Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 14

Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 14η συνέχεια



Καὶ ἀπεκρίθ΄ Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε του· «Γιὰ νὰ ποίσης͵

ὦ βασιλεῦ Ἀλέξανδρε͵ πρέπει νὰ τοῦ βοθήσης͵

νὰ τοῦ γλυτώσης τὸ λοιπὸν αὐτείνου τὴ γυνή του͵

νὰ πάγη γὰρ χαιράμενος ΄ς Κανδάκη τὴ μητρί του͵

γιατὶ πολλὰ χαρίσματα σὄπεψε ἡ Κανδάκη͵

καὶ πρέπει νὰ τὰ θυμηθῆς τώρα εἰς τὴν ἀνάγκη.»

Οἱ στρατιῶται βλέποντα τὸν Πτολεμαῖον ΄ς κρίση

εἴπασιν· «Ὁ Ἀλέξανδρος τίβοτες θὲ νὰ ποίση.»

Ἐτότες ἐσηκώθησαν͵ ἐκεῖθεν ἐμισεῦσαν͵

ἀντίπερα στοὺς Βέρβικους ἐπῆγαν κ΄ ἐπεζεῦσαν.

Καὶ εἶπε ὁ Ἀντίγονος· «Ἐδῶ γιὰ νὰ σταθοῦμε͵

τὴν νύκτα γὰρ τοὺς Βερβικοὺς νὰ πὰ νὰ τοὺς εὑροῦμε͵

γιατὶ ἂν τὸ μάθ΄ ὁ τύραννος θέλει τὸ θανατώσει͵

τὸ γύναιο τοῦ φίλου μας στὴ γῆ τὸ θέλει χώσει.

Μ΄ ἂς βάλωμε στὰ σπίτια τους ἱστία γὰρ μεγάλη

κ΄ ἐκεῖνοι φέρει θέλουσι γυναίκα τοῦ Κανδάλη.»

Λοιπὸν τὴν νύκτα πήγασι σ΄ αὐτοὺς φωτιὰ κ΄ ἔβαλαν͵

κ΄ ἐφώναξαν οἱ Βέρβικοι τί ΄τονε ὁποὺ σφάλαν.

Ἐκέλευσεν Ἀλέξανδρος νὰ κράζη ἡ στρατεία·

«Κανδάλης ἒν ὁ βασιλεὺς ποὺ κάνει τὴ φωτία.

῍Η φέρτε τὴ γυναίκα του ἢ τώρα θὲ νὰ ποίση

τὴν χώρα σας καὶ τὸν λαὸν νὰ κάψη͵ νὰ μπυρίση.»

Ὡς τ΄ ἄκουσαν͵ ἐδράμασι τότε μὲ βιὰ μεγάλη͵

καὶ τὴ γυναίκα ἤφεραν στὰ χέρια τοῦ Κανδάλη.

Σὰν εἶδε τὴ γυναίκα του περίσσια τὸ ἐχάρη͵

νὰ τὴν ἰδ΄ ἔτσι γλήγορα ποτέ του δὲν τὸ θάρρει.

Ἔδραμε στὸν Ἀντίγονα μετὰ τιμῆς μεγάλης͵

στὰ χείλη τὸν ἐφίλησε αὐτεῖνος ὁ Κανδάλης.

Εἶπε νὰ πὰ στὴ μάνα του νὰ κάμη νὰ τοῦ ποίση͵

χαρίσματα βασιλικὰ ἐκείνου νὰ χαρίση.

Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος καὶ εἶπε τοῦ Κανδάλη·

«Ἂν ἔβλεπα τὴ χώρα σου εἶχα χαρὰ μεγάλη.

Μὰ σύρε στὸν Ἀλέξανδρον ἐμένα νὰ ζητήσης͵

νὰ πᾶμε εἰς τὴν χώρα σου͵ νὰ μὲ φιλοτιμήσης.»

Κανδάλης τοῦ Ἀλέξανδρου ἐζήτησέ του χάρη͵

ν΄ ἀφήκη τὸν Ἀντίγονα σπίτι του νὰ τὸν πάρη.

Ἀλέξανδρος τοῦ Πτολεμιοῦ εἶπε του νὰ τὸν στείλη͵

οἱ δύο νὰ παγαίνουσι μὲ τὸν Κανδάλη ὡς φίλοι.

Ὁ Πτολεμαῖος εἶπε του· «Πληρώνω τὴ βουλή σου͵

ἔπαρε τὸν Ἀντίγονα καὶ σύρε στὴ μητρί σου.

Καὶ πάλι στεῖλε μού τονε καλὰ μὲ τὴ βουλή σου͵

ὡσὰν ἐγὼ σοῦ γλύτωσα ἐσένα τὴ γυνή σου.»

Ὁ δὲ Κανδάλης εἶπε του· «Τοῦτον παραλαμβάνω

ὡσὰν ἐσέν͵ Ἀλέξανδρε͵ τοῦτο σ΄ ἀναθιβάνω.»

Στὴ στράτα ὅπου πήγαιναν Ἀλέξανδρος κοιτάζει͵

ἐκεῖνα τὰ ψηλὰ βουνὰ περίσσια τὰ θαυμάζει.

Εἴχασι καὶ πολλὰ δενδρὰ καὶ ὄμορφα μυρίζαν͵

αὐτεῖνα͵ λέγω͵ τὰ δενδρὰ στὰ γνέφη γὰρ ἐγγίζαν.

Καὶ ὥσπερ κίτρα ΄σαν χοντρὰ τὰ μῆλα καὶ λεμόνια͵

καὶ εἶδε καὶ καρύδια μεγάλα σὰν πεπόνια.

Εἶδε καὶ πίθακους πολλούς͵ μεγάλους σὰν ἀρνία͵

θηριὰ δὲ ξενοχάραγα σ΄ ἐκεῖνα τὰ βουνία.

Κανδάλης τοῦ Ἀντίγονου εἶπε του πὼς λογοῦνται

τὰ ὧδε οἰκητήρια͵ οἶκοι θεῶν καλοῦνται.

Εἰς τὰ παλάτια σώσασι στὴ χώρα κ΄ ὑπαγαίνουν͵

ἡ μάνα του κ΄ οἱ ἀδελφοὶ τόνε συναπανταίνουν.

Ἅπλωσαν καὶ τὰ χέρια τους γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσουν͵

κι αὐτὸς ἀπιλογήθηκε αὐτεῖνον γιὰ ν΄ ἀφήσουν.

Εἶπε τους· «Τὸν Ἀντίγονα πρῶτα τὸν χαιρετᾶτε͵

καὶ χαιρετᾶτε καὶ ἐμὲν κ΄ ὑστέρου ἐρωτᾶτε.»

Ἀντίγονον χαιρέτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι͵

κ΄ ὕστερα χαιρετήσασι αὐτεῖνον τὸν Κανδάλη.

Ὁ δὲ Κανδάλης εἶπε της· «Γλυκύτατη μητρί μου͵

Ἀντίγονος ἦτον ἡ βουλὴ νὰ πάρω τὴ γυνή μου͵

διότις ἐσυβούλευσε Ἀλέξανδρον νὰ ποίση

τὴ νύκτα γὰρ τοὺς Βέρβικους νὰ κάψη͵ νὰ μπυρίση.

Ἐκεῖνοι σὰν τὸ ἤκουσαν͵ εἶχαν χαρὰ μεγάλη͵

ἐπῆραν τὸν Ἀλέξανδρον ὁμοῦ μὲ τὸν Κανδάλη.

Ἡ δὲ Κανδάκης ὅρισε ἐκεῖνοι γιὰ νὰ ποίσουν͵

στὴν τάβλαν νὰ περάσουσι κι ἀλλήλως νὰ καθίσουν.

Ἐκάμαν τοῦ Ἀλέξανδρου τότε τιμὴ μεγάλη

καὶ ὅλοι τους χαιρόντησαν πὼς εἶδαν τὸν Κανδάλη.

Ἀπῆτις ἐξημέρωσε ἐβγῆκε στολισμένη͵

Κανδάκης ἡ βασίλισσα͵ βασιλικὰ ντυμένη.

Φοβερὴ ἤτονε πολλά͵ βασιλικὸ τὸ βλέμμα͵

καὶ ὅσοι κι ἂν τὴν ἤβλεπαν͵ ὀμπρός της ὅλοι τρέμα.

Ἔδοξε τοῦ Ἀλέξανδρου͵ βλέπει τὴν ὀμορφάδα͵

ἐκείνην τὴ μητέρα του͵ λαμπρὰ Ὀλυμπιάδα.

Ἐπῆρε τὸν Ἀλέξανδρον ἐκείνη ἀπὸ τὸ χέρι

κ΄ ἐτράβα τον μετὰ χαρᾶς στὸ σπίτι νὰ τὸν φέρη.

Ἀπῆτις ἀποσώσασι εἰς τὸ λαμπρὸ παλάτι͵

Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον ΄κ τὸ χέρι τὸν ἐκράτει

καὶ ἔδειξέ του φαντασιά͵ ἕνά ΄μορφο κλινάρι͵

ἄλλο δὲν ἦτον εἰς αὐτὸ μόνο μαργαριτάρι·

ὁλόγυρά του ἤτονε πολύτιμο λιθάρι

μὲ στρώματα ὁλόχρυσα κ΄ εἶχε μεγάλη χάρη.

Δείχνει του καὶ τραπέζια μὲ τὸ μαργαριτάρι͵

ὁλόγυρά τους ἤτονε ἀσήκωτο λογάρι.

Στὲς δύο ἄκρες ἤτονε μετὰ τῶν δρακοντίων

καὶ εἰς τὴ μέση ἤτονε μετὰ τῶν λεφαντείων.

Εἶδε ναοὺς πολυτελεῖς͵ ὄμορφοι στὰ θεμέλια͵

εἶδε καὶ περιβόητα πανώρια περιβόλια.

Εἶδε τα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅλα τὰ στοχάστη͵

ἀπὲ τὴν τόσην ἐμορφιὰ περίσσια ἐθαυμάστη.

Κανδάλης τὴ μητέρα του πολλὰ ἐπαρακάλει

νὰ δώση τοῦ Ἀντίγονου χάρη πολλὰ μεγάλη.

Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον παίρνει τον ἐν τῷ ἅμα͵

καὶ πράματα τοῦ ἔδειξε ὁπού ΄τον μέγα θάμα.

Εἶδε κοιτῶνας εὔμορφους͵ λιθάρια ὅσα θέλει͵

ὡσὰν τὸν ἥλιον ἔλαμπαν͵ ποὺ φέγγει κι ἀνατέλλει.

Εἶδε καὶ σπίτι͵ πού ΄τονε μὲ τέχνη καμωμένο͵

ἀπάνω λέγω σὲ τροχοὺς ἦτον ἀποθεμένο.

Εἴκοσι λέφες τό ΄συρναν͵ ὁπού ΄θελε νὰ πάγη͵

ἀπάν΄ ἀφέντης ἔστεκε͵ χώρια του πολεμάγει.

Εἶπε της ὁ Ἀλέξανδρος· «Καλά ΄ναι καμωμένα͵

πασάνας τὸ θαυμάζεται͵ πῶς εἶν΄ μαστορεμένα.

Μὰ τοῦτα λέγω τά ΄καμαν Ἕλληνες διδασκάλοι͵

γιατ΄ αὖτο εἶναι ὄμορφα κ΄ ἔχουν καὶ τόσα κάλλη.»

Κανδάκης ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε ἐν τῷ ἅμα·

«Ἀλήθεια λές͵ Ἀλέξανδρε͵ Ἕλληνες τοῦτα κάμα.»

Ἀπιλογήθη κ΄ εἶπε της· «Ἀλέξανδρος δὲν εἶμαι͵

Ἀντίγονον μὲ κράζουσι καὶ δοῦλος του λογοῦμαι.»

Ἀπιλογήθη κ΄ εἶπε του· «Τὰ λόγια μὴν τὰ χάνης͵

ὦ βασιλεῦ Ἀλέξανδρε͵ ἐπεὶ ἐσὺ τυχάνεις.»

Ἐπαίρνει τὸν Ἀλέξανδρον κ΄ ἐμπαίνει στὸν κοιτώνα͵

ἐγύρισε καὶ τὄδειξε τὴν ἐδική του ΄κόνα

καὶ νὰ γνωρίση͵ ἔλεγε͵ τὴν ὄψιν τὴ δική του.

Ἐκεῖνος ἐκ τὸν φόβον του ἔτρεμε τὸ κορμί του.

«Τί ΄τον σ΄ ἐσέν͵ Ἀλέξανδρε͵ τώρα καὶ ἐλαθάστης͵

μέσα στὸ σπίτι σέβηκες κ΄ ἐκ γυναικὸς ἐπιάστης;

Τί ΄τον σ΄ ἐσέν͵ Ἀλέξανδρε͵ τόση ἀποκοτία͵

ὁπού ΄λθες καὶ σ΄ ἐπιάσασι διχῶς πολέμου αἰτία;

Ποὺ βασιλεῖς τὸ τρέμασι τ΄ ὄνομα τὸ δικό σου͵

καὶ τώρα ποῦ σὲ ἤφερε τὸ δόλιο ῥιζικό σου;

Τοῦ φίλου ὁποὺ λέγουσι μιὰ δυὸ κατὰ τὴν ὥρα

καὶ τρίτο πάντα τὄρχεται κ΄ ἔναι κακή του μέρα.

Μὰ πρέπει σύ͵ Ἀλέξανδρε͵ ἐτοῦτο νὰ μετρήσης

μία καὶ δύο καὶ πολλές͵ ἐτοῦτο νὰ μὴ ποίσης.»

Ἀλέξανδρος ἠθέλησε τότες διὰ νὰ ποίση͵

νὰ σφάξη τὴν βασίλισσα νὰ μὴν τὸ μολογήση.

Ἡ δὲ Κανδάκης εἶπε του· «Καλή ΄τον ἡ βουλή σου

γιὰ νά ΄λθης εἰς τὸ σπίτι μας ἐσὺ μὲ τὸ κορμί σου.

Καὶ μὴ φοβᾶσαι τίποτες͵ φυλάγω το στὸν νοῦ μου͵

ὡσὰν ἐσὺ ποὺ γλύτωσες γυναίκα τοῦ παιδιοῦ μου͵

γιατὶ ἂν τὸ μάθη ὁ μικρὸς υἱὸς ὁ ἐδικός μου͵

χωρίζει σού την τὴν ζωὴν ἐκ τουτουνοῦ τοῦ κόσμου͵

διότις ἡ γυναίκα του͵ τοῦ Πώρου θυγατέρα͵

κλαίγει γιὰ τὸν πατέρα της νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα.

Λοιπὸν ἐγώ͵ Ἀλέξανδρε͵ θέλω νὰ σὲ φυλάξω͵

καὶ τίποτες κακὸ σ΄ ἐσὲν δὲν θέλω νὰ κοιτάξω.»

Κανδάκης καὶ Ἀλέξανδρος ἔξω κ΄ οἱ δυὸ ἐβγῆκα

καὶ μέσα του Ἀλέξανδρος εἶχε μεγάλη πρίκα.

Κανδάκης τότε σύντυχε υἱοῦ της τοῦ Κανδάλη

νὰ δώση τοῦ Ἀντίγονου χάρη πολὺ μεγάλη.

Εἶπε τῆς θυγατέρας της Ἁρπίσης νὰ ποιήση͵

αὐτεῖνον τὸν Ἀντίγονον καλὰ νὰ κανισκίση·

«Διότις ὁ Ἀλέξανδρος μᾶς ἔκαμε φιλία͵

κ΄ ἐγλύτωσε τὴ νύφη μας ΄ξ ἐκεῖνα τὰ σκυλία.»

Υἱός της ὁ μικρότερος τότε γιαμιὰ γρικήθη͵

εἰς αὔτην τὴν μητέρα του τότες ἀπιλογήθη·

«Ἀλήθεια λές͵ ἡ μάνα μου͵ χάρη ἔκαμε μεγάλη

ποὺ τὴ γυναίκα γλύτωσε ΄δελφοῦ μου τοῦ Κανδάλη.

Μὰ τοῦτο λέγω͵ νύφη σου πολλὰ παραπονᾶται

πὄσφαξε τὸν πατέρα της͵ αὐτὸν πολλὰ λυπᾶται.

Καὶ θέλει τὸν Ἀντίγονον γιὰ νὰ τόνε σκοτώση͵

ἐκεῖνον τὸν πατέρα της νὰ τὸν ἐξεκδικήση.»

Ἡ δὲ Κανδάκης εἶπε του αὐτὸ νὰ μὴν τὸ κάμη͵

διότις ὁ Ἀλέξανδρος ἔχει πολλὴ δυνάμη·

«Νὰ σφάξης τὸν Ἀντίγονον͵ ἐτοῦτο ἂ σ΄ ἀρέση͵

καὶ ἒν καλὰ Ἀλέξανδρος͵ πές μου͵ τί θὲς κερδαίσει;»

Κανδάλης ἀπεκρίθηκε κ΄ εἶπε διὰ νὰ ποίση͵

στανιὸ τῆς νύφης κι ἀδελφοῦ ὀπίσω νὰ γυρίση·

«Καὶ νὰ τοῦ κάμω συντροφιὰ καὶ νὰ τὸν συντροφέψω͵

καὶ μὲ κανίσκι ὄμορφο σ΄ Ἀλέξανδρον νὰ πέψω.»

Μαλώνουσι οἱ δυ΄ ἀδελφοὶ καὶ θέλουσι νὰ ποίσουν

γι΄ αὐτεῖνον τὸν Ἀντίγονον αὐτοὶ νὰ πολεμήσουν.

Κανδάκης τοῦ Ἀλέξανδρου εἶπε του νὰ βοδώση

ἐκείνους μὲ τὴν γνώση του γιὰ νὰ τοὺς ἡμερώση.

Εἶπε του· «Μὲ τὴν γνώση σου μέρωσε τὰ παιδιά μου͵

θωρῶ τους ποὺ μαλώνουσι καὶ λακταρεῖ <ἡ> καρδιά μου.»

Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ σ΄ ἐκείνους ὑπαγαίνει

κ΄ εἰς τὸν μικρότερον υἱὸν ἔτσι τοῦ συντυχαίνει.

Λέγει του· «Εἰς Ἀλέξανδρον ἐσύ ΄σαι κακιωμένος

καὶ περισσὰ ὀργίζεσαι κ΄ εἶσαι ῥαθυμισμένος.

Ἐγώ ΄μαι δοῦλος ἐκεινοῦ κ΄ ἔχει πολλοὺς π΄ ὁρίζει͵

καὶ ἀπὸ μένα τίποτες ἐκεῖνος δὲν τὸ χρήζει.

Γιὰ πέτε τί μοῦ τάσσετε κ΄ οἱ δυὸ συνηβαστῆτε͵

νὰ σᾶς τὸν φέρω ἐδεπὰ γιὰ νὰ ξεκδικηθῆτε.

Καὶ ἂ θελήση καὶ τινὰς ἐμένα νὰ φονέψη͵

τὸ αἷμα μου Ἀλέξανδρος αὐτὸς τὸ θὲ γυρέψει.

Ἐσεῖς γὰρ ἐγρικήσετε πὄχει καταστημένους

τόσους ἀφέντες βασιλεῖς͵ κάτου στὴ γῆ βαλμένους.

Μόνον ἐσεῖς ἀφῆτε με ἐμένα νὰ παγαίνω

καὶ μὲ δική μου πιβουλὴ ἐδῶ σᾶς τόνε φέρνω.

Κ΄ εἰς τὸν ἐχθρόν σας καὶ οἱ δυὸ τότε ξεκδικηθῆτε͵

ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς ἔφταισα ἐσεῖς ἐμὲν ἀφῆτε.»