Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις,
κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 12η
συνέχεια
Κι ὁ Διονύσιος θεὸς ἐδῶθεν ἔδωξά τον͵
μὲ τὴ δική μου δύναμιν μακρὰ ἐξόρισά τον.
Οὐ μόνον συβουλεύω σε νὰ ΄λθῆς νὰ πολεμήσης͵
μὰ μάλιστα ὁρίζω σε ὀπίσω νὰ γυρίσης·
γιατὶ ἔσφαξες τὸν Δάρειον͵ τίποτες δὲν ψηφοῦμε͵
ἄνανδρον γὰρ ἐσκότωσες͵ μὰ γὼ δὲ σὲ φοβοῦμαι.
Λοιπὸν γύρισε γλήγορα͵ σύρε μὲ τὴν τιμή σου͵
τὴν δύναμίν σου τὸ λοιπὸν μέσα σου τὴν θυμήσου.»
Σὰν ἀναγνῶσαν τὴν γραφήν͵ πασάνας ἐπικράθη.
Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε κ΄ ἐστάθη
καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες μου͵ τοῦ Πώρου τὰ χαρτιά του
μηδὲν φοβῆστε τίποτες εἰς τὴν ἀλαζονειά του.
Καὶ δὲν θυμάστε Δάρειος πὄγραφε τόσα βάρη;
Ἔτσι τὸ ἔχουν τὸ λοιπὸν νὰ γράφουν οἱ βαρβάροι.
Θέλουν νὰ μεγαλύνωνται αὐτοὶ τῇ διανοίᾳ
καὶ ἐξ ὑστέρου πέφτουσι ΄ς μεγάλη γὰρ πενία.
Ὀλπίζω πρῶτον στοὺς θεούς͵ στὴν ἀνεξικακιά μας͵
δεύτερον στὴν ἀγάπην μας κ΄ εἰς τὴν ὁμόνοιά μας͵
ὄχι τὸν Πῶρον μοναχὸν ἐμεῖς νὰ πολεμοῦμε͵
ἀμὴ καὶ ἄλλους βασιλεῖς νὰ τοὺς ἀντισταθοῦμε.»
Καὶ ταῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ ὅλοι καλοκαρδίσαν͵
διὰ νὰ πᾶσι ΄ς πόλεμον ὅλοι τους ἀγαποῦσαν.
Καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τοῦ Πώρου καὶ τὴν στέλλει͵
ἐκεῖ ἔγραφεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει·
«Βασιλεὺς γὰρ Ἀλέξανδρος τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνει
(γραφὴν μὲ γνῶσιν ἔκαμε͵ τιμὴν καὶ σωφροσύνη).
Γίνωσκε͵ Πῶρο βασιλεῦ͵ ὅτ΄ ἡ ἐπιστολή σου
σὲ πόλεμον μ΄ ἀνάγκασε͵ αὐτείνη ἡ γραφή σου.
Καὶ λὲς ὅτ΄ εἶσαι πλούσιος κι ὁρίζεις δίχως κόπον͵
ἐγὼ ηὑρίσκομαι πτωχὸς καὶ ἐνδεὴς γὰρ τόπων.
Καὶ ἔχεις πολλά͵ λέγεις μου͵ καὶ εἶσαι ἀξιωμένος͵
νὰ πάρω θέλω ἀπὸ σὲν ἐγὼ ὁ στερημένος.
Καὶ λέγεις μου τ΄ εἶσαι θεός͵ καὶ τί ἔχω γιὰ νὰ ποίσω͵
μὰ γὼ θεὸν δὲν ἔρχομαι διὰ νὰ πολεμήσω͵
μὰ ἔρχομαι εἰς ἄνθρωπον κ΄ εἰς Πῶρον κομπωμένον͵
κ΄ εἰς βασιλιὰ ἀλάζονα͵ μάλιστα κ΄ ἐπηρμένον.
Γιὰ κεῖνα͵ ὁπού ἔκαμα͵ λέγεις οὐδὲν ποιᾶσαι͵
γιὰ Δάρειον ποὺ σκότωσα τίποτα δὲν φοβᾶσαι.
Τὰ λόγια σου τὰ εὔκαιρα λέγεις γιὰ νὰ φοβοῦμαι͵
οὐδὲ στὸν νοῦ μου βάνω τα͵ οὐδὲν τὰ ἐθυμοῦμαι͵
μὰ ἔρχομαι ἀπάνου σου μὲ δυνατοῦ ῥαβδίου͵
θαρρῶ νὰ πάθης τὸ λοιπὸν τὰ ὅμοια Δαρείου.»
Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε͵ στρατιά του τότες κράζει͵
καὶ ὅλα τὰ φουσάτα του εἰς πόλεμ΄ ὀρδινιάζει.
Ὀρδίνιασαν καὶ τὰ θηριὰ αὐτὰ νὰ πολεμήσουν͵
λέφαντες κι ἄλλες γενεές͵ σ΄ αὐτοὺς νὰ τ΄ ἀπολύσουν.
Τοῦ Πώρου ἐπλησίαζε φουσάτο του νὰ σώση͵
Ἀλέξανδρος θαυμάζεται τὴν δύναμιν τὴν τόση.
Οὐχὶ γιὰ τὴ στρατεία του καὶ διὰ τὸν λαόν του͵
οὐδὲν τὴν εἶχ΄ Ἀλέξανδρος αὐτείνη στὸν σκοπόν του͵
μὸν τὰ θηριά͵ τοὺς λέφαντας͵ μ΄ ἐκεῖνα ὁποὺ πάγει͵
σ΄ ἐκεῖνα γὰρ Ἀλέξανδρος περίσσια ἐξεπλάγη.
Ροῦχα τ΄ ἀλλάσσ΄ Ἀλέξανδρος μ΄ ὅλη τὴν ὄρεξή του
΄ς Πώρου φουσάτο γιὰ νὰ μπῆ͵ νὰ δῆ τὴ δύναμή του.
Ὡσὰν ἐμπῆκε Ἀλέξανδρος στὴ μέση τοῦ φουσάτου͵
ἐκεῖ τότε τὸν ἔπιασαν τοῦ Πώρου ἡ στρατιά του.
Ἐπῆραν τὸν Ἀλέξανδρον͵ θὲ νὰ τὸν ὑπαγαίνουν
σὲ Πῶρον γὰρ τὸν βασιλιά͵ ὀμπρός του τόνε φέρνουν.
Ὁ Πῶρος τὸν ἐρώτησε͵ λέγει του· «Πόθεν εἶσαι;
Εἰπές μου τὴν ἀλήθεια͵ τίποτες μὴ φοβῆσαι.»
Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Στρατιώτης του γὰρ εἶμαι͵
τ΄ Ἀλέξανδρου π΄ ἀκούετε͵ ἡ σὴ δύναμις φοβεῖ με.»
Ὁ Πῶρος τότε εἶπε του· «Εἶδε με ὀφθαλμός σου͵
τὴν δύναμή μου τὸ λοιπὸν εἰπέ του τ΄ ἀφεντός σου.
Τί θέλει γιὰ νὰ μάχεται Ἀλέξανδρος μ΄ ἐμένα͵
τόσα φουσάτα τὸ λοιπὸν ὁπὄχω καμωμένα;»
Ὁ Πῶρος σὰν ἐμίλησε Ἀλέξανδρον ἀφήνει͵
κι Ἀλέξανδρος ἐσκόπησε τὴ δύναμή του κείνη.
Ἐδιάβη στὸ φουσάτο του͵ τέχνη κατασκευάζει͵
τεχνίτες εἶχε περισσούς͵ τότες τοὺς ὀρδινιάζει.
Χυτοὺς ἀνθρώπους ἔκαμε͵ κάρβουνα τοὺς γεμίζει͵
καὶ τὸ φουσάτο σίμωσε τοῦ Πώρου καὶ συγγίζει.
Ὁ Πῶρος γὰρ ἀπόλυσε τοὺς λέφας μὲ μανία͵
καὶ τούτους ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τους σ΄ ὀρδινία.
Ὡς εἴδασι γὰρ τὰ θηριὰ ἐκείνους ὁποὺ στέκουν͵
νομίζουν τ΄ εἶναι ἄνθρωποι͵ τὲς στῆλες περιπλέκουν.
Καὶ τὰ φουσάτα σμίξασι πόλεμον γιὰ νὰ κρούξουν͵
καὶ τὰ θηριὰ οὐδὲν τρομοῦν κανένα γιὰ νὰ γγίξουν.
Κ΄ ἐκρούσανε τὸν πόλεμον καθένας κ΄ ἐπολέμα͵
ἐκ τὰ κορμιά τους ἔβλεπες ὁπὄτρεχε τὸ αἷμα.
Ὁπὄναι ἄνδρας γὰρ καλός͵ μὲ τὸ κονδάρ΄ ἀμπώθει·
τ΄ ἄλογο τοῦ Ἀλέξανδρου ἐκεῖ γὰρ ἐσκοτώθη.
Εἴκοσι πέντε μέρες γὰρ ἐκεῖνοι πολεμοῦσαν͵
ἔξω στὸν κάμπον στέκασι καὶ πόλεμον βαροῦσαν.
Σὰν εἶδε ὁ Ἀλέξανδρος͵ φθέρνεται τὸ φουσάτο͵
κάμνουνε ἀνακάτωμα καὶ πᾶσι ἄνω κάτω͵
τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνησε γιὰ νὰ μονομαχήσουν͵
οἱ δυό τους τότες νὰ σταθοῦν ὡς γιὰ νὰ πολεμήσουν.
Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε μεγάλως τὸ ἐχάρη͵
νὰ πολεμήσ΄ Ἀλέξανδρον πάντα αὐτὸς ἐθάρρει·
γιατ΄ ἦτον μέγας στὸ κορμὶ κ΄ εἶχε καὶ πολιτεία͵
Ἀλέξανδρος ηὑρίσκετον μικρὸς στὴν ἡλικία.
Καὶ τότες ἀρματώθησαν οἱ δυὸ νὰ πολεμήσουν͵
στὴ μέση γὰρ ἐστάθησαν νὰ κονταροκτυπήσουν.
Ἐτότες ἀρχινήσασι͵ ἕνας τ΄ ἀλλοῦ κτυποῦσι͵
σάλπιγγες͵ ἄλλα βούκινα τότες ἐκεῖ βαροῦσι.
Ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε͵ θόρυβος γὰρ ἐγίνη͵
τοῦ Πώρου γὰρ οἱ στρατηγοὶ μαλώνουσιν ἐκεῖνοι.
Ὁ Πῶρος γὰρ ἐγύρισε νὰ δῆ τὴ στρατιά του͵
Ἀλέξανδρος γὰρ κονδαριὰ ἔδωκε στὰ πλευρά του.
Καὶ Πῶρον ἔτσ΄ ἐσκότωσε Λέξανδρος μὲ κονδάρι͵
ὁ Πῶρος δὲν τὸ ὄλπιζε͵ οὐδὲ ποσῶς τὸ θάρρει.
μὰ ἔκρενε στὸν λογισμὸν πὼς θέλει τὸν νικήσει͵
μὰ τώρα ἐνικῆσαν τον͵ δὲν ἔχει τί νὰ ποίση.
Καὶ ὅταν πάθη ὁ λωλός͵ τότε γιαμιὰ φροντίζει͵
ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔρχεται͵ καθάρια τὸ γνωρίζει.
Ἡ πρώτη γνώση τὸ λοιπὸν ἔναι ὁποὺ ὁρίζει͵
ἡ ξυστερνὴ μετάγνωση τίποτες δὲν ἀξίζει.
Σὰν εἴδασι οἱ στρατηγοὶ τὸν Πῶρον ποὺ σκοτώθη͵
ἀπὸ τὰ χέρι΄ Ἀλέξανδρου τὸ πὼς ἐθανατώθη͵
καὶ πάλι τὰ στρατεύματα τοῦ Πώρου πολεμοῦσι͵
τοὺς Μακεδόνες τὸ λοιπὸν αὐτεῖνοι τοὺς βαροῦσι.
Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Ἐσεῖς τί πολεμεῖτε;
Ἀφέντη σας ἐχάσατε͵ σὲ ποιὸν τώρα θαρρεῖτε;»
Κι αὐτεῖνοι πιλογήθησαν· «Νὰ μὴ χμαλωτιστοῦμε͵
ἡμεῖς στοὺς στρατιῶτες σου σκλάβοι νὰ μὴ γενοῦμε.»
Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Κάθεστε ΄ρηνεμένοι͵
ἀμέτε εἰς τὰ σπίτια σας ὅλοι λευθερωμένοι.»
Ἀκούοντα οἱ στρατηγοὶ πλέο δὲν πολεμοῦσι͵
μὰ ἔρχουνται σ΄ Ἀλέξανδρον͵ ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι.
Τότε ὅρισ΄ Ἀλέξανδρος τὸν Πῶρον ν΄ ἀναπάψουν͵
σ΄ ἕνα κιβούρι ὄμορφο μέσα νὰ τόνε θάψουν.
Τοῦ Πώρου γὰρ τὴν δύναμιν κι ὅλη τὴ στρατιά του
ἐπῆρε την Ἀλέξανδρος͵ κ΄ ἔναι στὸ θέλημά του.
Ἐμίσευσεν Ἀλέξανδρος͵ ἐκεῖ δὲν ἀνιμένει͵
στοὺς Ἐξηδάρκους πήγαινε διατ΄ ἦσαν ὁρισμένοι.
Καὶ δὲν ἐπήγαινε σ΄ αὐτοὺς διὰ νὰ πολεμήση͵
διότις ἤσανε γυμνοί͵ δὲν ἔχει τί τοὺς ποίσει.
Ἐκεῖνοι͵ λέγω͵ ἄνθρωποι ἦσαν σοφοὶ μεγάλοι͵
εἰς τῆς σοφιᾶς τὸ μάθημα οὐδὲν ηὑρίσκοντ΄ ἄλλοι.
Δραχμάνες γὰρ τοὺς λέγουσι κ΄ ἤτανε γυμνωμένοι͵
σοφίας γὰρ τὸ μάθημα πολλά ΄νιαι προκομμένοι.
Καλύβια εἶν τὰ σπίτια τους͵ σὲ σπήλαια κοιμοῦνται͵
νύκτα κ΄ ἡμέρα τὸ λοιπὸν τὸν θάνατον φοβοῦνται.
Ὡσὰν ἐμάθαν τὸ λοιπὸν Ἀλέξανδρος ἐμπαίνει͵
γραφὴ τότε τοῦ στείλασι γιὰ νά ΄νιαι φυλαμένοι·
«Δραχμάνες γυμνοσοφισταὶ σ΄ Ἀλέξανδρον μηνοῦμε͵
ἂ θέλης νά ΄λθης εἰς ἐμᾶς͵ τίποτες δὲν ψηφοῦμε.
Λοιπὸν τέλος σοῦ στέλνομε καὶ τοῦτο ἂ σ΄ ἀρέση͵
τίποτες ἡ στρατεία σου ΄ξ ἐμᾶς δὲ θὲ κερδαίσει.
Ἡμεῖς γυμνοὶ βρισκόμεστεν κ΄ ἔχομε στενωσία͵
ἄλλο δὲν ἔναι εἰς ἐμᾶς͵ εἴμητα γὰρ σοφία.
Ἂν ἔλθ΄ ἀγάπη εἰς ἐμᾶς κ΄ ἐμεῖς γιὰ νὰ σταθοῦμε͵
ἔχομε ῥωταπόκρισες νὰ σᾶς ἀποκριθοῦμε.»
Λοιπὸν ἐδιάβ΄ Ἀλέξανδρος εἰς αὔτους μὲ εἰρήνη
καὶ ἔδειξέ τους τὸ λοιπὸν πολλὴν εὐσπλαγχνοσύνη.
Ἀλέξανδρος τοὺς ἐρωτᾶ͵ σπήλαια εἶν ζωή τους·
αὐτεῖνοι ἀποκρίθησαν͵ αὐτά ΄νιαι κ΄ ἡ θανή τους.
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ζωή ΄ναι πληθυσμένοι
ἐκεῖνοι π΄ ἀποθάνασι κ΄ εἶναι στὴ γῆ βαλμένοι;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Δὲν εἶν ἀποθαμένοι͵
διότις πάντα ἡ ψυχὴ ἀθάνατος γὰρ μένει.»
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Θάνατος κυριεύει͵
ἢ ἡ ζωὴ καθολικὰ τὸν κόσμον ἀφεντεύει;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζωή ΄ναι ποὺ φροντίζει͵
αὐτείνη ἔναι τὸ λοιπὸν ὅλα ὁποὺ τὰ ΄ρίζει.»
Καὶ εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο διαβαίνει͵
ποὺ πασαένας τὸ λοιπὸν θάνατον ἀνιμένει;»
Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός· «Πλεώτερο ὁδεύει͵
ὅνταν ἐβγαίνη ἥλιος παρ΄ ὅντα βασιλεύη.»
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ΄ναι πλεωτέρα͵
ἡ θάλασσα γὰρ ἢ ἡ γῆς͵ πὄναι στερεωτέρα;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Νερό ΄ναι ἀποπάνω͵
ἡ γῆς ἔναι πλεώτερη͵ τοῦτο σ΄ ἀναθιβάνω.»
Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὸ ζὸ πονηρεμένο
ἀπάνω σ΄ ὅλα τὸ λοιπὸν νά ΄ν διδασκαλεμένο;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἄνθρωπος ἒν π΄ ὁρίζει͵
εἴτι ἒν ἀπάνω εἰς τὴν γῆν αὐτὸς τὰ περιορίζει.»
Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο ἐγρικᾶται;»
Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός͵ ἀτός του ἀνοᾶται.
Καὶ εἶπε του· «Ἀλέξανδρε͵ τί πάγεις καὶ ταράσσεις͵
καὶ ἄλλων ζώων τὴν τροφὴ ὑπᾶς καὶ τὴν ἁρπάσσεις;»
Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν ποσῶς δὲν ἐθυμώθη͵
μᾶλλον͵ ΄ξ ἐκεῖνο πού ΄τονε͵ πλέο ἐταπεινώθη.
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Τὸ τί ἔναι βασιλεία;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἔναι πλεονεξία.»
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὰ ἔναι πλεωτέρα͵
ἡ νύξ͵ ὁπὄναι σκοτεινή͵ ἢ φωτεινὴ ἡμέρα;»
Ἐκεῖνοι τ΄ ἀποκρίθησαν· «Νὺξ ἔναι πλεωτέρα͵
διότις σκότος τὸ παιδὶ ἔχει εἰς τὴν γαστέρα.
Κι ἀπέκει ἔρχεται τὸ φῶς καὶ βλέπει τὴν ἡμέρα͵
τότε γνωρίζει τὸ λοιπὸν τοῦ κόσμου τὸν ἀέρα.»
Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Τί πράμα δὲν γελᾶται;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Θεὸς δὲν ἀπατᾶται.»
Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ΄ναι καλλιοτέρα͵
ἡ δεξιά͵ ὡσὰν ὑπά͵ ἢ ἡ ἀριστοτέρα;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζερβὴ ἒν χαριτωμένη͵
διότι καὶ ὁ ἥλιος ἀριστερὰ παγαίνει͵
καὶ ἡ γυναίκα τὸ βυζὶ τ΄ ἀριστερό της πιάνει͵
ὁποὺ τὸ δίδει τοῦ παιδιοῦ κι αὐτεῖνο τὸ βυζάνει·
καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς͵ ὅπου καὶ ἂν σταθοῦσι͵
τὰ σκῆπτρα ὅλα βασιλειᾶς ἀριστερὰ κρατοῦσι.»
Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ἐκεῖ τοὺς συμμαζώνει͵
κ΄ εἶπε τους͵ ὅ͵τι θέλουσι καθένας͵ νὰ πληρώνη.
Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν· «Θάνατος ἔν σ΄ ἐσένα͵
γιατὶ γυρεύεις τὸ λοιπὸν τὰ πράματα τὰ ξένα.
Ὅλα τὰ θὲς ἀφήσει δῶ͵ τίποτες δὲν κερδαίνεις͵
ἄφες τοὺς στρατιῶτες σου͵ μηδὲν τοὺς παραδέρνης.»
Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτα Θεὸς τὰ κάνει͵
ὀξ ἕνα τόπον παίρνει τα͵ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ βάνει.
Εἰς τοὺς θεοὺς ηὑρίσκομαι καὶ εἶμαι οἰκονόμος͵
αὐτεῖνοι μὲ ὁρίζουσι͵ σ΄ αὐτὰ οὐκ ἔναι νόμος.
Οὐδὲ ἡ θάλασσα λοιπὸν αὐτείνη οὐδὲν σέται͵
μά͵ σὰν φυσήση ἄνεμος͵ ἀρχίζει καὶ βρουχιέται.
Λοιπὸν ἡ ἄνω πρόνοια ὅλα τοῦτα τὰ κάνει͵
ἄλλος κερδαίνει μὲ χαρὰ κι ἄλλος μὲ λύπη χάνει.
Σὰν οἰκονόμος τὸ λοιπὸν τὰ πράματα γὰρ παίρνει͵
΄ξ ἕναν αὐθέντην παίρνει τα κ΄ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ φέρνει.»
Καὶ τοῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ ἀποχαιρέτησέ τους͵
ἀπόκειθεν ἐμίσευσε τότες καὶ ἄφησέ τους.
Κι ὁ Διονύσιος θεὸς ἐδῶθεν ἔδωξά τον͵
μὲ τὴ δική μου δύναμιν μακρὰ ἐξόρισά τον.
Οὐ μόνον συβουλεύω σε νὰ ΄λθῆς νὰ πολεμήσης͵
μὰ μάλιστα ὁρίζω σε ὀπίσω νὰ γυρίσης·
γιατὶ ἔσφαξες τὸν Δάρειον͵ τίποτες δὲν ψηφοῦμε͵
ἄνανδρον γὰρ ἐσκότωσες͵ μὰ γὼ δὲ σὲ φοβοῦμαι.
Λοιπὸν γύρισε γλήγορα͵ σύρε μὲ τὴν τιμή σου͵
τὴν δύναμίν σου τὸ λοιπὸν μέσα σου τὴν θυμήσου.»
Σὰν ἀναγνῶσαν τὴν γραφήν͵ πασάνας ἐπικράθη.
Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε κ΄ ἐστάθη
καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες μου͵ τοῦ Πώρου τὰ χαρτιά του
μηδὲν φοβῆστε τίποτες εἰς τὴν ἀλαζονειά του.
Καὶ δὲν θυμάστε Δάρειος πὄγραφε τόσα βάρη;
Ἔτσι τὸ ἔχουν τὸ λοιπὸν νὰ γράφουν οἱ βαρβάροι.
Θέλουν νὰ μεγαλύνωνται αὐτοὶ τῇ διανοίᾳ
καὶ ἐξ ὑστέρου πέφτουσι ΄ς μεγάλη γὰρ πενία.
Ὀλπίζω πρῶτον στοὺς θεούς͵ στὴν ἀνεξικακιά μας͵
δεύτερον στὴν ἀγάπην μας κ΄ εἰς τὴν ὁμόνοιά μας͵
ὄχι τὸν Πῶρον μοναχὸν ἐμεῖς νὰ πολεμοῦμε͵
ἀμὴ καὶ ἄλλους βασιλεῖς νὰ τοὺς ἀντισταθοῦμε.»
Καὶ ταῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ ὅλοι καλοκαρδίσαν͵
διὰ νὰ πᾶσι ΄ς πόλεμον ὅλοι τους ἀγαποῦσαν.
Καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τοῦ Πώρου καὶ τὴν στέλλει͵
ἐκεῖ ἔγραφεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει·
«Βασιλεὺς γὰρ Ἀλέξανδρος τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνει
(γραφὴν μὲ γνῶσιν ἔκαμε͵ τιμὴν καὶ σωφροσύνη).
Γίνωσκε͵ Πῶρο βασιλεῦ͵ ὅτ΄ ἡ ἐπιστολή σου
σὲ πόλεμον μ΄ ἀνάγκασε͵ αὐτείνη ἡ γραφή σου.
Καὶ λὲς ὅτ΄ εἶσαι πλούσιος κι ὁρίζεις δίχως κόπον͵
ἐγὼ ηὑρίσκομαι πτωχὸς καὶ ἐνδεὴς γὰρ τόπων.
Καὶ ἔχεις πολλά͵ λέγεις μου͵ καὶ εἶσαι ἀξιωμένος͵
νὰ πάρω θέλω ἀπὸ σὲν ἐγὼ ὁ στερημένος.
Καὶ λέγεις μου τ΄ εἶσαι θεός͵ καὶ τί ἔχω γιὰ νὰ ποίσω͵
μὰ γὼ θεὸν δὲν ἔρχομαι διὰ νὰ πολεμήσω͵
μὰ ἔρχομαι εἰς ἄνθρωπον κ΄ εἰς Πῶρον κομπωμένον͵
κ΄ εἰς βασιλιὰ ἀλάζονα͵ μάλιστα κ΄ ἐπηρμένον.
Γιὰ κεῖνα͵ ὁπού ἔκαμα͵ λέγεις οὐδὲν ποιᾶσαι͵
γιὰ Δάρειον ποὺ σκότωσα τίποτα δὲν φοβᾶσαι.
Τὰ λόγια σου τὰ εὔκαιρα λέγεις γιὰ νὰ φοβοῦμαι͵
οὐδὲ στὸν νοῦ μου βάνω τα͵ οὐδὲν τὰ ἐθυμοῦμαι͵
μὰ ἔρχομαι ἀπάνου σου μὲ δυνατοῦ ῥαβδίου͵
θαρρῶ νὰ πάθης τὸ λοιπὸν τὰ ὅμοια Δαρείου.»
Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε͵ στρατιά του τότες κράζει͵
καὶ ὅλα τὰ φουσάτα του εἰς πόλεμ΄ ὀρδινιάζει.
Ὀρδίνιασαν καὶ τὰ θηριὰ αὐτὰ νὰ πολεμήσουν͵
λέφαντες κι ἄλλες γενεές͵ σ΄ αὐτοὺς νὰ τ΄ ἀπολύσουν.
Τοῦ Πώρου ἐπλησίαζε φουσάτο του νὰ σώση͵
Ἀλέξανδρος θαυμάζεται τὴν δύναμιν τὴν τόση.
Οὐχὶ γιὰ τὴ στρατεία του καὶ διὰ τὸν λαόν του͵
οὐδὲν τὴν εἶχ΄ Ἀλέξανδρος αὐτείνη στὸν σκοπόν του͵
μὸν τὰ θηριά͵ τοὺς λέφαντας͵ μ΄ ἐκεῖνα ὁποὺ πάγει͵
σ΄ ἐκεῖνα γὰρ Ἀλέξανδρος περίσσια ἐξεπλάγη.
Ροῦχα τ΄ ἀλλάσσ΄ Ἀλέξανδρος μ΄ ὅλη τὴν ὄρεξή του
΄ς Πώρου φουσάτο γιὰ νὰ μπῆ͵ νὰ δῆ τὴ δύναμή του.
Ὡσὰν ἐμπῆκε Ἀλέξανδρος στὴ μέση τοῦ φουσάτου͵
ἐκεῖ τότε τὸν ἔπιασαν τοῦ Πώρου ἡ στρατιά του.
Ἐπῆραν τὸν Ἀλέξανδρον͵ θὲ νὰ τὸν ὑπαγαίνουν
σὲ Πῶρον γὰρ τὸν βασιλιά͵ ὀμπρός του τόνε φέρνουν.
Ὁ Πῶρος τὸν ἐρώτησε͵ λέγει του· «Πόθεν εἶσαι;
Εἰπές μου τὴν ἀλήθεια͵ τίποτες μὴ φοβῆσαι.»
Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Στρατιώτης του γὰρ εἶμαι͵
τ΄ Ἀλέξανδρου π΄ ἀκούετε͵ ἡ σὴ δύναμις φοβεῖ με.»
Ὁ Πῶρος τότε εἶπε του· «Εἶδε με ὀφθαλμός σου͵
τὴν δύναμή μου τὸ λοιπὸν εἰπέ του τ΄ ἀφεντός σου.
Τί θέλει γιὰ νὰ μάχεται Ἀλέξανδρος μ΄ ἐμένα͵
τόσα φουσάτα τὸ λοιπὸν ὁπὄχω καμωμένα;»
Ὁ Πῶρος σὰν ἐμίλησε Ἀλέξανδρον ἀφήνει͵
κι Ἀλέξανδρος ἐσκόπησε τὴ δύναμή του κείνη.
Ἐδιάβη στὸ φουσάτο του͵ τέχνη κατασκευάζει͵
τεχνίτες εἶχε περισσούς͵ τότες τοὺς ὀρδινιάζει.
Χυτοὺς ἀνθρώπους ἔκαμε͵ κάρβουνα τοὺς γεμίζει͵
καὶ τὸ φουσάτο σίμωσε τοῦ Πώρου καὶ συγγίζει.
Ὁ Πῶρος γὰρ ἀπόλυσε τοὺς λέφας μὲ μανία͵
καὶ τούτους ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τους σ΄ ὀρδινία.
Ὡς εἴδασι γὰρ τὰ θηριὰ ἐκείνους ὁποὺ στέκουν͵
νομίζουν τ΄ εἶναι ἄνθρωποι͵ τὲς στῆλες περιπλέκουν.
Καὶ τὰ φουσάτα σμίξασι πόλεμον γιὰ νὰ κρούξουν͵
καὶ τὰ θηριὰ οὐδὲν τρομοῦν κανένα γιὰ νὰ γγίξουν.
Κ΄ ἐκρούσανε τὸν πόλεμον καθένας κ΄ ἐπολέμα͵
ἐκ τὰ κορμιά τους ἔβλεπες ὁπὄτρεχε τὸ αἷμα.
Ὁπὄναι ἄνδρας γὰρ καλός͵ μὲ τὸ κονδάρ΄ ἀμπώθει·
τ΄ ἄλογο τοῦ Ἀλέξανδρου ἐκεῖ γὰρ ἐσκοτώθη.
Εἴκοσι πέντε μέρες γὰρ ἐκεῖνοι πολεμοῦσαν͵
ἔξω στὸν κάμπον στέκασι καὶ πόλεμον βαροῦσαν.
Σὰν εἶδε ὁ Ἀλέξανδρος͵ φθέρνεται τὸ φουσάτο͵
κάμνουνε ἀνακάτωμα καὶ πᾶσι ἄνω κάτω͵
τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνησε γιὰ νὰ μονομαχήσουν͵
οἱ δυό τους τότες νὰ σταθοῦν ὡς γιὰ νὰ πολεμήσουν.
Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε μεγάλως τὸ ἐχάρη͵
νὰ πολεμήσ΄ Ἀλέξανδρον πάντα αὐτὸς ἐθάρρει·
γιατ΄ ἦτον μέγας στὸ κορμὶ κ΄ εἶχε καὶ πολιτεία͵
Ἀλέξανδρος ηὑρίσκετον μικρὸς στὴν ἡλικία.
Καὶ τότες ἀρματώθησαν οἱ δυὸ νὰ πολεμήσουν͵
στὴ μέση γὰρ ἐστάθησαν νὰ κονταροκτυπήσουν.
Ἐτότες ἀρχινήσασι͵ ἕνας τ΄ ἀλλοῦ κτυποῦσι͵
σάλπιγγες͵ ἄλλα βούκινα τότες ἐκεῖ βαροῦσι.
Ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε͵ θόρυβος γὰρ ἐγίνη͵
τοῦ Πώρου γὰρ οἱ στρατηγοὶ μαλώνουσιν ἐκεῖνοι.
Ὁ Πῶρος γὰρ ἐγύρισε νὰ δῆ τὴ στρατιά του͵
Ἀλέξανδρος γὰρ κονδαριὰ ἔδωκε στὰ πλευρά του.
Καὶ Πῶρον ἔτσ΄ ἐσκότωσε Λέξανδρος μὲ κονδάρι͵
ὁ Πῶρος δὲν τὸ ὄλπιζε͵ οὐδὲ ποσῶς τὸ θάρρει.
μὰ ἔκρενε στὸν λογισμὸν πὼς θέλει τὸν νικήσει͵
μὰ τώρα ἐνικῆσαν τον͵ δὲν ἔχει τί νὰ ποίση.
Καὶ ὅταν πάθη ὁ λωλός͵ τότε γιαμιὰ φροντίζει͵
ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔρχεται͵ καθάρια τὸ γνωρίζει.
Ἡ πρώτη γνώση τὸ λοιπὸν ἔναι ὁποὺ ὁρίζει͵
ἡ ξυστερνὴ μετάγνωση τίποτες δὲν ἀξίζει.
Σὰν εἴδασι οἱ στρατηγοὶ τὸν Πῶρον ποὺ σκοτώθη͵
ἀπὸ τὰ χέρι΄ Ἀλέξανδρου τὸ πὼς ἐθανατώθη͵
καὶ πάλι τὰ στρατεύματα τοῦ Πώρου πολεμοῦσι͵
τοὺς Μακεδόνες τὸ λοιπὸν αὐτεῖνοι τοὺς βαροῦσι.
Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Ἐσεῖς τί πολεμεῖτε;
Ἀφέντη σας ἐχάσατε͵ σὲ ποιὸν τώρα θαρρεῖτε;»
Κι αὐτεῖνοι πιλογήθησαν· «Νὰ μὴ χμαλωτιστοῦμε͵
ἡμεῖς στοὺς στρατιῶτες σου σκλάβοι νὰ μὴ γενοῦμε.»
Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Κάθεστε ΄ρηνεμένοι͵
ἀμέτε εἰς τὰ σπίτια σας ὅλοι λευθερωμένοι.»
Ἀκούοντα οἱ στρατηγοὶ πλέο δὲν πολεμοῦσι͵
μὰ ἔρχουνται σ΄ Ἀλέξανδρον͵ ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι.
Τότε ὅρισ΄ Ἀλέξανδρος τὸν Πῶρον ν΄ ἀναπάψουν͵
σ΄ ἕνα κιβούρι ὄμορφο μέσα νὰ τόνε θάψουν.
Τοῦ Πώρου γὰρ τὴν δύναμιν κι ὅλη τὴ στρατιά του
ἐπῆρε την Ἀλέξανδρος͵ κ΄ ἔναι στὸ θέλημά του.
Ἐμίσευσεν Ἀλέξανδρος͵ ἐκεῖ δὲν ἀνιμένει͵
στοὺς Ἐξηδάρκους πήγαινε διατ΄ ἦσαν ὁρισμένοι.
Καὶ δὲν ἐπήγαινε σ΄ αὐτοὺς διὰ νὰ πολεμήση͵
διότις ἤσανε γυμνοί͵ δὲν ἔχει τί τοὺς ποίσει.
Ἐκεῖνοι͵ λέγω͵ ἄνθρωποι ἦσαν σοφοὶ μεγάλοι͵
εἰς τῆς σοφιᾶς τὸ μάθημα οὐδὲν ηὑρίσκοντ΄ ἄλλοι.
Δραχμάνες γὰρ τοὺς λέγουσι κ΄ ἤτανε γυμνωμένοι͵
σοφίας γὰρ τὸ μάθημα πολλά ΄νιαι προκομμένοι.
Καλύβια εἶν τὰ σπίτια τους͵ σὲ σπήλαια κοιμοῦνται͵
νύκτα κ΄ ἡμέρα τὸ λοιπὸν τὸν θάνατον φοβοῦνται.
Ὡσὰν ἐμάθαν τὸ λοιπὸν Ἀλέξανδρος ἐμπαίνει͵
γραφὴ τότε τοῦ στείλασι γιὰ νά ΄νιαι φυλαμένοι·
«Δραχμάνες γυμνοσοφισταὶ σ΄ Ἀλέξανδρον μηνοῦμε͵
ἂ θέλης νά ΄λθης εἰς ἐμᾶς͵ τίποτες δὲν ψηφοῦμε.
Λοιπὸν τέλος σοῦ στέλνομε καὶ τοῦτο ἂ σ΄ ἀρέση͵
τίποτες ἡ στρατεία σου ΄ξ ἐμᾶς δὲ θὲ κερδαίσει.
Ἡμεῖς γυμνοὶ βρισκόμεστεν κ΄ ἔχομε στενωσία͵
ἄλλο δὲν ἔναι εἰς ἐμᾶς͵ εἴμητα γὰρ σοφία.
Ἂν ἔλθ΄ ἀγάπη εἰς ἐμᾶς κ΄ ἐμεῖς γιὰ νὰ σταθοῦμε͵
ἔχομε ῥωταπόκρισες νὰ σᾶς ἀποκριθοῦμε.»
Λοιπὸν ἐδιάβ΄ Ἀλέξανδρος εἰς αὔτους μὲ εἰρήνη
καὶ ἔδειξέ τους τὸ λοιπὸν πολλὴν εὐσπλαγχνοσύνη.
Ἀλέξανδρος τοὺς ἐρωτᾶ͵ σπήλαια εἶν ζωή τους·
αὐτεῖνοι ἀποκρίθησαν͵ αὐτά ΄νιαι κ΄ ἡ θανή τους.
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ζωή ΄ναι πληθυσμένοι
ἐκεῖνοι π΄ ἀποθάνασι κ΄ εἶναι στὴ γῆ βαλμένοι;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Δὲν εἶν ἀποθαμένοι͵
διότις πάντα ἡ ψυχὴ ἀθάνατος γὰρ μένει.»
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Θάνατος κυριεύει͵
ἢ ἡ ζωὴ καθολικὰ τὸν κόσμον ἀφεντεύει;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζωή ΄ναι ποὺ φροντίζει͵
αὐτείνη ἔναι τὸ λοιπὸν ὅλα ὁποὺ τὰ ΄ρίζει.»
Καὶ εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο διαβαίνει͵
ποὺ πασαένας τὸ λοιπὸν θάνατον ἀνιμένει;»
Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός· «Πλεώτερο ὁδεύει͵
ὅνταν ἐβγαίνη ἥλιος παρ΄ ὅντα βασιλεύη.»
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ΄ναι πλεωτέρα͵
ἡ θάλασσα γὰρ ἢ ἡ γῆς͵ πὄναι στερεωτέρα;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Νερό ΄ναι ἀποπάνω͵
ἡ γῆς ἔναι πλεώτερη͵ τοῦτο σ΄ ἀναθιβάνω.»
Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὸ ζὸ πονηρεμένο
ἀπάνω σ΄ ὅλα τὸ λοιπὸν νά ΄ν διδασκαλεμένο;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἄνθρωπος ἒν π΄ ὁρίζει͵
εἴτι ἒν ἀπάνω εἰς τὴν γῆν αὐτὸς τὰ περιορίζει.»
Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο ἐγρικᾶται;»
Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός͵ ἀτός του ἀνοᾶται.
Καὶ εἶπε του· «Ἀλέξανδρε͵ τί πάγεις καὶ ταράσσεις͵
καὶ ἄλλων ζώων τὴν τροφὴ ὑπᾶς καὶ τὴν ἁρπάσσεις;»
Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν ποσῶς δὲν ἐθυμώθη͵
μᾶλλον͵ ΄ξ ἐκεῖνο πού ΄τονε͵ πλέο ἐταπεινώθη.
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Τὸ τί ἔναι βασιλεία;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἔναι πλεονεξία.»
Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὰ ἔναι πλεωτέρα͵
ἡ νύξ͵ ὁπὄναι σκοτεινή͵ ἢ φωτεινὴ ἡμέρα;»
Ἐκεῖνοι τ΄ ἀποκρίθησαν· «Νὺξ ἔναι πλεωτέρα͵
διότις σκότος τὸ παιδὶ ἔχει εἰς τὴν γαστέρα.
Κι ἀπέκει ἔρχεται τὸ φῶς καὶ βλέπει τὴν ἡμέρα͵
τότε γνωρίζει τὸ λοιπὸν τοῦ κόσμου τὸν ἀέρα.»
Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Τί πράμα δὲν γελᾶται;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Θεὸς δὲν ἀπατᾶται.»
Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ΄ναι καλλιοτέρα͵
ἡ δεξιά͵ ὡσὰν ὑπά͵ ἢ ἡ ἀριστοτέρα;»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζερβὴ ἒν χαριτωμένη͵
διότι καὶ ὁ ἥλιος ἀριστερὰ παγαίνει͵
καὶ ἡ γυναίκα τὸ βυζὶ τ΄ ἀριστερό της πιάνει͵
ὁποὺ τὸ δίδει τοῦ παιδιοῦ κι αὐτεῖνο τὸ βυζάνει·
καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς͵ ὅπου καὶ ἂν σταθοῦσι͵
τὰ σκῆπτρα ὅλα βασιλειᾶς ἀριστερὰ κρατοῦσι.»
Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ἐκεῖ τοὺς συμμαζώνει͵
κ΄ εἶπε τους͵ ὅ͵τι θέλουσι καθένας͵ νὰ πληρώνη.
Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν· «Θάνατος ἔν σ΄ ἐσένα͵
γιατὶ γυρεύεις τὸ λοιπὸν τὰ πράματα τὰ ξένα.
Ὅλα τὰ θὲς ἀφήσει δῶ͵ τίποτες δὲν κερδαίνεις͵
ἄφες τοὺς στρατιῶτες σου͵ μηδὲν τοὺς παραδέρνης.»
Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτα Θεὸς τὰ κάνει͵
ὀξ ἕνα τόπον παίρνει τα͵ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ βάνει.
Εἰς τοὺς θεοὺς ηὑρίσκομαι καὶ εἶμαι οἰκονόμος͵
αὐτεῖνοι μὲ ὁρίζουσι͵ σ΄ αὐτὰ οὐκ ἔναι νόμος.
Οὐδὲ ἡ θάλασσα λοιπὸν αὐτείνη οὐδὲν σέται͵
μά͵ σὰν φυσήση ἄνεμος͵ ἀρχίζει καὶ βρουχιέται.
Λοιπὸν ἡ ἄνω πρόνοια ὅλα τοῦτα τὰ κάνει͵
ἄλλος κερδαίνει μὲ χαρὰ κι ἄλλος μὲ λύπη χάνει.
Σὰν οἰκονόμος τὸ λοιπὸν τὰ πράματα γὰρ παίρνει͵
΄ξ ἕναν αὐθέντην παίρνει τα κ΄ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ φέρνει.»
Καὶ τοῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος͵ ἀποχαιρέτησέ τους͵
ἀπόκειθεν ἐμίσευσε τότες καὶ ἄφησέ τους.