Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις,
κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 13η
συνέχεια
Ἔγραψε τότ΄ ἐπιστολὴ εἰς τὸν διδάσκαλόν του͵
τ΄ Ἀριστοτέλη τὸ λοιπόν͵ ἀπὸ τὸ μερτικόν του.
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τιμίῳ Ριστοτέλει͵
ὁ μαθητής σ΄ Ἀλέξανδρος χαιρετισμὸν σοῦ στέλλει.
Νὰ γράψω ἐπεθύμησα ἐσένα τί ἐγίνη
στὴν χώραν γὰρ τὴν Ἰνδικήν͵ ὁπὄκαμαν ἐκεῖνοι.
Παίρνω καμπόσους ἐξ ἐμᾶς͵ ΄ς κάτεργα μέσα μπαίνω͵
εἰς περιγιάλι τὸ λοιπὸν πάγω κ΄ ἐκεῖ ἐβγαίνω.
Ἐκεῖ ἀνθρώπους εἴδαμεν͵ ὁπὄτρωγαν τὰ ψάρια͵
τὰ πρόσωπά ΄χαν ὄμορφα σὰν γυναικὸς καθάρια.
Ἐτότες ἐκαθίσαμε ἐκεῖ ν΄ ἀναπαυτοῦμε͵
τότες νησάκιν εἴδαμεν κι ὅλοι γι΄ αὐτὸ ῥωτοῦμε.
Καὶ εἴπασί μας· ‘ Στὸ νησὶ τάφος ἒν γεναμένος͵
ὁλόγυρά ΄ναι εὔμορφα χρυσοπαλαμισμένος.’
Ἠθέλησα εἰς τὸ νησὶ μέσα νὰ ταξιδέψω͵
τὸν τάφον κεῖνον τὸ λοιπὸν καλὰ νὰ τόνε γνέψω.
Οἱ φίλοι μου δὲν μ΄ ἄφηκαν μέσα γιὰ νὰ παγαίνω͵
εἴπασί μου γιὰ τὴ στρατιὰ πάντά ΄ξω γιὰ νὰ μένω·
νὰ πᾶνε μέσα ἐξ αὐτοὺς τότες μὲ συβουλεύουν͵
νὰ βροῦνε μέσα στὸ νησὶ ἐκεῖνο ποὺ γυρεύουν.
Κι ἂν κινδυνέψουν͵ μοῦ ΄πασι͵ ὡς διὰ νὰ πιστέψω͵
ἐγὼ μὲ τὴ στρατεία μου πάλι γιὰ νὰ ΄πιστρέψω.
Τὴν γῆν ἐκείνη͵ μοῦ ΄πασι͵ ἔχω ἀφεντεμένη͵
ἂν ἔλθη θάνατος σ΄ ἐμέν͵ χάνεται <ἡ> οἰκουμένη.
Ἐφάνη μου καλὴ βουλὴ φίλους μου γιὰ νὰ πέψουν͵
στὴν βάρκαν μέσα νά ΄μπουσι κ΄ εἰς τὸ νησὶ νὰ ΄δέψουν.
Ὡς μίαν ὥραν τὸ λοιπὸν τὴ βάρκα βλέπαμέ την͵
θεριὸν ἐβγῆκε ΄κ τὸ νησὶ τότε καὶ βούλιαξέ την.
Ἐπνίγησαν οἱ ἄνθρωποι ἐτότες παραυτίκα͵
ἔκλαυσα καὶ τοὺς φίλους μου κ΄ εἶχα μεγάλη πρίκα.
Ἀπὸ τοὺς γυναικόμορφους εἶπα νὰ μοῦ πιάσουν͵
καὶ νὰ τοὺς σκοτώνουσι͵ εἰς ἄκρος νὰ χαλάσουν.
Ἐπήγαιναν νὰ πιάσουσι κ΄ ἔφευγε κ΄ ἐσυντήρει͵
ὀκτὼ ἡμέρες ἔκαμα σ΄ ἐκεῖνο τὸ ΄κρωτήρι.
Ἐλέφαντας ηὑρίσκαμεν κι ὅλοι καβαλικέψαν͵
στὴ χώρα γὰρ τὴν Ἰνδικὴν ἐπῆγαν κ΄ ἐπεζέψαν.
Ἔκρινα γοῦν στὸν λογισμὸν ὡς διὰ νὰ μὴν πάψω͵
εἴτι παράξενο ἰδῶ͵ σ΄ ἐσένα νὰ τὸ γράψω.
Νικώντας μεῖς τὸν Δάρειον ἐπερπατούσαμ΄ ὅλοι͵
κ΄ ἐδῶ κ΄ ἐκεῖ πηγαίναμε͵ ὅθεν κι ἂ μᾶς ἐβόλει.
Στὴν Ἰνδικὴν ἐδιάβημαν καὶ περικαρτεροῦμε͵
στὴν ἔρημον κινήσαμε τότες καὶ περπατοῦμε.
Εἰς ἕνα τόπον εἴδαμε παλάτια γὰρ ὡραῖα͵
λεκάνες εἶδα ΄λόχρυσες σ΄ ἐκείνη τὴ μερέα.
Καὶ νά ΄βανε ἡ καθεμιὰ ὡς μέτρα γὰρ πενήντα͵
πιστεύω δυὸ νὰ βάνασι ἕως τὰ ἐνενήντα.
Εἶπαν μας οἱ ἐντόπιοι͵ κεῖθεν ποὺ διαβοῦμε͵
ὀφίδια βρίσκονται κακὰ κ΄ εἶπαν μου νὰ φοβοῦμαι.
Εἶπα το τῆς στρατείας μου͵ αὐτείνη νὰ τὸ γνώθη.
Τότες πάλι τὴν ὅρισα ἐκεῖ καὶ ἀρματώθη
καὶ δέκα μέρες τὸ λοιπὸν τότες περιπατοῦμε͵
΄ς χώρά ΄ρημ΄ ἀπεζεύσαμε διὰ ν΄ ἀναπαυτοῦμε.
Ἐκείν΄ ἡ χώρα τὸ λοιπὸν σὲ δυὸ ποτάμια στέκει͵
καὶ τὸ νερό ΄τονε πικρό͵ ὁποὺ τὴν περιπλέκει.
Γδύνονται ΄κ τοὺς στρατιῶτες μου͵ στὸν ποταμὸν ἐμπῆκαν͵
θηριὸ ἐξέβη εἰς αὐτούς͵ σαράντα ἐπνιγῆκαν.
Ἐκεῖθεν τότ΄ ἐξέβημαν ΄κ τὴ δίψ΄ ἀποθαμένοι͵
τὰ κάτουρά τους γιὰ νὰ πιοῦν ἦταν πολλὰ χρειασμένοι.
Εἰς λίμνη καταντήσαμε͵ ὅλοι νερὸ γὰρ πίνουν͵
κι ὡς μέλι ἤτονε γλυκύ͵ λέγουν ἐκεῖ νὰ μείνουν.
Στήλη ἀνθρώπου τὸ λοιπὸν ἐκεῖ ΄τονε γραμμένη·
‘Μωσῆς ἐγώ ΄βρα τὸ νερό͵ νὰ πιῆ ὁποὺ διαβαίνει.’
Ἐφάγαμε κ΄ ἐπίαμε κι ὅλοι ἐχορταστῆκαν͵
ἔπεσαν ὅλοι ξεγνοιαστοὶ ἐκεῖ κι ἀναπαυτῆκαν.
Καὶ ὥρᾳ τρίτῃ τῆς νυκτὸς ἀκούουν καὶ κτυποῦσι͵
τοῦ τόπου κείνου τὰ θηριὰ ἦλθαν νὰ ποτιστοῦσι.
῏Ησαν σκορπίοι φοβεροί͵ πασάνας ἕναν πῆχαν͵
ἄσπροι καὶ μαῦροι͵ κόκκινοι͵ κεντριὰ μεγάλα εἶχαν.
Εἴδαμε γὰρ καὶ λέοντες κ΄ ἦσαν ὡσὰν ταυρία͵
εἴδαμε ξενοχάραγα ἄλλα ἐκεῖ θηρία͵
εἴδαμε ἀγριοχοίρια μεγάλα σὰν βουβάλια͵
ἐστέκασι τὰ δόντια τους ἔξω ὥσπερ διχάλια.
Ἐκεῖ ἄνθρωποι βρίσκονταν κ΄ εἴχασιν ἕξι χέρια͵
ἔσφαξαν οἱ στρατιῶτες μου πολλοὺς μετὰ μαχαίρια.
Πολλοὺς ὀκ τοὺς στρατιῶτες μου τ΄ ἄγρια θηριὰ σκοτώνουν͵
καὶ τὸ φαρμάκι ἔριχναν αὐτοὺς καὶ θανατώνουν.
Ὅρισα τὸ φουσάτο μου τότες καὶ ἀρματώθη͵
ἐκ τὰ θηρία τὰ κακὰ τότες γιαμιὰ λυτρώθη.
Ὅρισα τότε κ΄ ἔβαλαν ἱστία στὸ καλάμι͵
τότες ἐκεῖθεν ἔφυγαν͵ δὲν εἶχαν πλιὸ δυνάμη.
Θηρίον ἦλθε εἰς ἐμᾶς κ΄ ἔμοιαζεν ὥσπερ λέφα͵
εἴκοσι πέντε σύντριψε ἀνθρώπους τότε κ΄ ἔφα.
Μαλώνουσι μὲ τὸ θηριὸ τότε τὰ παλικάρια
καὶ τὸ θηριὸ σκοτώνουσι τότες μετὰ κονδάρια.
Τρακόσοι ἄνδρες τὸ λοιπὸν μὲ βίας τὸ ἐπῆραν͵
ἀπὸ τὴν στράταν τό ΄βγαλαν͵ μὲ κόπον τὸ ἐσύραν.
Ἐκεῖ ποὺ περπατούσαμε͵ φεγγάρι σκοτεινιάζει͵
εἰς ἄλλην λίμνην ἤλθαμε καὶ σὰν τὴν ἄλλην μοιάζει.
Στὴν λίμνην κείνην εἴδαμε ἐτότες ἀλεποῦδες͵
πῆχες ὀκτὼ τὸ μάκρος τους͵ χοντρὲς ὡσὰν ἀρκοῦδες.
Καὶ εἴδαμε κορκόνδειλους μεγάλους σὰν βουβάλια͵
ἦσαν κι ἄλλοι μικρότεροι ὡσὰν ἀγριοδαμάλια.
Καὶ νυκτερίδες εἴδαμε͵ δόντιά ΄χαν σὰν σκυλία͵
μεγάλες ἦσαν σὰν γατιὰ κ΄ εἴχασι καὶ μαλλία.
Ἐκεῖθεν τότε βγήκαμε͵ πᾶμε ἀλλοῦ νὰ δοῦμε͵
καὶ τρεῖς ἡμέρες τὸ λοιπὸν τότε περιπατοῦμε.
Ὡσὰν ἐπήγαμε ὀμπρὸς στὴν στράταν γὰρ τὴν ἄλλη͵
ἀνεμοζάλη γίνετον κ΄ ἦτον πολλὰ μεγάλη·
καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τὴν γῆν τότες τοὺς ἀνασπάει͵
ἀντάμα μὲ τὰ ἄλογα κι ἀλλοῦθεν τοὺς ὑπάει.
Ἔπαυσε τότε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ῥοπὴ ἐκείνη͵
εἰς ἄλλον τόπον πήγαμε͵ ὁπού ΄τονε γαλήνη.
Οἱ ἐντόπιοι μᾶς ὁδηγοῦν κ΄ ἐπήγαμε μὲ κόπον͵
μὲ βία γὰρ ἐσώσαμε στῆς Ἰνδικῆς τὸν τόπον.
Κ΄ ἤλθασι ὀκ τοὺς Ἰνδικοὺς ὀμπρός μου νὰ σταθοῦσι
κ΄ εἴπασι· ‘Δῶ ηὑρίσκονται δένδρα ὁποὺ λαλοῦσι.’
Ὡσὰν τ΄ ἀκούσαμε λοιπόν͵ τότ΄ ἀπορήσαμ΄ ὅλοι͵
κ΄ ἐδείξανέ μας τὰ δενδρὰ μέσα εἰς περιβόλι.
Στὸ περιβόλι κεῖνο γὰρ κ΄ εἰς τῆς μεριᾶς ἐκείνης
ναὸς μεγάλος ἤτονε ἡλίου καὶ σελήνης.
῏Ησαν μεγάλα δυὸ δενδρὰ κ΄ ἦσαν τὰ δύο ἴσια͵
ἐφαίνετόν σου κ΄ ἤσανε τὰ δύο κυπαρίσσια·
τὸ ἕνα λέγαν ἥλιον καὶ τ΄ ἄλλο γὰρ σελήνη͵
ὡραῖα ἦσαν σ΄ ὀφθαλμόν͵ εἶχαν κι ὀμορφοσύνη.
Κ΄ εἴπασι οἱ ἐντόπιοι πὼς τὰ δενδρὰ μιλοῦσι͵
σὰν ἀνατέλλη ἥλιος͵ τρεῖς γὰρ φορὲς λαλοῦσι.
Μιλοῦν καὶ ἄλλες τρεῖς φορές͵ σὰν πὰ νὰ βασιλεύση͵
καὶ ὅ͵τι λέγουν τὰ δενδρὰ πασάνας νὰ πιστεύση.
Παίρνω δέκα ΄κ τοὺς φίλους μου νὰ πὰ νὰ προσκυνήσω͵
νὰ σέβω μέσα στὸν ναόν͵ τὰ δένδρη νὰ γρικήσω.
Δὲν ἄφηκαν οἱ ἱερεῖς νὰ μποῦμ΄ ἀρματωμένοι͵
ἐμπήκαμε ξαρμάτωτοι͵ ὅλοι συμμαζωμένοι.
Καὶ βασιλεύει ἥλιος͵ τὰ δένδρη γὰρ λαλοῦσι͵
καὶ ἡ φωνή τους ἰνδική͵ δὲν ξεύρω τί μιλοῦσι.
Ὁ δραγουμάνος πού ΄χαμε͵ αὐτὸς τότ΄ ἐφοβήθη͵
κ΄ ἐκεῖνο πού ΄παν τὰ δενδρὰ οὐδὲ μᾶς τὸ ξηγήθη.
Ἐπῆρα τον εἰς μοναξά͵ ἐτάξα του καὶ χάρη͵
ἐκ τοὺς δικούς μου͵ εἶπε μου͵ θάνατον θέλω πάρει.
Ὡσὰν τὸ ἤκουσα ἐγώ͵ δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω͵
πάλι ἐμπῆκα στὸν ναὸν τὰ δένδρη γιὰ ν΄ ἀκούσω.
Ὡσὰν ἐβγῆκε ἥλιος͵ τὰ δένδρη ἐμιλοῦσαν͵
ἑλληνικὴ φωνή ΄τονε ἐκείνη ὁπ΄ ἀρχίσαν
καὶ εἴπασί μου· ‘Βασιλεῦ͵ εἰς τὴν Βαβυλωνίαν
ἐκεῖ θὲς λάβει θάνατον μ΄ ἀπάτην γὰρ δολίαν·
δὲν θὲς κερδίσει γὰρ ἐσὺ τὴν χώραν τῶν γονιῶν σου͵
μηδὲ τὴ μάνα σου λοιπὸν δὲν βλέπεις μ΄ ὀφθαλμόν σου.’
Ὡσὰν τὸ ἤκουσα ἐγώ͵ καρδιά μου τότ΄ ἐτρώθη͵
σ΄ ἐκεῖνο πού ΄παν τὰ δενδρὰ κ΄ εἰς τό ΄μελλε νὰ μὄρθη.
Ἐτότες γὰρ οἱ φίλοι μου͵ Φίλιππος καὶ Παρμένης͵
αὐτεῖνοι μὲ παρακαλοῦν͵ λέγουν μου· ‘Δῶ μὴ μένης.’
Ἐγὼ δὲν ἤθελα λοιπὸν ἐκείνους νὰ γρικήσω͵
τὸν ὄρθρον ἀκαρτέρουνε τὰ δένδρη γιὰ ν΄ ἀκούσω.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ἥλιος͵ τὰ δένδρη ἐμιλῆσαν·
‘Οἱ χρόνοι σου πληρώθησαν’͵ εἶπαν καὶ δὲν ἀργῆσαν.
Ὡσὰν τὸ ἤκουσα λοιπόν͵ δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω͵
εἶπα γιὰ νὰ μισέψωμε͵ ἐκεῖ νὰ μὴν ἀργήσω.
Ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου κ΄ ἐπῆγα στὴν Περσίδα͵
καὶ Σεραμίδος τὰ ψηλὰ παλάτια τότες εἶδα.
῎Ησανε ὄμορφα πολλά͵ λαμπρὰ στὴ θεωρία͵
΄ξ ἐκεῖνα γὰρ ἐμόρφιζε ἐκείνη ἡ μερία.»
Ταῦτά ΄γραφε Ἀλέξανδρος͵ ΄ς Μακεδονιὰ τὰ στέλλει͵
εἰς τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ͵ τὸν μέγ΄ Ἀριστοτέλη. ῏
Ηλθαν͵ ὡς τὸ προείπαμε͵ ΄ς Περσίδα ΄ρδινιασμένοι͵
καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶτες του͵ ἦταν ἀρματωμένοι.
Ἐκεῖ γὰρ ἐβασίλευε γυναίκα ΄ραιωμένη͵
Κανδάκης μὲ τὸ ὄνομα͵ πολλά ΄τον ἀκουσμένη.
Εἰς αὔτην ὁ Ἀλέξανδρος ἐπιστολὴ τῆς στέλλει͵
ἐκ΄ ἔγραφε Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει.
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ Κανδάκης τιμημένη͵
ὅλη ἡ φαμελία σου ἂς ἒν χαιρετισμένη.
Ἐπῆγα εἰς τὴν Αἴγυπτον κ΄ εἶπαν μου περιορίζεις͵
χρόνους πολλοὺς τὴν Αἴγυπτον ἐσὺ γὰρ τὴν ὁρίζεις.
Γύρισες γὰρ στὸ σπίτι σου ἀπ΄ ὁρισμὸν Ἀμμῶνος͵
αὐτὸς ΄ξουσία μὄδωσε ἐγὼ νὰ ΄ρίζω μόνος·
λοιπὸν ὁρίζω σε ἐγὼ νά ΄λθης ΄ς προσκύνησή μου͵
νά ΄σαι στὴν δουλοσύνη μου κ΄ εἰς τὴν ὑπακοή μου.
Ἐγρίκησα στὸν τόπον σου εἶναι ὡριωμένα
πράματα εὔμορφα πολλά͵ καὶ φέρ΄ ἐδῶ γιὰ μένα.
Καὶ ἂ δὲν θέλης τὸ λοιπόν͵ ἐγὼ γιὰ νὰ σ΄ ὁρίσω͵
ἤξευρε γὰρ ἀπάνου σου πόλεμον θὲ νὰ ποίσω.»
Τότες σ΄ αὐτείνη τό ΄στειλε αὐτεῖνο τὸ πιτάκι.
Ἐτότες τὸ ἀνάγνωσε αὐτείνη ἡ Κανδάκη
καὶ ἔστειλε σ΄ Ἀλέξανδρον ἐπιστολὴ ἐκείνη
μὲ τὴ μεγάλη σιωπὴ καὶ μὲ τὴν δουλοσύνη·
«Κανδάκης ἡ βασίλισσα Λεξάνδρῳ τιμημένῳ͵
τὸ ὄνομά σου ἒν καλὸ στὸν κόσμον γρικημένο.
Καὶ τὴν γραφή σου λάβαμε͵ τὸ γράφεις προσκυνοῦμε͵
νὰ σ΄ ἔχωμε αὐθέντη μας θέλομε κι ἀγαποῦμε.
Παρακαλοῦμε τὸ λοιπὸν ὅλοι τὴν αὐθεντιά σου
μηδὲν ἐλθῆς ἀπάνου μας ποσῶς μὲ τὴ στρατιά σου.
Ἡμεῖς τώρα σοῦ τάσσομε πάντα νὰ σὲ τελοῦμε·
σ΄ ἐμᾶς ἂν ἔλθης στανικῶς͵ ὅλοι μας πολεμοῦμε.
Φουσάτα ἔχομε πολλά͵ εἶναι κυβερνημένα͵
ἔχομε δὲ καὶ χρήματα κ΄ εἶναι συμμαζωμένα.
΄Κατὸ πίθους ὁλόγομους ἔκαμα νὰ σοῦ στείλω͵
νά ΄μαι στὴ δουλοσύνη σου καὶ νὰ σὲ κάμω φίλο.
Πεντακόσια ἀγένεια παιδία νὰ σοῦ πέψω͵
ψαττάκους γὰρ διακόσιους γιὰ νὰ σὲ κανισκέψω.
Καὶ δέκ΄ ἀρμάθια πέβω σου τρύπιο μαργαριτάρι͵
΄κατὸ λίτρες ἀτρύπητο͵ καὶ ὅσο θὲς λογάρι.
Γλωσσόκομα ΄λεφάντινα βδομήντα νά ΄χης πάντα͵
κι ἀπὸ τοὺς πάρδους πέβω σου ἀπ΄ αὐτεινοὺς σαράντα.
Ἀνθρωποφάγους πέβω σου ὀκτὼ μετὰ κλουβία͵
ἀπὸ τοὺς σκύλους τοὺς χοντρούς͵ ὁπού ΄νιαι σὰν ταυρία͵
καὶ ἑκατὸν μαχούμενα ταυρία γιὰ τὴν μάχη͵
νὰ πολεμοῦνε τὸ λοιπὸν ὅποιον καὶ ἂ λάχη.
Διακόσια ΄λεφάντινα δόντια νὰ προβοδήσω͵
νὰ σοῦ τὰ στείλω γλήγορα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσω.
Εἰς τοῦ Ἀμμῶνος τὸν ναὸν στεφάνι θὲ νὰ πέψω͵
΄κατὸν λιτρῶν τὸ βάρος του͵ νὰ τόνε κανισκέψω͵
ὁλόχρυσο νὰ βρίσκεται μὲ τὸ μαργαριτάρι·
ὅποιον θέλεις στεῖλε μου νὰ ΄λθῆ νὰ τὸ ἐπάρη.
Καὶ πάλ΄ ἡ βασιλεία σου͵ εἴτι κι ἂ μᾶς ὁρίση͵
στὴν δουλοσύνη σού ΄μαστεν κ΄ εἰς τὴν δική σου κρίση.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος ἔπεψε νὰ τὸ δώση͵
κ΄ εἰς ἄλλα ἔθνη πήγαινε αὐτὸς νὰ τὰ δουλώση.
Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον ἠθέλησε νὰ ποίση͵
κρυφὰ ζωγράφον ἔστειλε γιὰ νὰ τὸν ζωγραφίση.
Καὶ ὁ ζωγράφος τὸ λοιπὸν τὸ ἦθος στόρησέ το͵
Κανδάκης γὰρ τὸ ἤφερε καὶ κατεφίλησέ το.
Σὲ μέρες περαζόμενες ἐδιάβη ὁ Κανδάλης͵
ὁ τῆς Κανδάκης ὁ υἱός͵ βασίλισσης μεγάλης͵
εἰς Ἀμαζόνες μὲ σπουδὴ μὲ πᾶσαν τὴν στρατιά του͵
ἔσυρνε τὴν γυναίκα του κι ὅλη τὴν φαμελιά του.
Πηγαίνοντας τὸν ξάφνισαν τῶν Βερβικῶν τὸ ἔθνος
κ΄ ἐπῆραν τὴν στρατεία του͵ κ΄ ἔφυγ΄ ἐκεῖνος μόνος.
Τότε αὐτεῖνον ἔπιασαν τ΄ Ἀλέξανδρου στρατιά του͵
σὲ Πτολεμαῖον τὸν ὑπᾶν αὐτεῖνον ὀμπροστά του.
Ὁ Πτολεμαῖος ἐρωτᾶ πόθεν ἒν ὁ Κανδάλης·
«Κανδάκης εἶμαι ὁ υἱός͵ βασίλισσης μεγάλης·
καὶ ὡς ἐπήγαινα λοιπὸν ἐγὼ στὲς Ἀμαζόνες͵
οἱ Βερβικοὶ μ΄ ἐπιάσασι μ΄ ὅλες μου τὲς κατόνες͵
ἐπῆραν τὴν γυναίκα μου καὶ ὅλη τὴ στρατιά μου
καὶ πάγω εἰς τὸ σπίτι μου διχῶς τὴν φαμελιά μου
νὰ πῶ τῆς μάνας μου λοιπὸν φουσάτο γιὰ νὰ ποίσω͵
νὰ πάγω γὰρ στοὺς Βερβικοὺς ὡς γιὰ νὰ πολεμήσω.
Καὶ τώρα γὰρ μὲ ἔπιασε στρατιὰ ἡ ἐδική σου·
τὸ ΄ρίζεις͵ κάμε εἰς ἐμὲ μὲ ὅλη τὴ βουλή σου.»
Ὁ Πτολεμαῖος διέβηκε͵ Λεξάντρου τ΄ ἀναφέρνει͵
τὸ ἔνδυμά τ΄ Ἀλέξανδρος τότες τοῦ τὸ φοραίνει·
«Κάθισε εἰς τὸν θρόνον μου ἐσὺ διατ΄ ἐμένα͵
καὶ τώρα σὺ τὴν βασιλειά͵ σὰν θέλεις την͵ κυβέρνα.»
Ὁ Πτολεμαῖος ἔκατσε τόσες εἰς τὸ σκαμνί του
καὶ τότε πάλι γλήγορα κράζει τὸν δουλευτή του.
Εἶπε· «Κράξε μ΄ Ἀντίγονα φίλον μου νὰ μιλήσω͵
εἰς τούτην τὴν ὑπόθεση γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήσω.»
Σὰν ἦλθε ὁ Ἀλέξανδρος͵ ῥωτάει τὸν Κανδάλη͵
ὁ Πτολεμαῖος εἶπε του νὰ τ΄ ἀναφέρη πάλι.
Καὶ εἶπε τὴν ὑπόθεσιν σ΄ ἐκεῖνον γὰρ τὸν τόπον·
Ἀλέξανδρος ἐγρίκησε καταλεπτῶς τὸν τρόπον.
Ἐσύντυχε τ΄ Ἀλέξανδρου ὁ Πτολεμαῖος πάλι·
«Συβούλευσέ μ΄ Ἀντίγονε͵ γι΄ αὐτεῖνον τὸν Κανδάλη.»
Ἔγραψε τότ΄ ἐπιστολὴ εἰς τὸν διδάσκαλόν του͵
τ΄ Ἀριστοτέλη τὸ λοιπόν͵ ἀπὸ τὸ μερτικόν του.
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τιμίῳ Ριστοτέλει͵
ὁ μαθητής σ΄ Ἀλέξανδρος χαιρετισμὸν σοῦ στέλλει.
Νὰ γράψω ἐπεθύμησα ἐσένα τί ἐγίνη
στὴν χώραν γὰρ τὴν Ἰνδικήν͵ ὁπὄκαμαν ἐκεῖνοι.
Παίρνω καμπόσους ἐξ ἐμᾶς͵ ΄ς κάτεργα μέσα μπαίνω͵
εἰς περιγιάλι τὸ λοιπὸν πάγω κ΄ ἐκεῖ ἐβγαίνω.
Ἐκεῖ ἀνθρώπους εἴδαμεν͵ ὁπὄτρωγαν τὰ ψάρια͵
τὰ πρόσωπά ΄χαν ὄμορφα σὰν γυναικὸς καθάρια.
Ἐτότες ἐκαθίσαμε ἐκεῖ ν΄ ἀναπαυτοῦμε͵
τότες νησάκιν εἴδαμεν κι ὅλοι γι΄ αὐτὸ ῥωτοῦμε.
Καὶ εἴπασί μας· ‘ Στὸ νησὶ τάφος ἒν γεναμένος͵
ὁλόγυρά ΄ναι εὔμορφα χρυσοπαλαμισμένος.’
Ἠθέλησα εἰς τὸ νησὶ μέσα νὰ ταξιδέψω͵
τὸν τάφον κεῖνον τὸ λοιπὸν καλὰ νὰ τόνε γνέψω.
Οἱ φίλοι μου δὲν μ΄ ἄφηκαν μέσα γιὰ νὰ παγαίνω͵
εἴπασί μου γιὰ τὴ στρατιὰ πάντά ΄ξω γιὰ νὰ μένω·
νὰ πᾶνε μέσα ἐξ αὐτοὺς τότες μὲ συβουλεύουν͵
νὰ βροῦνε μέσα στὸ νησὶ ἐκεῖνο ποὺ γυρεύουν.
Κι ἂν κινδυνέψουν͵ μοῦ ΄πασι͵ ὡς διὰ νὰ πιστέψω͵
ἐγὼ μὲ τὴ στρατεία μου πάλι γιὰ νὰ ΄πιστρέψω.
Τὴν γῆν ἐκείνη͵ μοῦ ΄πασι͵ ἔχω ἀφεντεμένη͵
ἂν ἔλθη θάνατος σ΄ ἐμέν͵ χάνεται <ἡ> οἰκουμένη.
Ἐφάνη μου καλὴ βουλὴ φίλους μου γιὰ νὰ πέψουν͵
στὴν βάρκαν μέσα νά ΄μπουσι κ΄ εἰς τὸ νησὶ νὰ ΄δέψουν.
Ὡς μίαν ὥραν τὸ λοιπὸν τὴ βάρκα βλέπαμέ την͵
θεριὸν ἐβγῆκε ΄κ τὸ νησὶ τότε καὶ βούλιαξέ την.
Ἐπνίγησαν οἱ ἄνθρωποι ἐτότες παραυτίκα͵
ἔκλαυσα καὶ τοὺς φίλους μου κ΄ εἶχα μεγάλη πρίκα.
Ἀπὸ τοὺς γυναικόμορφους εἶπα νὰ μοῦ πιάσουν͵
καὶ νὰ τοὺς σκοτώνουσι͵ εἰς ἄκρος νὰ χαλάσουν.
Ἐπήγαιναν νὰ πιάσουσι κ΄ ἔφευγε κ΄ ἐσυντήρει͵
ὀκτὼ ἡμέρες ἔκαμα σ΄ ἐκεῖνο τὸ ΄κρωτήρι.
Ἐλέφαντας ηὑρίσκαμεν κι ὅλοι καβαλικέψαν͵
στὴ χώρα γὰρ τὴν Ἰνδικὴν ἐπῆγαν κ΄ ἐπεζέψαν.
Ἔκρινα γοῦν στὸν λογισμὸν ὡς διὰ νὰ μὴν πάψω͵
εἴτι παράξενο ἰδῶ͵ σ΄ ἐσένα νὰ τὸ γράψω.
Νικώντας μεῖς τὸν Δάρειον ἐπερπατούσαμ΄ ὅλοι͵
κ΄ ἐδῶ κ΄ ἐκεῖ πηγαίναμε͵ ὅθεν κι ἂ μᾶς ἐβόλει.
Στὴν Ἰνδικὴν ἐδιάβημαν καὶ περικαρτεροῦμε͵
στὴν ἔρημον κινήσαμε τότες καὶ περπατοῦμε.
Εἰς ἕνα τόπον εἴδαμε παλάτια γὰρ ὡραῖα͵
λεκάνες εἶδα ΄λόχρυσες σ΄ ἐκείνη τὴ μερέα.
Καὶ νά ΄βανε ἡ καθεμιὰ ὡς μέτρα γὰρ πενήντα͵
πιστεύω δυὸ νὰ βάνασι ἕως τὰ ἐνενήντα.
Εἶπαν μας οἱ ἐντόπιοι͵ κεῖθεν ποὺ διαβοῦμε͵
ὀφίδια βρίσκονται κακὰ κ΄ εἶπαν μου νὰ φοβοῦμαι.
Εἶπα το τῆς στρατείας μου͵ αὐτείνη νὰ τὸ γνώθη.
Τότες πάλι τὴν ὅρισα ἐκεῖ καὶ ἀρματώθη
καὶ δέκα μέρες τὸ λοιπὸν τότες περιπατοῦμε͵
΄ς χώρά ΄ρημ΄ ἀπεζεύσαμε διὰ ν΄ ἀναπαυτοῦμε.
Ἐκείν΄ ἡ χώρα τὸ λοιπὸν σὲ δυὸ ποτάμια στέκει͵
καὶ τὸ νερό ΄τονε πικρό͵ ὁποὺ τὴν περιπλέκει.
Γδύνονται ΄κ τοὺς στρατιῶτες μου͵ στὸν ποταμὸν ἐμπῆκαν͵
θηριὸ ἐξέβη εἰς αὐτούς͵ σαράντα ἐπνιγῆκαν.
Ἐκεῖθεν τότ΄ ἐξέβημαν ΄κ τὴ δίψ΄ ἀποθαμένοι͵
τὰ κάτουρά τους γιὰ νὰ πιοῦν ἦταν πολλὰ χρειασμένοι.
Εἰς λίμνη καταντήσαμε͵ ὅλοι νερὸ γὰρ πίνουν͵
κι ὡς μέλι ἤτονε γλυκύ͵ λέγουν ἐκεῖ νὰ μείνουν.
Στήλη ἀνθρώπου τὸ λοιπὸν ἐκεῖ ΄τονε γραμμένη·
‘Μωσῆς ἐγώ ΄βρα τὸ νερό͵ νὰ πιῆ ὁποὺ διαβαίνει.’
Ἐφάγαμε κ΄ ἐπίαμε κι ὅλοι ἐχορταστῆκαν͵
ἔπεσαν ὅλοι ξεγνοιαστοὶ ἐκεῖ κι ἀναπαυτῆκαν.
Καὶ ὥρᾳ τρίτῃ τῆς νυκτὸς ἀκούουν καὶ κτυποῦσι͵
τοῦ τόπου κείνου τὰ θηριὰ ἦλθαν νὰ ποτιστοῦσι.
῏Ησαν σκορπίοι φοβεροί͵ πασάνας ἕναν πῆχαν͵
ἄσπροι καὶ μαῦροι͵ κόκκινοι͵ κεντριὰ μεγάλα εἶχαν.
Εἴδαμε γὰρ καὶ λέοντες κ΄ ἦσαν ὡσὰν ταυρία͵
εἴδαμε ξενοχάραγα ἄλλα ἐκεῖ θηρία͵
εἴδαμε ἀγριοχοίρια μεγάλα σὰν βουβάλια͵
ἐστέκασι τὰ δόντια τους ἔξω ὥσπερ διχάλια.
Ἐκεῖ ἄνθρωποι βρίσκονταν κ΄ εἴχασιν ἕξι χέρια͵
ἔσφαξαν οἱ στρατιῶτες μου πολλοὺς μετὰ μαχαίρια.
Πολλοὺς ὀκ τοὺς στρατιῶτες μου τ΄ ἄγρια θηριὰ σκοτώνουν͵
καὶ τὸ φαρμάκι ἔριχναν αὐτοὺς καὶ θανατώνουν.
Ὅρισα τὸ φουσάτο μου τότες καὶ ἀρματώθη͵
ἐκ τὰ θηρία τὰ κακὰ τότες γιαμιὰ λυτρώθη.
Ὅρισα τότε κ΄ ἔβαλαν ἱστία στὸ καλάμι͵
τότες ἐκεῖθεν ἔφυγαν͵ δὲν εἶχαν πλιὸ δυνάμη.
Θηρίον ἦλθε εἰς ἐμᾶς κ΄ ἔμοιαζεν ὥσπερ λέφα͵
εἴκοσι πέντε σύντριψε ἀνθρώπους τότε κ΄ ἔφα.
Μαλώνουσι μὲ τὸ θηριὸ τότε τὰ παλικάρια
καὶ τὸ θηριὸ σκοτώνουσι τότες μετὰ κονδάρια.
Τρακόσοι ἄνδρες τὸ λοιπὸν μὲ βίας τὸ ἐπῆραν͵
ἀπὸ τὴν στράταν τό ΄βγαλαν͵ μὲ κόπον τὸ ἐσύραν.
Ἐκεῖ ποὺ περπατούσαμε͵ φεγγάρι σκοτεινιάζει͵
εἰς ἄλλην λίμνην ἤλθαμε καὶ σὰν τὴν ἄλλην μοιάζει.
Στὴν λίμνην κείνην εἴδαμε ἐτότες ἀλεποῦδες͵
πῆχες ὀκτὼ τὸ μάκρος τους͵ χοντρὲς ὡσὰν ἀρκοῦδες.
Καὶ εἴδαμε κορκόνδειλους μεγάλους σὰν βουβάλια͵
ἦσαν κι ἄλλοι μικρότεροι ὡσὰν ἀγριοδαμάλια.
Καὶ νυκτερίδες εἴδαμε͵ δόντιά ΄χαν σὰν σκυλία͵
μεγάλες ἦσαν σὰν γατιὰ κ΄ εἴχασι καὶ μαλλία.
Ἐκεῖθεν τότε βγήκαμε͵ πᾶμε ἀλλοῦ νὰ δοῦμε͵
καὶ τρεῖς ἡμέρες τὸ λοιπὸν τότε περιπατοῦμε.
Ὡσὰν ἐπήγαμε ὀμπρὸς στὴν στράταν γὰρ τὴν ἄλλη͵
ἀνεμοζάλη γίνετον κ΄ ἦτον πολλὰ μεγάλη·
καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τὴν γῆν τότες τοὺς ἀνασπάει͵
ἀντάμα μὲ τὰ ἄλογα κι ἀλλοῦθεν τοὺς ὑπάει.
Ἔπαυσε τότε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ῥοπὴ ἐκείνη͵
εἰς ἄλλον τόπον πήγαμε͵ ὁπού ΄τονε γαλήνη.
Οἱ ἐντόπιοι μᾶς ὁδηγοῦν κ΄ ἐπήγαμε μὲ κόπον͵
μὲ βία γὰρ ἐσώσαμε στῆς Ἰνδικῆς τὸν τόπον.
Κ΄ ἤλθασι ὀκ τοὺς Ἰνδικοὺς ὀμπρός μου νὰ σταθοῦσι
κ΄ εἴπασι· ‘Δῶ ηὑρίσκονται δένδρα ὁποὺ λαλοῦσι.’
Ὡσὰν τ΄ ἀκούσαμε λοιπόν͵ τότ΄ ἀπορήσαμ΄ ὅλοι͵
κ΄ ἐδείξανέ μας τὰ δενδρὰ μέσα εἰς περιβόλι.
Στὸ περιβόλι κεῖνο γὰρ κ΄ εἰς τῆς μεριᾶς ἐκείνης
ναὸς μεγάλος ἤτονε ἡλίου καὶ σελήνης.
῏Ησαν μεγάλα δυὸ δενδρὰ κ΄ ἦσαν τὰ δύο ἴσια͵
ἐφαίνετόν σου κ΄ ἤσανε τὰ δύο κυπαρίσσια·
τὸ ἕνα λέγαν ἥλιον καὶ τ΄ ἄλλο γὰρ σελήνη͵
ὡραῖα ἦσαν σ΄ ὀφθαλμόν͵ εἶχαν κι ὀμορφοσύνη.
Κ΄ εἴπασι οἱ ἐντόπιοι πὼς τὰ δενδρὰ μιλοῦσι͵
σὰν ἀνατέλλη ἥλιος͵ τρεῖς γὰρ φορὲς λαλοῦσι.
Μιλοῦν καὶ ἄλλες τρεῖς φορές͵ σὰν πὰ νὰ βασιλεύση͵
καὶ ὅ͵τι λέγουν τὰ δενδρὰ πασάνας νὰ πιστεύση.
Παίρνω δέκα ΄κ τοὺς φίλους μου νὰ πὰ νὰ προσκυνήσω͵
νὰ σέβω μέσα στὸν ναόν͵ τὰ δένδρη νὰ γρικήσω.
Δὲν ἄφηκαν οἱ ἱερεῖς νὰ μποῦμ΄ ἀρματωμένοι͵
ἐμπήκαμε ξαρμάτωτοι͵ ὅλοι συμμαζωμένοι.
Καὶ βασιλεύει ἥλιος͵ τὰ δένδρη γὰρ λαλοῦσι͵
καὶ ἡ φωνή τους ἰνδική͵ δὲν ξεύρω τί μιλοῦσι.
Ὁ δραγουμάνος πού ΄χαμε͵ αὐτὸς τότ΄ ἐφοβήθη͵
κ΄ ἐκεῖνο πού ΄παν τὰ δενδρὰ οὐδὲ μᾶς τὸ ξηγήθη.
Ἐπῆρα τον εἰς μοναξά͵ ἐτάξα του καὶ χάρη͵
ἐκ τοὺς δικούς μου͵ εἶπε μου͵ θάνατον θέλω πάρει.
Ὡσὰν τὸ ἤκουσα ἐγώ͵ δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω͵
πάλι ἐμπῆκα στὸν ναὸν τὰ δένδρη γιὰ ν΄ ἀκούσω.
Ὡσὰν ἐβγῆκε ἥλιος͵ τὰ δένδρη ἐμιλοῦσαν͵
ἑλληνικὴ φωνή ΄τονε ἐκείνη ὁπ΄ ἀρχίσαν
καὶ εἴπασί μου· ‘Βασιλεῦ͵ εἰς τὴν Βαβυλωνίαν
ἐκεῖ θὲς λάβει θάνατον μ΄ ἀπάτην γὰρ δολίαν·
δὲν θὲς κερδίσει γὰρ ἐσὺ τὴν χώραν τῶν γονιῶν σου͵
μηδὲ τὴ μάνα σου λοιπὸν δὲν βλέπεις μ΄ ὀφθαλμόν σου.’
Ὡσὰν τὸ ἤκουσα ἐγώ͵ καρδιά μου τότ΄ ἐτρώθη͵
σ΄ ἐκεῖνο πού ΄παν τὰ δενδρὰ κ΄ εἰς τό ΄μελλε νὰ μὄρθη.
Ἐτότες γὰρ οἱ φίλοι μου͵ Φίλιππος καὶ Παρμένης͵
αὐτεῖνοι μὲ παρακαλοῦν͵ λέγουν μου· ‘Δῶ μὴ μένης.’
Ἐγὼ δὲν ἤθελα λοιπὸν ἐκείνους νὰ γρικήσω͵
τὸν ὄρθρον ἀκαρτέρουνε τὰ δένδρη γιὰ ν΄ ἀκούσω.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ἥλιος͵ τὰ δένδρη ἐμιλῆσαν·
‘Οἱ χρόνοι σου πληρώθησαν’͵ εἶπαν καὶ δὲν ἀργῆσαν.
Ὡσὰν τὸ ἤκουσα λοιπόν͵ δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω͵
εἶπα γιὰ νὰ μισέψωμε͵ ἐκεῖ νὰ μὴν ἀργήσω.
Ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου κ΄ ἐπῆγα στὴν Περσίδα͵
καὶ Σεραμίδος τὰ ψηλὰ παλάτια τότες εἶδα.
῎Ησανε ὄμορφα πολλά͵ λαμπρὰ στὴ θεωρία͵
΄ξ ἐκεῖνα γὰρ ἐμόρφιζε ἐκείνη ἡ μερία.»
Ταῦτά ΄γραφε Ἀλέξανδρος͵ ΄ς Μακεδονιὰ τὰ στέλλει͵
εἰς τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ͵ τὸν μέγ΄ Ἀριστοτέλη. ῏
Ηλθαν͵ ὡς τὸ προείπαμε͵ ΄ς Περσίδα ΄ρδινιασμένοι͵
καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶτες του͵ ἦταν ἀρματωμένοι.
Ἐκεῖ γὰρ ἐβασίλευε γυναίκα ΄ραιωμένη͵
Κανδάκης μὲ τὸ ὄνομα͵ πολλά ΄τον ἀκουσμένη.
Εἰς αὔτην ὁ Ἀλέξανδρος ἐπιστολὴ τῆς στέλλει͵
ἐκ΄ ἔγραφε Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει.
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ Κανδάκης τιμημένη͵
ὅλη ἡ φαμελία σου ἂς ἒν χαιρετισμένη.
Ἐπῆγα εἰς τὴν Αἴγυπτον κ΄ εἶπαν μου περιορίζεις͵
χρόνους πολλοὺς τὴν Αἴγυπτον ἐσὺ γὰρ τὴν ὁρίζεις.
Γύρισες γὰρ στὸ σπίτι σου ἀπ΄ ὁρισμὸν Ἀμμῶνος͵
αὐτὸς ΄ξουσία μὄδωσε ἐγὼ νὰ ΄ρίζω μόνος·
λοιπὸν ὁρίζω σε ἐγὼ νά ΄λθης ΄ς προσκύνησή μου͵
νά ΄σαι στὴν δουλοσύνη μου κ΄ εἰς τὴν ὑπακοή μου.
Ἐγρίκησα στὸν τόπον σου εἶναι ὡριωμένα
πράματα εὔμορφα πολλά͵ καὶ φέρ΄ ἐδῶ γιὰ μένα.
Καὶ ἂ δὲν θέλης τὸ λοιπόν͵ ἐγὼ γιὰ νὰ σ΄ ὁρίσω͵
ἤξευρε γὰρ ἀπάνου σου πόλεμον θὲ νὰ ποίσω.»
Τότες σ΄ αὐτείνη τό ΄στειλε αὐτεῖνο τὸ πιτάκι.
Ἐτότες τὸ ἀνάγνωσε αὐτείνη ἡ Κανδάκη
καὶ ἔστειλε σ΄ Ἀλέξανδρον ἐπιστολὴ ἐκείνη
μὲ τὴ μεγάλη σιωπὴ καὶ μὲ τὴν δουλοσύνη·
«Κανδάκης ἡ βασίλισσα Λεξάνδρῳ τιμημένῳ͵
τὸ ὄνομά σου ἒν καλὸ στὸν κόσμον γρικημένο.
Καὶ τὴν γραφή σου λάβαμε͵ τὸ γράφεις προσκυνοῦμε͵
νὰ σ΄ ἔχωμε αὐθέντη μας θέλομε κι ἀγαποῦμε.
Παρακαλοῦμε τὸ λοιπὸν ὅλοι τὴν αὐθεντιά σου
μηδὲν ἐλθῆς ἀπάνου μας ποσῶς μὲ τὴ στρατιά σου.
Ἡμεῖς τώρα σοῦ τάσσομε πάντα νὰ σὲ τελοῦμε·
σ΄ ἐμᾶς ἂν ἔλθης στανικῶς͵ ὅλοι μας πολεμοῦμε.
Φουσάτα ἔχομε πολλά͵ εἶναι κυβερνημένα͵
ἔχομε δὲ καὶ χρήματα κ΄ εἶναι συμμαζωμένα.
΄Κατὸ πίθους ὁλόγομους ἔκαμα νὰ σοῦ στείλω͵
νά ΄μαι στὴ δουλοσύνη σου καὶ νὰ σὲ κάμω φίλο.
Πεντακόσια ἀγένεια παιδία νὰ σοῦ πέψω͵
ψαττάκους γὰρ διακόσιους γιὰ νὰ σὲ κανισκέψω.
Καὶ δέκ΄ ἀρμάθια πέβω σου τρύπιο μαργαριτάρι͵
΄κατὸ λίτρες ἀτρύπητο͵ καὶ ὅσο θὲς λογάρι.
Γλωσσόκομα ΄λεφάντινα βδομήντα νά ΄χης πάντα͵
κι ἀπὸ τοὺς πάρδους πέβω σου ἀπ΄ αὐτεινοὺς σαράντα.
Ἀνθρωποφάγους πέβω σου ὀκτὼ μετὰ κλουβία͵
ἀπὸ τοὺς σκύλους τοὺς χοντρούς͵ ὁπού ΄νιαι σὰν ταυρία͵
καὶ ἑκατὸν μαχούμενα ταυρία γιὰ τὴν μάχη͵
νὰ πολεμοῦνε τὸ λοιπὸν ὅποιον καὶ ἂ λάχη.
Διακόσια ΄λεφάντινα δόντια νὰ προβοδήσω͵
νὰ σοῦ τὰ στείλω γλήγορα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσω.
Εἰς τοῦ Ἀμμῶνος τὸν ναὸν στεφάνι θὲ νὰ πέψω͵
΄κατὸν λιτρῶν τὸ βάρος του͵ νὰ τόνε κανισκέψω͵
ὁλόχρυσο νὰ βρίσκεται μὲ τὸ μαργαριτάρι·
ὅποιον θέλεις στεῖλε μου νὰ ΄λθῆ νὰ τὸ ἐπάρη.
Καὶ πάλ΄ ἡ βασιλεία σου͵ εἴτι κι ἂ μᾶς ὁρίση͵
στὴν δουλοσύνη σού ΄μαστεν κ΄ εἰς τὴν δική σου κρίση.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος ἔπεψε νὰ τὸ δώση͵
κ΄ εἰς ἄλλα ἔθνη πήγαινε αὐτὸς νὰ τὰ δουλώση.
Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον ἠθέλησε νὰ ποίση͵
κρυφὰ ζωγράφον ἔστειλε γιὰ νὰ τὸν ζωγραφίση.
Καὶ ὁ ζωγράφος τὸ λοιπὸν τὸ ἦθος στόρησέ το͵
Κανδάκης γὰρ τὸ ἤφερε καὶ κατεφίλησέ το.
Σὲ μέρες περαζόμενες ἐδιάβη ὁ Κανδάλης͵
ὁ τῆς Κανδάκης ὁ υἱός͵ βασίλισσης μεγάλης͵
εἰς Ἀμαζόνες μὲ σπουδὴ μὲ πᾶσαν τὴν στρατιά του͵
ἔσυρνε τὴν γυναίκα του κι ὅλη τὴν φαμελιά του.
Πηγαίνοντας τὸν ξάφνισαν τῶν Βερβικῶν τὸ ἔθνος
κ΄ ἐπῆραν τὴν στρατεία του͵ κ΄ ἔφυγ΄ ἐκεῖνος μόνος.
Τότε αὐτεῖνον ἔπιασαν τ΄ Ἀλέξανδρου στρατιά του͵
σὲ Πτολεμαῖον τὸν ὑπᾶν αὐτεῖνον ὀμπροστά του.
Ὁ Πτολεμαῖος ἐρωτᾶ πόθεν ἒν ὁ Κανδάλης·
«Κανδάκης εἶμαι ὁ υἱός͵ βασίλισσης μεγάλης·
καὶ ὡς ἐπήγαινα λοιπὸν ἐγὼ στὲς Ἀμαζόνες͵
οἱ Βερβικοὶ μ΄ ἐπιάσασι μ΄ ὅλες μου τὲς κατόνες͵
ἐπῆραν τὴν γυναίκα μου καὶ ὅλη τὴ στρατιά μου
καὶ πάγω εἰς τὸ σπίτι μου διχῶς τὴν φαμελιά μου
νὰ πῶ τῆς μάνας μου λοιπὸν φουσάτο γιὰ νὰ ποίσω͵
νὰ πάγω γὰρ στοὺς Βερβικοὺς ὡς γιὰ νὰ πολεμήσω.
Καὶ τώρα γὰρ μὲ ἔπιασε στρατιὰ ἡ ἐδική σου·
τὸ ΄ρίζεις͵ κάμε εἰς ἐμὲ μὲ ὅλη τὴ βουλή σου.»
Ὁ Πτολεμαῖος διέβηκε͵ Λεξάντρου τ΄ ἀναφέρνει͵
τὸ ἔνδυμά τ΄ Ἀλέξανδρος τότες τοῦ τὸ φοραίνει·
«Κάθισε εἰς τὸν θρόνον μου ἐσὺ διατ΄ ἐμένα͵
καὶ τώρα σὺ τὴν βασιλειά͵ σὰν θέλεις την͵ κυβέρνα.»
Ὁ Πτολεμαῖος ἔκατσε τόσες εἰς τὸ σκαμνί του
καὶ τότε πάλι γλήγορα κράζει τὸν δουλευτή του.
Εἶπε· «Κράξε μ΄ Ἀντίγονα φίλον μου νὰ μιλήσω͵
εἰς τούτην τὴν ὑπόθεση γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήσω.»
Σὰν ἦλθε ὁ Ἀλέξανδρος͵ ῥωτάει τὸν Κανδάλη͵
ὁ Πτολεμαῖος εἶπε του νὰ τ΄ ἀναφέρη πάλι.
Καὶ εἶπε τὴν ὑπόθεσιν σ΄ ἐκεῖνον γὰρ τὸν τόπον·
Ἀλέξανδρος ἐγρίκησε καταλεπτῶς τὸν τρόπον.
Ἐσύντυχε τ΄ Ἀλέξανδρου ὁ Πτολεμαῖος πάλι·
«Συβούλευσέ μ΄ Ἀντίγονε͵ γι΄ αὐτεῖνον τὸν Κανδάλη.»