Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 9


Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 9η συνέχεια



Ἰδὼν Βῆσσος ὀνόματι καὶ ὁ Ἀρνοβαρζάνης͵

εἴπασι γὰρ τοῦ Δάρειου· «Τὴν ἀφεντιά σου χάνεις·

καὶ θὲ νὰ σὲ σκοτώσωμε͵ νὰ χάσης τὴν ζωήν σου

ἀπάνω τώρα τὸ λοιπὸν ποὺ χάνεις τὴν τιμήν σου͵

νὰ μᾶς τιμήση τὸ λοιπὸν αὐθέντης ὁποὺ μπαίνει͵

γιὰ σένα μεῖς νὰ γένωμεν ἀφέντες γεναμένοι.

Ἀπιλογήθη Δάρειος͵ εἰς αὔτους τότε λέγει͵

ἐβούρκωσαν τὰ μάτια του κι ἀρχίζει γιὰ νὰ κλαίγη

καὶ εἶπε τους· «Ἀφέντες μου͵ πού ΄στε δοῦλοι δικοί μου͵

εἰπέτε τί σᾶς ἔκαμα καὶ χάνω τὴ ζωή μου·

γνωρίσετε τὶ ὁ βασιλεὺς θέλει μὲ ἐζητήσει

΄ς τοῦτα ποὺ λογαριάζετε γιὰ νὰ μὲ ξεδικήση.

Καὶ ταῦτα εἶπε Δάρειος͵ κι αὐτοὶ δὲν τοῦ γρικοῦσι͵

κ΄ οἱ δύο ξεσπαθώσασι τότε καὶ τοῦ βαροῦσι.

Σκοτώνουν τὸν ἀφέντη τους ἐκεῖν΄ οἱ ὀργισμένοι͵

εἰπέτε μου͵ τί κέρδισαν οἱ ΄ναθεματισμένοι;

Ἔδ΄ ἀνομιὰ τὴν ἔκαμαν͵ μεγάλη ἀσωτία͵

νὰ σφάξουν τὸν αὐθέντη τους͵ δὲν εἶχαν ἁμαρτία;

Καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ τό ΄φαγαν ἐκεῖνο νὰ τοὺς πνίξη͵

καὶ νὰ τοὺς ἔλθη στὸ κορμὶ πολὺ κακὸ καὶ τήξη.

Καὶ παγωμένον ηὕρασι τὸν Στράγγαλο ποτάμι͵

οἱ Μακεδόνες ἀπερνοῦν μ΄ ὅλη τους τὴ δυνάμη.

Βῆσσος καὶ Ἀρβαζάνιος ἐκεῖθεν τότε πᾶσι.

Δὲν ἔσωσεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς φθάση.

Καὶ ηὕρηκεν Ἀλέξανδρος Δάρειον ματωμένον͵

ἐξαπλωμένον εἰς τὴν γῆν καὶ σπαθοκοπημένον·

καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του εἰς τὸ κορμὶ κ΄ ἐκρίθη

ἡ τύχης πῶς τὸν ἤφερε καὶ δυνατὰ λυπήθη.

Εἶπε· «Ἀνάστα͵ Δάρειε͵ κ΄ ἔχε τὴν αὐθεντιά σου͵

ἀντάμα μὲ τὸν τόπον σου καὶ μὲ τὴν ἐξουσά σου.

Καὶ μνέω σου εἰς τοὺς θεούς͵ ἀλήθεια σὲ λέγω͵

λοιπὸν ὅλοι γρικοῦνε το͵ ἐτοῦτο ποὺ σοῦ μνέγω·

μὴ παραδώσης τὸ λοιπὸν ΄ς θάνατον τὴ ζωή σου͵

λοιπὸν καλὰ γιὰ νὰ γενῆς καὶ νά ΄χης τὴν τιμή σου.

Εἰπὲς καὶ τίς σὲ φόνευσε κ΄ ἐγὼ γιὰ νὰ ὁρίσω͵

σ΄ ἐκείνους͵ ὁπού σ΄ ἔσφαξαν͵ νὰ σὲ ἐξεκδικήσω.»

Ἅπλωσε καὶ τὸ ῥοῦχο του τότες καὶ τὸν σκεπάζει͵

καὶ ἀποκρίθη Δάρειος ἔτσι καὶ λογαριάζει·

«Ἐγνώρισε͵ Ἀλέξανδρε͵ θάνατος δὲν φροντίζει͵

βασιλέα δὲ ντρέπεται͵ πτωχὸν δὲν τὸν γυρίζει.

Θανάτου τὸ ποτήριον πολλά ΄ναι πρικαμένο.

Λοιπὸν βλέπεις οἱ δοῦλοι μου πῶς μ΄ ἔχουν καμωμένο.

Καὶ πρέπει του τοῦ καθενὸς θάνατον νὰ θυμᾶται͵

ὅταν στέκη στεκούμενος καὶ πέφτη καὶ κοιμᾶται.

Θάνατος͵ βλέπεις͵ ἔρχεται κ΄ ἐσὺ δὲν τὸν ἐγνώθεις͵

σὰν σύρη τὴ σαγίτα του͵ πάραυτα θανατώθης·

κ΄ ἐκείνου ἡ σαγίτα του ἔναι φαρμακεμένη͵

καὶ ὅποιον γγίξη μετ΄ αὐτήν͵ ψυχή του τότε βγαίνει.

Λοιπὸν κ΄ ἐσύ͵ Ἀλέξανδρε͵ μηδὲν ψηλοφρονήσης͵

διότις τύχης τό ΄φερε ἐσὺ γιὰ νὰ μ΄ ὁρίσης.

Λοιπὸν κ΄ ἐσὺ τὸ ἤξευρες͵ εἶχα στερρὰ δυνάμη͵

καὶ τώρα σείομαι͵ θωρεῖς͵ σὰ σειέται τὸ καλάμι.

Καὶ γὰρ ἡ τύχη τοὺς μικροὺς πολλάκις ἀνεβάζει͵

καὶ τοὺς μεγάλους ἐκ ψηλὰ κάτω τοὺς κατεβάζει.

Μὲ χέρι σου͵ Ἀλέξανδρε͵ κάμε γιὰ νὰ μὲ θάψης͵

τάφον ὀρδίνιασ΄ ἔμορφον͵ μέσα νὰ μ΄ ἀναπάψης.

Ἂς γένη καὶ συγγένεια σ΄ ἐμένα νά ΄ν τιμή σου͵

ἔπαρ΄ τὴ θυγατέρα μου Ρωξάνην γιὰ γυνή σου·

καὶ ἔχε καὶ τὴν μάνα μου σὰν μάνα ἐδική σου͵

κ΄ ἔχε καὶ τὴν γυναίκα μου σὰν νά ΄τον ἀδελφή σου.»

Καὶ τοῦτα εἶπε Δάρειος κ΄ ἐδιάβη ἡ ζωή του

καὶ μετὰ ταῦτα πλήρωσε͵ κ΄ ἐβγῆκε ἡ ψυχή του.

Ἀλέξανδρος ἐπόνεσε καὶ τὸ οὐαὶ γὰρ λέγει͵

ἐπόνεσε τὸν Δάρειον κι ἀπὸ ψυχῆς τὸν κλαίγει.

Καὶ ὅρισεν Ἀλέξανδρος ὅλοι ν΄ ἀρματωθοῦσι

καὶ ἀποπίσω καὶ ὀμπρὸς ὅλοι ν΄ ἀκολουθοῦσι.

Οἱ Πέρσες μπρὸς ὑπήγαιναν κ΄ ἦσαν ἀρματωμένοι͵

κ΄ οἱ Μακεδόνες ὄπισθεν͵ ὅλοι ξεσπαθωμένοι.

Καὶ μὲ τὸ νεκροκρέβατον Λέξανδρος τὸν βασταίνει

μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες του͵ στὸ μνῆμα τὸν παγαίνει.

Κορμιὰ καὶ ἄλλων βασιλιῶν ἐκεῖ ΄σανε θαμμένα͵

γράμματα εἶχε τὸ λοιπὸν μνῆμα τὸ κάθε ἕνα.

Καὶ κάμνουσι καὶ γράμματα στοῦ Δάρειου τὸν τάφο͵

κ΄ ἐκεῖνο ὁποὺ λέγουσι κάτωθεν γὰρ τὸ γράφω·

«Ἀφέντης Πέρσων Δάρειος ἔναι ἐδῶ θαμμένος͵

ὁποὺ τὸν ἐσκοτώσασι͵ κι ἂς ἒν συγχωρεμένος.»

Γραφὴ ἔκαμε Ἀλέξανδρος͵ ΄ς Πέρσας τὴν ἀναγνώνει͵

νὰ ξεύρουσι τὸν ὁρισμόν͵ νά ΄νιαι διαρμηνεμένοι·

«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ ΄ξ Ἀμμώνου βασιλίας͵

ὁποὺ γεννήθη ΄κ τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς τῆς Ὀλυμπίας͵

στοὺς Πέρσας βάνω ὁρισμὸν καὶ τώρα τοὺς ὁρίζω͵

τὸ θέλω γιὰ νὰ κάμουσι͵ τώρα τ΄ ἀποφασίζω.

Ἐγὼ δὲν ἤθελα λοιπὸν τόσοι νὰ σκοτωθοῦσι͵

ἀγάπουν νά ΄ταν ζωντανοὶ κ΄ ἐκεῖνοι γιὰ νὰ ζοῦσι.

Λοιπόν͵ ἀφοῦ ἐχάθησαν͵ δὲν ἔχω τί νὰ ποίσω͵

ἐπεὶ εἶμαι αὐθέντης σας͵ θέλω νὰ σᾶς ὁρίσω.

Καὶ νὰ τιμᾶτε͵ λέγω σας͵ τοὺς ἄρχοντες͵ ποὺ βάνω͵

νὰ στέκουν εἰς τὰ κάστρη μου͵ ἐτοῦτ΄ ἀναθιβάνω.

Ἄλλον αὐθέντη τὸ λοιπὸν μὴ βάνετε στὸν νοῦ σας͵

εἴμητα τὸν Ἀλέξανδρον͵ πὄναι διὰ τιμή σας·

στὴν πρώτη σας συνήθεια πάλι σ΄ αὐτείνην νά ΄στε͵

θεοὺς νὰ ἑορτάζετε καὶ νὰ τοὺς ἐκτελάστε.

Εἴτι ἐκράτει πασαείς͵ πάλι ἂς τὸ μετέχη͵

καὶ ξὲ κανέναν ἔμποδον αὐτεῖνος νὰ μὴν ἔχη.

Εἴτις ἐπῆρε ἄρματα͵ πού ΄ναι τῆς αὐθεντίας͵

πάλι ἂς τὰ στρέψη ὄπισθεν νά ΄νιαι τῆς βασιλείας.

Νά ΄ναι φτήνια στὸν τόπον μου͵ εἰρήνη καὶ ἀγάπη͵

κανένας͵ λέγω͵ ἐξ ἐσᾶς ἄλλον νὰ μὴν ἐβλάπτη.

Ὁρίζω σας τὸ λοιπονὲς νά ΄στε διχῶς αἰτίες͵

Ἕλληνες δῶ νὰ ἔρχουνται νὰ κάμνουν πραματεῖες.

Ὁρίζω γιὰ νὰ πάρουσι ἀπὸ τὰ κουρσιμιά μας͵

νὰ θυσιάσουν τοὺς θεούς͵ νά ΄νιαι βοήθειά μας.

Ὁρίζω γιὰ νὰ πάρουσι ἐκ τὲς ἀρματωσίες

οἱ στρατιῶτες τὸ λοιπὸν γιὰ νά ΄νιαι στὲς μπασίες·

καὶ πάσα στρατιώτης μου νά ΄ναι φχαριστημένος͵

χίλια δουκάτα τὸ λοιπὸν γιὰ νά ΄ναι πληρωμένος.

Εἴτις ἐκεῖνος ἔδειρε ἐχθρὸν μὲ τὸ κονδάρι͵

χρυσὸ στεφάνι ἐξ ἐμὲν νά ΄χη κ΄ ἐκεῖνος χάρη·

ζωνάρι νά ΄χη γὰρ χρυσό͵ δύο γενὲς βαμμένες͵

καὶ δύο κοῦπες χάρισμα νά ΄ν περιχρυσωμένες.

Νὰ παίρνη πέρπυρα λοιπόν͵ νά ΄ναι φχαριστημένος͵

διακόσια ὀγδοήκοντα στὸ χέρι πλερωμένος.

Καὶ εἴτις ἔχει πόθεση͵ σ΄ ἐκεῖνον νὰ παγαίνη͵

νὰ λύεται ἡ πόθεσις κ΄ εὐχαριστιὰ νὰ παίρνη.

Κι ὅποιος δὲν κάμη ὁρισμόν͵ σὰν λέγει καὶ ὁρίζει͵

ἀφέντης ὁ Ἀλέξανδρος θέλει αὐτὸν μαστίζει.»

Πάλι ὅρισεν Ἀλέξανδρος γιὰ νὰ διαλαλήσουν·

πὀσκότωσαν τὸν Δάρειον νὰ ΄λθοῦν νὰ τοῦ μιλήσουν͵

νὰ τοὺς ποιήση τὸ λοιπὸν ἄρχοντες εἰς τὸν τόπον͵

χῶρες γιὰ νὰ ὁρίζουσι διχῶς κανέναν κόπον·

«Λοιπὸν ἂν ἔζη Δάρειος͵ μὰ κάλλια ποὺ ἐσφάη͵

διότις πάντα του μ΄ ἐμὲν ἤθελε πολεμάει.

Καὶ εἴτις ἔναι τὸ λοιπόν͵ πάλι θὲ νὰ τ΄ ἀρχίσω͵

σ΄ ἐμένα νά ΄λθη γλήγορα περίφουμον νὰ ποίσω.»

Ὑπᾶσιν εἰς Ἀλέξανδρον Βῆσσος κι Ἀρνοβαρζάνης͵

κ΄ εἴπασι τοῦ Ἀλέξανδρου· «Δίκαιον ἒν τὸ κάνεις.

Ἡμεῖς τὸν ἐσκοτώσαμεν Δάρειον τὸν ἐχθρόν σου

καὶ πάλι τὸ δυνόμεσθεν ἡμεῖς τὸν ὁρισμόν σου.»

Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ εἶπε διὰ νὰ ποίσουν͵

ἀπάνω ΄ς τάφον Δάρειου νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν.

Ἀπιλογήθησαν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ ὀργισμένοι·

«Τὴ διαλαλιὰ ἀκούσαμεν ὁπού ΄τον γεναμένη.

Λοιπόν͵ ἀφέντη βασιλιά͵ τοὺς λόγους σ΄ ἀφανίζεις;

Τὴ διαλαλιὰ ὁπὄκαμες͵ βλέπομε͵ δὲν τὴν χρήζεις.»

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Ἐσᾶς οὐδὲν ψηφοῦμε͵

γιὰ τούτους πού ΄ν ὁλόγυρα͵ γιατ΄ αὖτ΄ ἀπιλογοῦμαι·

ἐπεὶ δὲν ἦτον μπορετὸ ἀλλέως γιὰ νὰ ΄λθῆτε͵

τὸν λόγον μου σχημάτισα ἐσεῖς νὰ κομπωθῆτε·

κ΄ ἐκεῖνο ὁποὺ ὅρισα πάλι διὰ νὰ γένη͵

νὰ σᾶς κάμω περίφουμους σ΄ ὅλην τὴν οἰκουμένη.

Εἶπα νὰ σᾶς φουρκίσουσι γιὰ ν΄ ἀκουστῆ μεγάλο

τὸ ὄνομά σας τὸ λοιπὸν εἰς ἕνα καὶ εἰς ἄλλο.»

Καὶ τότες τοὺς ἐφούρκισε ἀπάνω εἰς τὸν τάφο͵

κ΄ ἐγίνησαν περίφουμοι͵ δὲν ἔχω τί νὰ γράφω.

Καὶ ἔκαμε Ἀλέξανδρος κριτάδες κεῖ καὶ στέκουν

στὸν τόπον κεῖνον τῆς Περσᾶς͵ πλούσους πτωχοὺς νὰ κρένουν.