Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 12

Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 12η συνέχεια


Κι ὁ Διονύσιος θεὸς ἐδῶθεν ἔδωξά τον͵

μὲ τὴ δική μου δύναμιν μακρὰ ἐξόρισά τον.

Οὐ μόνον συβουλεύω σε νὰ ΄λθῆς νὰ πολεμήσης͵

μὰ μάλιστα ὁρίζω σε ὀπίσω νὰ γυρίσης·

γιατὶ ἔσφαξες τὸν Δάρειον͵ τίποτες δὲν ψηφοῦμε͵

ἄνανδρον γὰρ ἐσκότωσες͵ μὰ γὼ δὲ σὲ φοβοῦμαι.

Λοιπὸν γύρισε γλήγορα͵ σύρε μὲ τὴν τιμή σου͵

τὴν δύναμίν σου τὸ λοιπὸν μέσα σου τὴν θυμήσου.»

Σὰν ἀναγνῶσαν τὴν γραφήν͵ πασάνας ἐπικράθη.

Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε κ΄ ἐστάθη

καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες μου͵ τοῦ Πώρου τὰ χαρτιά του

μηδὲν φοβῆστε τίποτες εἰς τὴν ἀλαζονειά του.

Καὶ δὲν θυμάστε Δάρειος πὄγραφε τόσα βάρη;

Ἔτσι τὸ ἔχουν τὸ λοιπὸν νὰ γράφουν οἱ βαρβάροι.

Θέλουν νὰ μεγαλύνωνται αὐτοὶ τῇ διανοίᾳ

καὶ ἐξ ὑστέρου πέφτουσι ΄ς μεγάλη γὰρ πενία.

Ὀλπίζω πρῶτον στοὺς θεούς͵ στὴν ἀνεξικακιά μας͵

δεύτερον στὴν ἀγάπην μας κ΄ εἰς τὴν ὁμόνοιά μας͵

ὄχι τὸν Πῶρον μοναχὸν ἐμεῖς νὰ πολεμοῦμε͵

ἀμὴ καὶ ἄλλους βασιλεῖς νὰ τοὺς ἀντισταθοῦμε.»

Καὶ ταῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ ὅλοι καλοκαρδίσαν͵

διὰ νὰ πᾶσι ΄ς πόλεμον ὅλοι τους ἀγαποῦσαν.

Καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τοῦ Πώρου καὶ τὴν στέλλει͵

ἐκεῖ ἔγραφεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει·

«Βασιλεὺς γὰρ Ἀλέξανδρος τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνει

(γραφὴν μὲ γνῶσιν ἔκαμε͵ τιμὴν καὶ σωφροσύνη).

Γίνωσκε͵ Πῶρο βασιλεῦ͵ ὅτ΄ ἡ ἐπιστολή σου

σὲ πόλεμον μ΄ ἀνάγκασε͵ αὐτείνη ἡ γραφή σου.

Καὶ λὲς ὅτ΄ εἶσαι πλούσιος κι ὁρίζεις δίχως κόπον͵

ἐγὼ ηὑρίσκομαι πτωχὸς καὶ ἐνδεὴς γὰρ τόπων.

Καὶ ἔχεις πολλά͵ λέγεις μου͵ καὶ εἶσαι ἀξιωμένος͵

νὰ πάρω θέλω ἀπὸ σὲν ἐγὼ ὁ στερημένος.

Καὶ λέγεις μου τ΄ εἶσαι θεός͵ καὶ τί ἔχω γιὰ νὰ ποίσω͵

μὰ γὼ θεὸν δὲν ἔρχομαι διὰ νὰ πολεμήσω͵

μὰ ἔρχομαι εἰς ἄνθρωπον κ΄ εἰς Πῶρον κομπωμένον͵

κ΄ εἰς βασιλιὰ ἀλάζονα͵ μάλιστα κ΄ ἐπηρμένον.

Γιὰ κεῖνα͵ ὁπού ἔκαμα͵ λέγεις οὐδὲν ποιᾶσαι͵

γιὰ Δάρειον ποὺ σκότωσα τίποτα δὲν φοβᾶσαι.

Τὰ λόγια σου τὰ εὔκαιρα λέγεις γιὰ νὰ φοβοῦμαι͵

οὐδὲ στὸν νοῦ μου βάνω τα͵ οὐδὲν τὰ ἐθυμοῦμαι͵

μὰ ἔρχομαι ἀπάνου σου μὲ δυνατοῦ ῥαβδίου͵

θαρρῶ νὰ πάθης τὸ λοιπὸν τὰ ὅμοια Δαρείου.»

Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε͵ στρατιά του τότες κράζει͵

καὶ ὅλα τὰ φουσάτα του εἰς πόλεμ΄ ὀρδινιάζει.

Ὀρδίνιασαν καὶ τὰ θηριὰ αὐτὰ νὰ πολεμήσουν͵

λέφαντες κι ἄλλες γενεές͵ σ΄ αὐτοὺς νὰ τ΄ ἀπολύσουν.

Τοῦ Πώρου ἐπλησίαζε φουσάτο του νὰ σώση͵

Ἀλέξανδρος θαυμάζεται τὴν δύναμιν τὴν τόση.

Οὐχὶ γιὰ τὴ στρατεία του καὶ διὰ τὸν λαόν του͵

οὐδὲν τὴν εἶχ΄ Ἀλέξανδρος αὐτείνη στὸν σκοπόν του͵

μὸν τὰ θηριά͵ τοὺς λέφαντας͵ μ΄ ἐκεῖνα ὁποὺ πάγει͵

σ΄ ἐκεῖνα γὰρ Ἀλέξανδρος περίσσια ἐξεπλάγη.

Ροῦχα τ΄ ἀλλάσσ΄ Ἀλέξανδρος μ΄ ὅλη τὴν ὄρεξή του

΄ς Πώρου φουσάτο γιὰ νὰ μπῆ͵ νὰ δῆ τὴ δύναμή του.

Ὡσὰν ἐμπῆκε Ἀλέξανδρος στὴ μέση τοῦ φουσάτου͵

ἐκεῖ τότε τὸν ἔπιασαν τοῦ Πώρου ἡ στρατιά του.

Ἐπῆραν τὸν Ἀλέξανδρον͵ θὲ νὰ τὸν ὑπαγαίνουν

σὲ Πῶρον γὰρ τὸν βασιλιά͵ ὀμπρός του τόνε φέρνουν.

Ὁ Πῶρος τὸν ἐρώτησε͵ λέγει του· «Πόθεν εἶσαι;

Εἰπές μου τὴν ἀλήθεια͵ τίποτες μὴ φοβῆσαι.»

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Στρατιώτης του γὰρ εἶμαι͵

τ΄ Ἀλέξανδρου π΄ ἀκούετε͵ ἡ σὴ δύναμις φοβεῖ με.»

Ὁ Πῶρος τότε εἶπε του· «Εἶδε με ὀφθαλμός σου͵

τὴν δύναμή μου τὸ λοιπὸν εἰπέ του τ΄ ἀφεντός σου.

Τί θέλει γιὰ νὰ μάχεται Ἀλέξανδρος μ΄ ἐμένα͵

τόσα φουσάτα τὸ λοιπὸν ὁπὄχω καμωμένα;»

Ὁ Πῶρος σὰν ἐμίλησε Ἀλέξανδρον ἀφήνει͵

κι Ἀλέξανδρος ἐσκόπησε τὴ δύναμή του κείνη.

Ἐδιάβη στὸ φουσάτο του͵ τέχνη κατασκευάζει͵

τεχνίτες εἶχε περισσούς͵ τότες τοὺς ὀρδινιάζει.

Χυτοὺς ἀνθρώπους ἔκαμε͵ κάρβουνα τοὺς γεμίζει͵

καὶ τὸ φουσάτο σίμωσε τοῦ Πώρου καὶ συγγίζει.

Ὁ Πῶρος γὰρ ἀπόλυσε τοὺς λέφας μὲ μανία͵

καὶ τούτους ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τους σ΄ ὀρδινία.

Ὡς εἴδασι γὰρ τὰ θηριὰ ἐκείνους ὁποὺ στέκουν͵

νομίζουν τ΄ εἶναι ἄνθρωποι͵ τὲς στῆλες περιπλέκουν.

Καὶ τὰ φουσάτα σμίξασι πόλεμον γιὰ νὰ κρούξουν͵

καὶ τὰ θηριὰ οὐδὲν τρομοῦν κανένα γιὰ νὰ γγίξουν.

Κ΄ ἐκρούσανε τὸν πόλεμον καθένας κ΄ ἐπολέμα͵

ἐκ τὰ κορμιά τους ἔβλεπες ὁπὄτρεχε τὸ αἷμα.

Ὁπὄναι ἄνδρας γὰρ καλός͵ μὲ τὸ κονδάρ΄ ἀμπώθει·

τ΄ ἄλογο τοῦ Ἀλέξανδρου ἐκεῖ γὰρ ἐσκοτώθη.

Εἴκοσι πέντε μέρες γὰρ ἐκεῖνοι πολεμοῦσαν͵

ἔξω στὸν κάμπον στέκασι καὶ πόλεμον βαροῦσαν.

Σὰν εἶδε ὁ Ἀλέξανδρος͵ φθέρνεται τὸ φουσάτο͵

κάμνουνε ἀνακάτωμα καὶ πᾶσι ἄνω κάτω͵

τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνησε γιὰ νὰ μονομαχήσουν͵

οἱ δυό τους τότες νὰ σταθοῦν ὡς γιὰ νὰ πολεμήσουν.

Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε μεγάλως τὸ ἐχάρη͵

νὰ πολεμήσ΄ Ἀλέξανδρον πάντα αὐτὸς ἐθάρρει·

γιατ΄ ἦτον μέγας στὸ κορμὶ κ΄ εἶχε καὶ πολιτεία͵

Ἀλέξανδρος ηὑρίσκετον μικρὸς στὴν ἡλικία.

Καὶ τότες ἀρματώθησαν οἱ δυὸ νὰ πολεμήσουν͵

στὴ μέση γὰρ ἐστάθησαν νὰ κονταροκτυπήσουν.

Ἐτότες ἀρχινήσασι͵ ἕνας τ΄ ἀλλοῦ κτυποῦσι͵

σάλπιγγες͵ ἄλλα βούκινα τότες ἐκεῖ βαροῦσι.

Ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε͵ θόρυβος γὰρ ἐγίνη͵

τοῦ Πώρου γὰρ οἱ στρατηγοὶ μαλώνουσιν ἐκεῖνοι.

Ὁ Πῶρος γὰρ ἐγύρισε νὰ δῆ τὴ στρατιά του͵

Ἀλέξανδρος γὰρ κονδαριὰ ἔδωκε στὰ πλευρά του.

Καὶ Πῶρον ἔτσ΄ ἐσκότωσε Λέξανδρος μὲ κονδάρι͵

ὁ Πῶρος δὲν τὸ ὄλπιζε͵ οὐδὲ ποσῶς τὸ θάρρει.

μὰ ἔκρενε στὸν λογισμὸν πὼς θέλει τὸν νικήσει͵

μὰ τώρα ἐνικῆσαν τον͵ δὲν ἔχει τί νὰ ποίση.

Καὶ ὅταν πάθη ὁ λωλός͵ τότε γιαμιὰ φροντίζει͵

ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔρχεται͵ καθάρια τὸ γνωρίζει.

Ἡ πρώτη γνώση τὸ λοιπὸν ἔναι ὁποὺ ὁρίζει͵

ἡ ξυστερνὴ μετάγνωση τίποτες δὲν ἀξίζει.

Σὰν εἴδασι οἱ στρατηγοὶ τὸν Πῶρον ποὺ σκοτώθη͵

ἀπὸ τὰ χέρι΄ Ἀλέξανδρου τὸ πὼς ἐθανατώθη͵

καὶ πάλι τὰ στρατεύματα τοῦ Πώρου πολεμοῦσι͵

τοὺς Μακεδόνες τὸ λοιπὸν αὐτεῖνοι τοὺς βαροῦσι.

Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Ἐσεῖς τί πολεμεῖτε;

Ἀφέντη σας ἐχάσατε͵ σὲ ποιὸν τώρα θαρρεῖτε;»

Κι αὐτεῖνοι πιλογήθησαν· «Νὰ μὴ χμαλωτιστοῦμε͵

ἡμεῖς στοὺς στρατιῶτες σου σκλάβοι νὰ μὴ γενοῦμε.»

Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Κάθεστε ΄ρηνεμένοι͵

ἀμέτε εἰς τὰ σπίτια σας ὅλοι λευθερωμένοι.»

Ἀκούοντα οἱ στρατηγοὶ πλέο δὲν πολεμοῦσι͵

μὰ ἔρχουνται σ΄ Ἀλέξανδρον͵ ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι.

Τότε ὅρισ΄ Ἀλέξανδρος τὸν Πῶρον ν΄ ἀναπάψουν͵

σ΄ ἕνα κιβούρι ὄμορφο μέσα νὰ τόνε θάψουν.

Τοῦ Πώρου γὰρ τὴν δύναμιν κι ὅλη τὴ στρατιά του

ἐπῆρε την Ἀλέξανδρος͵ κ΄ ἔναι στὸ θέλημά του.

Ἐμίσευσεν Ἀλέξανδρος͵ ἐκεῖ δὲν ἀνιμένει͵

στοὺς Ἐξηδάρκους πήγαινε διατ΄ ἦσαν ὁρισμένοι.

Καὶ δὲν ἐπήγαινε σ΄ αὐτοὺς διὰ νὰ πολεμήση͵

διότις ἤσανε γυμνοί͵ δὲν ἔχει τί τοὺς ποίσει.

Ἐκεῖνοι͵ λέγω͵ ἄνθρωποι ἦσαν σοφοὶ μεγάλοι͵

εἰς τῆς σοφιᾶς τὸ μάθημα οὐδὲν ηὑρίσκοντ΄ ἄλλοι.

Δραχμάνες γὰρ τοὺς λέγουσι κ΄ ἤτανε γυμνωμένοι͵

σοφίας γὰρ τὸ μάθημα πολλά ΄νιαι προκομμένοι.

Καλύβια εἶν τὰ σπίτια τους͵ σὲ σπήλαια κοιμοῦνται͵

νύκτα κ΄ ἡμέρα τὸ λοιπὸν τὸν θάνατον φοβοῦνται.

Ὡσὰν ἐμάθαν τὸ λοιπὸν Ἀλέξανδρος ἐμπαίνει͵

γραφὴ τότε τοῦ στείλασι γιὰ νά ΄νιαι φυλαμένοι·

«Δραχμάνες γυμνοσοφισταὶ σ΄ Ἀλέξανδρον μηνοῦμε͵

ἂ θέλης νά ΄λθης εἰς ἐμᾶς͵ τίποτες δὲν ψηφοῦμε.

Λοιπὸν τέλος σοῦ στέλνομε καὶ τοῦτο ἂ σ΄ ἀρέση͵

τίποτες ἡ στρατεία σου ΄ξ ἐμᾶς δὲ θὲ κερδαίσει.

Ἡμεῖς γυμνοὶ βρισκόμεστεν κ΄ ἔχομε στενωσία͵

ἄλλο δὲν ἔναι εἰς ἐμᾶς͵ εἴμητα γὰρ σοφία.

Ἂν ἔλθ΄ ἀγάπη εἰς ἐμᾶς κ΄ ἐμεῖς γιὰ νὰ σταθοῦμε͵

ἔχομε ῥωταπόκρισες νὰ σᾶς ἀποκριθοῦμε.»

Λοιπὸν ἐδιάβ΄ Ἀλέξανδρος εἰς αὔτους μὲ εἰρήνη

καὶ ἔδειξέ τους τὸ λοιπὸν πολλὴν εὐσπλαγχνοσύνη.

Ἀλέξανδρος τοὺς ἐρωτᾶ͵ σπήλαια εἶν ζωή τους·

αὐτεῖνοι ἀποκρίθησαν͵ αὐτά ΄νιαι κ΄ ἡ θανή τους.

Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ζωή ΄ναι πληθυσμένοι

ἐκεῖνοι π΄ ἀποθάνασι κ΄ εἶναι στὴ γῆ βαλμένοι;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Δὲν εἶν ἀποθαμένοι͵

διότις πάντα ἡ ψυχὴ ἀθάνατος γὰρ μένει.»

Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Θάνατος κυριεύει͵

ἢ ἡ ζωὴ καθολικὰ τὸν κόσμον ἀφεντεύει;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζωή ΄ναι ποὺ φροντίζει͵

αὐτείνη ἔναι τὸ λοιπὸν ὅλα ὁποὺ τὰ ΄ρίζει.»

Καὶ εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο διαβαίνει͵

ποὺ πασαένας τὸ λοιπὸν θάνατον ἀνιμένει;»

Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός· «Πλεώτερο ὁδεύει͵

ὅνταν ἐβγαίνη ἥλιος παρ΄ ὅντα βασιλεύη.»

Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ΄ναι πλεωτέρα͵

ἡ θάλασσα γὰρ ἢ ἡ γῆς͵ πὄναι στερεωτέρα;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Νερό ΄ναι ἀποπάνω͵

ἡ γῆς ἔναι πλεώτερη͵ τοῦτο σ΄ ἀναθιβάνω.»

Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὸ ζὸ πονηρεμένο

ἀπάνω σ΄ ὅλα τὸ λοιπὸν νά ΄ν διδασκαλεμένο;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἄνθρωπος ἒν π΄ ὁρίζει͵

εἴτι ἒν ἀπάνω εἰς τὴν γῆν αὐτὸς τὰ περιορίζει.»

Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο ἐγρικᾶται;»

Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός͵ ἀτός του ἀνοᾶται.

Καὶ εἶπε του· «Ἀλέξανδρε͵ τί πάγεις καὶ ταράσσεις͵

καὶ ἄλλων ζώων τὴν τροφὴ ὑπᾶς καὶ τὴν ἁρπάσσεις;»

Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν ποσῶς δὲν ἐθυμώθη͵

μᾶλλον͵ ΄ξ ἐκεῖνο πού ΄τονε͵ πλέο ἐταπεινώθη.

Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Τὸ τί ἔναι βασιλεία;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἔναι πλεονεξία.»

Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὰ ἔναι πλεωτέρα͵

ἡ νύξ͵ ὁπὄναι σκοτεινή͵ ἢ φωτεινὴ ἡμέρα;»

Ἐκεῖνοι τ΄ ἀποκρίθησαν· «Νὺξ ἔναι πλεωτέρα͵

διότις σκότος τὸ παιδὶ ἔχει εἰς τὴν γαστέρα.

Κι ἀπέκει ἔρχεται τὸ φῶς καὶ βλέπει τὴν ἡμέρα͵

τότε γνωρίζει τὸ λοιπὸν τοῦ κόσμου τὸν ἀέρα.»

Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Τί πράμα δὲν γελᾶται;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Θεὸς δὲν ἀπατᾶται.»

Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ΄ναι καλλιοτέρα͵

ἡ δεξιά͵ ὡσὰν ὑπά͵ ἢ ἡ ἀριστοτέρα;»

Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζερβὴ ἒν χαριτωμένη͵

διότι καὶ ὁ ἥλιος ἀριστερὰ παγαίνει͵

καὶ ἡ γυναίκα τὸ βυζὶ τ΄ ἀριστερό της πιάνει͵

ὁποὺ τὸ δίδει τοῦ παιδιοῦ κι αὐτεῖνο τὸ βυζάνει·

καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς͵ ὅπου καὶ ἂν σταθοῦσι͵

τὰ σκῆπτρα ὅλα βασιλειᾶς ἀριστερὰ κρατοῦσι.»

Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ἐκεῖ τοὺς συμμαζώνει͵

κ΄ εἶπε τους͵ ὅ͵τι θέλουσι καθένας͵ νὰ πληρώνη.

Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν· «Θάνατος ἔν σ΄ ἐσένα͵

γιατὶ γυρεύεις τὸ λοιπὸν τὰ πράματα τὰ ξένα.

Ὅλα τὰ θὲς ἀφήσει δῶ͵ τίποτες δὲν κερδαίνεις͵

ἄφες τοὺς στρατιῶτες σου͵ μηδὲν τοὺς παραδέρνης.»

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτα Θεὸς τὰ κάνει͵

ὀξ ἕνα τόπον παίρνει τα͵ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ βάνει.

Εἰς τοὺς θεοὺς ηὑρίσκομαι καὶ εἶμαι οἰκονόμος͵

αὐτεῖνοι μὲ ὁρίζουσι͵ σ΄ αὐτὰ οὐκ ἔναι νόμος.

Οὐδὲ ἡ θάλασσα λοιπὸν αὐτείνη οὐδὲν σέται͵

μά͵ σὰν φυσήση ἄνεμος͵ ἀρχίζει καὶ βρουχιέται.

Λοιπὸν ἡ ἄνω πρόνοια ὅλα τοῦτα τὰ κάνει͵

ἄλλος κερδαίνει μὲ χαρὰ κι ἄλλος μὲ λύπη χάνει.

Σὰν οἰκονόμος τὸ λοιπὸν τὰ πράματα γὰρ παίρνει͵

΄ξ ἕναν αὐθέντην παίρνει τα κ΄ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ φέρνει.»

Καὶ τοῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ ἀποχαιρέτησέ τους͵

ἀπόκειθεν ἐμίσευσε τότες καὶ ἄφησέ τους.