάνη͵ ἀδελφές μου͵
Δάρειον δὲν ἐσκότωσα ἐγὼ μὲ τὲς στρατιές μου.
Ἐκεῖνον τὸν ἐσκότωσαν ἄρχοντες ἐδικοί του·
λοιπὸν δὲ μὴ μὲ μέμφεστεν ἐμὲν γιὰ τὴν θανή του.
Καὶ μὲ τὸ ῥοῦχο μου λοιπὸν ἐγὼ ἐσκέπασά τον͵
ἀκόμη ὅπου σύντυχε͵ ἐγὼ γὰρ ἔθαψά τον.
Ἐμίλησα καὶ μετ΄ αὐτόν͵ τό ΄θελε εἶπε μού το͵
καὶ ἔθαψά τον ἔντιμα͵ ὡς πατέρας μου ὁπού ΄το.
Κ΄ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔσφαξαν ὅρισα γιὰ νὰ ποίσουν͵
στὸν τάφον κεῖνον τὸ λοιπὸν νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν.
Καὶ ὅλους γὰρ τοὺς ὅρισα αὐτὸν νὰ ὀνομάζουν
ὡσὰν θεὸν ἐπίγειον͵ νὰ τόνε θυσιάζουν.
Καὶ γιὰ γυναίκα εἶπε μου νὰ πάρω τὴν Ρωξάνη͵
κι ἀτός του τὸ ἐμίλησε͵ πρὶν παρὰ ν΄ ἀποθάνη.
Ὀρέγομαι καὶ ἀγαπῶ ἐγὼ γιὰ νὰ τὴν πάρω
ὡσὰν γυναίκα μου αὐτήν͵ ἂς ἔχη αὐτὸ τὸ θάρρο.
Λοιπὸν ἐσεῖς πρὸς τὸ παρὸν αὐτοῦ γιὰ νὰ σταθῆτε͵
γιὰ νὰ φθειαστοῦν τὰ πράματα͵ κι ἀπέκει δῶ νὰ ΄λθῆτε.»
Κ΄ ἔγραψε τῆς μητέρας του ῥοῦχα γιὰ νὰ ΄ρδινιάση
γιὰ τὴν Ρωξάνη νυμφικά͵ νὰ τοῦ τὰ ἑτοιμάση.
Λοιπὸν αὐτὴ τὰ ΄ρδίνιασε͵ σ΄ Ἀλέξανδρον τὰ στέλνει.
Τότ΄ ἔρισε Ἀλέξανδρος͵ ὁ γάμος γιὰ νὰ γένη·
καὶ τὴ Ρωξάνη ἔκραξε κι αὐτὸς τὴν εὐλογήθη
ὡσὰν γυναίκα του λοιπόν͵ μετ΄ αὔτην ἐκοιμήθη.
Ἐκάμαν περιδιαβασμοὺς κ΄ ἐκεῖνα ποὺ βοδῶσα͵
δὲν ἔχω χείλη νὰ τὰ πῶ͵ ΄δὲ συντυχιά͵ ΄δὲ γλώσσα.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀριστοτέλη͵
μάλιστα τῆς μητέρας του͵ σ΄ αὐτοὺς τοὺς δυὸ τὴν στέλλει·
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος μητρί μου Ὀλυμπιάδα͵
λοιπὸν αὐτείνη χαιρετῶ μ΄ ὅλη της τὴν ὁμάδα·
Ἀριστοτέλει τῷ ἐμῷ τιμίῳ διδασκάλῳ͵
ξαιρέτως κεῖνον χαιρετῶ περὶ κανέναν ἄλλο.
Γιὰ τοῦ Δαρείου πόλεμον θέλω νὰ σᾶς μηνήσω͵
πὼς εἶχεν ἔθνη πάμπολλα͵ τώρα θὲ νὰ τ΄ ἀρχίσω·
γρικώντας γὼ τὴν δύναμιν τὴν ἔχει αὐτὸς τὴν τόση͵
ἐμηχανεύθη τὸ λοιπὸν κ΄ ἔκαμα γὼ μὲ γνώση.
Τὰ παλικάρια μ΄ ὅρισα αἶγες κ΄ ἐκουβαλῆσαν͵
κεριὰ ΄ναμμένα τὸ λοιπὸν στὰ κέρατα κολλῆσαν
καὶ τότες τὲς ἀπόλυσα τὴ νύκτα καὶ ἐπῆγαν.
Ἐβλέποντα τὸν πληθυσμὸν ἐκεῖνοι τότ΄ ἐφύγαν.
Βλέποντα μεῖς κ΄ ἐφύγανε͵ τότε σταυρώνομέ τους͵
στὴ μέση τοὺς ἐβάλαμε κ΄ ἐκατακόβαμέ τους.
Καὶ κάστρο τότες ὅρισα͵ τότες ἐκεῖ τὸ κάνουν͵
τὸ ὄνομά του τὸ λοιπὸν Αἶγες ἀναθιβάνουν.
Εἰς τὴν Σουρία τὸ λοιπόν͵ στὸν ποταμὸν Ἀφράτη͵
πόλη ὅρισα κ΄ ἐκτίσασι καὶ ἐτελείωσά τη.
Τὸ ὄνομά της τὸ λοιπὸν Ἀλεξανδρειὰ τὴν κράζουν͵
ἔτσι ἐκείνους ὅρισα γιὰ νὰ τὴν ὀνομάζουν.
Τὸν Δάρειον ἐσκότωσαν αὐτεῖν΄ οἱ ἐδικοί του͵
ὅμως ἐγὼ τοῦ ἔκαμα τὴν ἐξεκδίκησή του.
Ἀγάπουν το τὸ λοιπονὲ γιὰ νά ΄ζειε γιὰ τώρα͵
γιὰ νὰ τὸν ὅριζα ἐγὼ στὴν ἐδική του χώρα.
Λοιπὸν καλὰ τὸν ἔθαψα αὐτεῖνον ὡς πατήρ μου͵
ἀτός μου τὸν ἐσήκωσα ἐγὼ μὲ τὸ κορμί μου.
Καὶ τότες ἐσηκώθηκα κ΄ ἐπῆγα στὴν Μηδία
καὶ πάλι ἐκατέβηκα σ΄ αὐτὴν τὴν Ἀρμενία.
Τότε πάλι ἐδιάβηκα σ΄ αὐτείνην τὴν Βερίαν͵
μέσα σὲ χώρα τῶν Περσῶν ἐπῆγα μὲ στρατείαν.
Καὶ τότε πάλι ἐδιάβημαν εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους͵
ἐκεῖθεν ἐδιάβημαν μὲ βιὲς πολλὲς καὶ κόπους.
Εἶπαν μας οἱ ἐντόπιοι͵ κανεὶς οὐδὲν ὑπάγει
σ΄ αὐτείνην γὰρ τὴν ἔρημον͵ γιατ΄ εἶν΄ ἀνθρωποφάγοι.
Ηὑρίσκονται κι ἄλλα θηριὰ καὶ εἶναι θυμωμένα͵
ποτὲ δὲν τά ΄δε κανενεὶς τέτοια φαρμακωμένα.
Γρικώντα γὼ τὰ πράματα κι αὐτεῖνα γιὰ ν΄ ἀκούσω͵
τὸν τόπον κεῖνον ἤθελα νὰ τὸν περιπατήσω.
Ὅρισα ΄κ τοὺς ἐντόπιους κ΄ ἐπήραμε ἀνθρώπους·
τότες ἐπερπατούσαμε ΄ξ ἐκείνους γὰρ τοὺς τόπους.
Γκρεμνὸν μεγάλον ηὕραμε͵ ἐξ αὖτον περπατοῦμε͵
ἀγανακτήσαμε πολλὰ κάτω νὰ κατεβοῦμε.
Ἔκαμε ὁ Ἀλέξανδρος ἐτότε νὰ μηνήση
μάνα Δαρείου μὲ γραφή͵ νὰ τὴν παρηγορήση·
«Ἀλέξανδρος Ροδογυνή͵ Ρωξάνη͵ ἀδελφές μου͵
Δάρειον δὲν ἐσκότωσα ἐγὼ μὲ τὲς στρατιές μου.
Ἐκεῖνον τὸν ἐσκότωσαν ἄρχοντες ἐδικοί του·
λοιπὸν δὲ μὴ μὲ μέμφεστεν ἐμὲν γιὰ τὴν θανή του.
Καὶ μὲ τὸ ῥοῦχο μου λοιπὸν ἐγὼ ἐσκέπασά τον͵
ἀκόμη ὅπου σύντυχε͵ ἐγὼ γὰρ ἔθαψά τον.
Ἐμίλησα καὶ μετ΄ αὐτόν͵ τό ΄θελε εἶπε μού το͵
καὶ ἔθαψά τον ἔντιμα͵ ὡς πατέρας μου ὁπού ΄το.
Κ΄ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔσφαξαν ὅρισα γιὰ νὰ ποίσουν͵
στὸν τάφον κεῖνον τὸ λοιπὸν νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν.
Καὶ ὅλους γὰρ τοὺς ὅρισα αὐτὸν νὰ ὀνομάζουν
ὡσὰν θεὸν ἐπίγειον͵ νὰ τόνε θυσιάζουν.
Καὶ γιὰ γυναίκα εἶπε μου νὰ πάρω τὴν Ρωξάνη͵
κι ἀτός του τὸ ἐμίλησε͵ πρὶν παρὰ ν΄ ἀποθάνη.
Ὀρέγομαι καὶ ἀγαπῶ ἐγὼ γιὰ νὰ τὴν πάρω
ὡσὰν γυναίκα μου αὐτήν͵ ἂς ἔχη αὐτὸ τὸ θάρρο.
Λοιπὸν ἐσεῖς πρὸς τὸ παρὸν αὐτοῦ γιὰ νὰ σταθῆτε͵
γιὰ νὰ φθειαστοῦν τὰ πράματα͵ κι ἀπέκει δῶ νὰ ΄λθῆτε.»
Κ΄ ἔγραψε τῆς μητέρας του ῥοῦχα γιὰ νὰ ΄ρδινιάση
γιὰ τὴν Ρωξάνη νυμφικά͵ νὰ τοῦ τὰ ἑτοιμάση.
Λοιπὸν αὐτὴ τὰ ΄ρδίνιασε͵ σ΄ Ἀλέξανδρον τὰ στέλνει.
Τότ΄ ἔρισε Ἀλέξανδρος͵ ὁ γάμος γιὰ νὰ γένη·
καὶ τὴ Ρωξάνη ἔκραξε κι αὐτὸς τὴν εὐλογήθη
ὡσὰν γυναίκα του λοιπόν͵ μετ΄ αὔτην ἐκοιμήθη.
Ἐκάμαν περιδιαβασμοὺς κ΄ ἐκεῖνα ποὺ βοδῶσα͵
δὲν ἔχω χείλη νὰ τὰ πῶ͵ ΄δὲ συντυχιά͵ ΄δὲ γλώσσα.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀριστοτέλη͵
μάλιστα τῆς μητέρας του͵ σ΄ αὐτοὺς τοὺς δυὸ τὴν στέλλει·
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος μητρί μου Ὀλυμπιάδα͵
λοιπὸν αὐτείνη χαιρετῶ μ΄ ὅλη της τὴν ὁμάδα·
Ἀριστοτέλει τῷ ἐμῷ τιμίῳ διδασκάλῳ͵
ξαιρέτως κεῖνον χαιρετῶ περὶ κανέναν ἄλλο.
Γιὰ τοῦ Δαρείου πόλεμον θέλω νὰ σᾶς μηνήσω͵
πὼς εἶχεν ἔθνη πάμπολλα͵ τώρα θὲ νὰ τ΄ ἀρχίσω·
γρικώντας γὼ τὴν δύναμιν τὴν ἔχει αὐτὸς τὴν τόση͵
ἐμηχανεύθη τὸ λοιπὸν κ΄ ἔκαμα γὼ μὲ γνώση.
Τὰ παλικάρια μ΄ ὅρισα αἶγες κ΄ ἐκουβαλῆσαν͵
κεριὰ ΄ναμμένα τὸ λοιπὸν στὰ κέρατα κολλῆσαν
καὶ τότες τὲς ἀπόλυσα τὴ νύκτα καὶ ἐπῆγαν.
Ἐβλέποντα τὸν πληθυσμὸν ἐκεῖνοι τότ΄ ἐφύγαν.
Βλέποντα μεῖς κ΄ ἐφύγανε͵ τότε σταυρώνομέ τους͵
στὴ μέση τοὺς ἐβάλαμε κ΄ ἐκατακόβαμέ τους.
Καὶ κάστρο τότες ὅρισα͵ τότες ἐκεῖ τὸ κάνουν͵
τὸ ὄνομά του τὸ λοιπὸν Αἶγες ἀναθιβάνουν.
Εἰς τὴν Σουρία τὸ λοιπόν͵ στὸν ποταμὸν Ἀφράτη͵
πόλη ὅρισα κ΄ ἐκτίσασι καὶ ἐτελείωσά τη.
Τὸ ὄνομά της τὸ λοιπὸν Ἀλεξανδρειὰ τὴν κράζουν͵
ἔτσι ἐκείνους ὅρισα γιὰ νὰ τὴν ὀνομάζουν.
Τὸν Δάρειον ἐσκότωσαν αὐτεῖν΄ οἱ ἐδικοί του͵
ὅμως ἐγὼ τοῦ ἔκαμα τὴν ἐξεκδίκησή του.
Ἀγάπουν το τὸ λοιπονὲ γιὰ νά ΄ζειε γιὰ τώρα͵
γιὰ νὰ τὸν ὅριζα ἐγὼ στὴν ἐδική του χώρα.
Λοιπὸν καλὰ τὸν ἔθαψα αὐτεῖνον ὡς πατήρ μου͵
ἀτός μου τὸν ἐσήκωσα ἐγὼ μὲ τὸ κορμί μου.
Καὶ τότες ἐσηκώθηκα κ΄ ἐπῆγα στὴν Μηδία
καὶ πάλι ἐκατέβηκα σ΄ αὐτὴν τὴν Ἀρμενία.
Τότε πάλι ἐδιάβηκα σ΄ αὐτείνην τὴν Βερίαν͵
μέσα σὲ χώρα τῶν Περσῶν ἐπῆγα μὲ στρατείαν.
Καὶ τότε πάλι ἐδιάβημαν εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους͵
ἐκεῖθεν ἐδιάβημαν μὲ βιὲς πολλὲς καὶ κόπους.
Εἶπαν μας οἱ ἐντόπιοι͵ κανεὶς οὐδὲν ὑπάγει
σ΄ αὐτείνην γὰρ τὴν ἔρημον͵ γιατ΄ εἶν΄ ἀνθρωποφάγοι.
Ηὑρίσκονται κι ἄλλα θηριὰ καὶ εἶναι θυμωμένα͵
ποτὲ δὲν τά ΄δε κανενεὶς τέτοια φαρμακωμένα.
Γρικώντα γὼ τὰ πράματα κι αὐτεῖνα γιὰ ν΄ ἀκούσω͵
τὸν τόπον κεῖνον ἤθελα νὰ τὸν περιπατήσω.
Ὅρισα ΄κ τοὺς ἐντόπιους κ΄ ἐπήραμε ἀνθρώπους·
τότες ἐπερπατούσαμε ΄ξ ἐκείνους γὰρ τοὺς τόπους.
Γκρεμνὸν μεγάλον ηὕραμε͵ ἐξ αὖτον περπατοῦμε͵
ἀγανακτήσαμε πολλὰ κάτω νὰ κατεβοῦμε.