Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις,
κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 15η
συνέχεια
Αὐτεῖνοι σὰν τὸν ἤκουσαν͵ αὐτεῖνον δὲν γυρεύουν͵
ἀφήκασι τὰ μαλωτὰ τότε κ΄ οἱ δυὸ ΄ρηνεύουν.
Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον κράζει σὲ μοναξία͵
πολλὰ γὰρ τὴν ἐχάρηκε ἐκείνου τὴν ἀξία.
Καὶ εἶπε τοῦ Ἀλέξανδρου· «Ἀγάπουν νά ΄σουν γιός μου͵
ἐβλέπομε τὴ γνώση σου͵ κύριος εἶσαι κόσμου.»
Κανδάκης τοῦτα εἶπε του͵ βγάνει καὶ τοῦ χαρίζει
στέφανον πολυδάμαντον͵ ποὺ λάμπει καὶ φωτίζει͵
καὶ δίδει του καὶ θώρακα͵ χλαμύδα χρυσωμένη͵
καὶ στρατιῶτες τὄδωσε ὀπίσω νὰ παγαίνη.
Κ΄ ἐπερπατοῦσαν ὅλοι τους μετὰ χαρᾶς μεγάλης͵
στὸν τόπον κεῖνον ἔσωσε ποὺ τοῦ ΄πε ὁ Κανδάλης.
Εἶδε εἰδώλων φαντασιὰ καὶ ἀστραπὲς καὶ ἄλλα͵
εἰς αὖτα ὁ Ἀλέξανδρος ἐδείλιασε μεγάλα
ὅμως ἐστάθ΄ Ἀλέξανδρος νὰ δῆ τί θέλει γένει͵
ἀνθρώπους εἶδε καὶ φωτιὰ ΄κ τὰ μάτια τους ἐβγαίνει
καὶ ἕνας ἦλθε εἰς αὐτὸν τότε καὶ χαιρετᾶ τον·
«Ξέρεις τὸ ποῖος εἶμ΄ ἐγώ;» λέγει κι ἀνερωτᾶ τον.
«Ἐγώ ΄μαι κεῖνος ὁ παλιός͵ ὁ Χούσης ὁ κρατάρχης͵
ὡσὰν ἐσένα φτύχησα κ΄ εἶχα ἐκεῖνα τά ΄ρχεις.
Ἔχεις ἀθάνατ΄ ὄνομα͵ ὁποὺ σοῦ θέλει μείνει͵
γιατὶ ἔκτισες Λεξάνδρεια͵ τὴν χώρα γὰρ ἐκείνη.»
Ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος τὸ πόσον θέλει ζήσει.
Ἀπιλογήθη κ΄ εἶπε του͵ κάλλιο νὰ μὴν τ΄ ἀκούση·
«Καλύτερό ΄ναι εἰς ἐσὲν μὴ μάθης τὴ θανή σου͵
διότις πάντα βάσανα θέλει ἔχει τὸ κορμί σου.
Τοῦτο τὸ γίνωσκε καλά͵ πὼς ἔκτισες τὴν πόλη͵
π΄ αὐτείνη τὴν ἐχρειάζετον ἡ οἰκουμένη ὅλη.
Καὶ τοῦτο γνώρισ΄ ἀπὸ μὲν ὡς γιὰ τὴν τελευτή σου͵
ὀλίγη ἔναι καὶ κοντὴ ἐσένα ἡ ζωή σου.
Σ΄ Ἀλεξανδρεία θὲς θαπτῆ͵ ὁπὄναι τ΄ ὄνομά σου͵
καὶ πλέο μὴ μὲ ἐρωτᾶς͵ πήγαινε τὴ δουλειά σου.»
Τὴν στράτα πῆρ΄ Ἀλέξανδρος καὶ περπατεῖ καὶ πάγει͵
καὶ πλέο κεῖνον τὸν Χουσὴ οὐδὲν τὸν ἐρωτάγει.
Καὶ οἱ σατράπαι τό ΄μαθαν κι ὅλοι οἱ ἀρχηγοί του͵
ὅλοι τους τότε ἤλθασι στὴν συναπάντησή του.
Καὶ τότε πάλ΄ Ἀλέξανδρος παίρνει τοὺς Μακεδόνες
κ΄ εἰς τὰ Καυκάκια πήγαινε͵ σ΄ ἔθνος στὶς Ἀμαζόνες.
Ἐπιστολὴ Ἀλέξανδρος γράφει καὶ σ΄ αὖτες στέλλει
καὶ ἔγραψέ τους τὸ λοιπὸν ἐκεῖνα͵ ὅσα θέλει·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ γυναῖκες Ἀμαζόνες͵
δύναμιν ἐγρικήσετε͵ πὄχουν οἱ Μακεδόνες.
Ἠκούσατε τὸν Δάρειον͵ ποὺ πῆρα μὲ μαλέα͵
καὶ Πῶρον κεῖνον τὸν φρικτόν͵ τὸν μέγαν βασιλέα.
Ἄλλους ἑτέρους βασιλεῖς ἐγὼ ἐδούλωσά τους͵
νὰ μ΄ ἔχουσι ἀφέντη τους ἐγὼ γὰρ ἔποισά τους.
Καὶ τέλος νὰ μοῦ δίδουσι͵ πάντα νὰ μὲ τελοῦνε͵
πάντα τὸ τέλος εἰς ἐμὲ αὐτεῖνοι νὰ χρωστοῦνε.
Καὶ ἔρχομαι ἀπάνου σας σὰν φίλος γιὰ νὰ ποίσω͵
σ΄ ἐσᾶς δὲν θέλω τὸ λοιπὸν πόλεμον γιὰ ν΄ ἀρχίσω.»
Οἱ Ἀμαζόνες εἴδασι ἐκεῖνα τὰ γραμμένα͵
τὰ ἔγραψεν Ἀλέξανδρος καὶ τά ΄χε μηνημένα.
Καὶ πάλ΄ ἐκεῖνες ἔγραψαν ἐπιστολὴ νὰ στείλουν͵
σ΄ αὐτεῖνον τὸν Ἀλέξανδρον καὶ νὰ τοῦ παραγγείλουν·
«Ἐξ Ἀμαζόνες τὲς φρικτές͵ ΄ξ ἐμᾶς τὲς ἀντρειωμένες͵
π΄ ὁ κόσμος ὅλος στ΄ ἄρματα μᾶς ἔχει γρικημένες͵
βασιλέως Ἀλέξανδρου ὅλες ἐμεῖς μηνοῦμε͵
νὰ μὴν ἐλθῆς στὸν τόπον μας ἐσὲν παρακαλοῦμε.
Ὁ τόπος ἔναι γὰρ κακὸς καὶ θὲς κακοπαθήσει͵
κι ὀλπίζομε καὶ ἄπρακτος ὀπίσω θὲς γυρίσει.
Τὸ πῶς εἴμαστεν στ΄ ἄρματα͵ ξεύρει μας ἡ οἰκουμένη͵
ὁποὺ στρατιώτης κανενεὶς δὲν μᾶς συναπανταίνει.
Σὲ δυὸ ποτάμια στέκομεν κ΄ ἔχομε τὴν θροφή μας
καὶ δὲν γυρίζει κανενεὶς γιὰ χρόνο τὸ νησί μας·
καὶ τὸ νησὶ ὁλόγυρα γυρίζει τὸ ποτάμι
καὶ κανενεὶς οὐδὲ μπορεῖ τίποτες νὰ μᾶς κάμη.
Διακόσιες χιλιάδες βρίσκονται γυναῖκες ἀνδρειωμένες͵
ἄλλες βδομήντα τὸ λοιπὸν κ΄ εἶναι παραβαλμένες.
Οἱ ἄνδρες͵ ὁποὺ ἔχομε͵ μ΄ ἐμᾶς δὲν κατοικοῦνε͵
μ΄ ἀντίπερα στὸν ποταμὸν τὰ ζῶα μας τηροῦνε.
Σὲ πάσα χρόνους γὰρ ἑπτὰ σ΄ ἐμᾶς αὐτοὶ περνοῦνε͵
καὶ ὅσες θέλουν ἐξ ἐμᾶς μ΄ αὐτοὺς παιδιὰ γεννοῦνε·
καὶ ἕνα χρόνον μετὰ μᾶς αὐτεῖνοι κατοικοῦσι͵
πάλι περνοῦν τὸν ποταμόν͵ τὰ ζῶα γὰρ τηροῦσι.
Ἂν ἔλθη πόλεμος σ΄ ἐμᾶς ἢ δυνατὸ φουσάτο͵
περνοῦμ΄ ἐμεῖς τὸν ποταμὸν κι ἀντιμαχόμεσθά το.
Ἔρχουνται καὶ οἱ ἄνδρες μας καὶ μᾶς ἀκολουθοῦσι͵
φυλάσσουν τὰς κατούνας μας καὶ μᾶς ὑπηρετοῦσι.
Καὶ δυνατὲς στὸν πόλεμον εἴμαστεν παρὰ φύση͵
ἔθνος οὐδὲν ηὑρίσκεται ἐμᾶς νὰ μᾶς νικήση.
Καὶ ὅποια λαβωθῆ ΄ξ ἐμᾶς͵ λέγομε τοῦτο πάλι͵
ἀπὸ τὲς ἄλλες τὸ λοιπὸν ἔχει τιμὴ μεγάλη.
Ὅποια ποθάνη ΄ς πόλεμον͵ ἡμεῖς τὴν ἀνυμνοῦμε͵
καὶ ὡς θεὰ περσότερο ὅλες τὴν εὐφημοῦμε.
Καὶ ὅποια πάλε ἐξ ἐμᾶς͵ ὁποὺ ν΄ ἀνδραγαθήση
καὶ εἰς τὸν ἄπιστον λαὸν νὰ κόψη͵ ν΄ ἀφανίση͵
νὰ κάμη εἰς τὴ μέση τους ἀνδραγαθὲς μεγάλες͵
ἔχει ζωὴ ἐκ τὸ κοινό͵ πολλὴ τιμὴ ΄κ τὲς ἄλλες.
Ἐμεῖς γυναῖκες εἴμασθεν καί͵ ἂ μᾶς πολεμήσης͵
τ΄ ὁποῖο δὲν τ΄ ὀλπίζομε ἐμᾶς γιὰ νὰ νικήσης·
γυναῖκες εἴμαστεν ἐμεῖς͵ δὲν ἒν πολλὰ μεγάλο
γυναῖκες γιὰ νὰ πολεμᾶς͵ νὰ πάρης δίχως ἄλλο.
Κ΄ ἐμεῖς ἂ σὲ νικήσωμε͵ ἔναι κατηγοριά σου
καὶ τοῦτο συβουλέψου το μ΄ ὅλην τὴν συντροφιά σου.
Ἂν ἒν καὶ τοῦτ΄͵ Ἀλέξανδρε͵ κ΄ ἔχεις πολλὴ τὴ γνώση͵
ἂ θέλης νά ΄λθης εἰς ἐμᾶς͵ τὸ θέλεις μετανώσει.
Λέγομε τοῦτο εἰς ἐσέν͵ ἐμεῖς νὰ σὲ τελοῦμε͵
τὸ θέλεις νὰ πληρώνωμε γράψε καὶ προβοδοῦμε.
Καὶ γράψε μας ἀπόκριση ΄ς τοῦτα τὰ γεγραμμένα͵
διότις τὰ φουσάτα μας στέκουν ΄κονομημένα.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ τότε γιαμιὰ γελάει͵
εἶπε νὰ κάμουσι γραφὴ εἰς αὖτες γιὰ νὰ πάη·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ γυναῖκες Ἀμαζόνες͵
ἐσεῖς ὁποὺ λογίζεστεν κ΄ εἶστεν ἀντρειωμένες.
Ὅλον τὸν κόσμον κέρδαισα ἐγὼ μὲ τὴ βουλή μου͵
ἐσᾶς ἐγὼ νὰ φοβηθῶ ἔναι πολλὴ ντροπή μου.
Μ΄ ἐσᾶς δὲν καταδέχομαι πόλεμον γιὰ ν΄ ἀρχίσω͵
μόνον μὲ λόγον μοναχὰ θέλω νὰ σᾶς φοβίσω.
Ἀμαζόνες γὰρ στείλετε γιὰ νά ΄λθουν εἰς ἐμένα
χίλιες πεντακόσιες μ΄ ἄλογα διαλεμένα͵
καθὲν χρόνον ν΄ ἀλλάσσωνται͵ σὲ τοῦτο νὰ γρικᾶτε͵
τότες νὰ ἔρχουνται αὐτοῦ κι ἄλλες νὰ προβοδᾶτε.
Καὶ πράματα ποὺ βρίσκονται σ΄ αὐτείνη τὴ μερέα͵
ἐδῶ ἐξ αὖτα στέλνετε͵ κι ἂς εἶναι γὰρ ὡραῖα.
Λοιπὸν ἂ δὲν θελήσετε ἐγὼ νὰ σᾶς ὁρίσω͵
μὲ τὴ στρατιά μου νά ΄λθ΄ αὐτοῦ͵ καμιὰ νὰ μὴν ἀφήσω.»
Οἱ Ἀμαζόνες εἴδασι Λέξανδρος τί μηνάει͵
γραφὴ τότες ἐκάμασι σ΄ αὐτὸν γιὰ νὰ ὑπάη·
«Ἐξ Ἀμαζόνες τὲς φρικτές͵ ἐμᾶς τὶς ἀνδρειωμένες͵
στὸν βασιλὴ Ἀλέξανδρον εἴμαστεν δουλωμένες.
Καὶ δίδομέ σου ἐξουσιά͵ μᾶλλον παρακαλοῦμε
νὰ ἔλθης εἰς τὴν χώρα μας͵ θέλομε κι ἀγαποῦμε.
Ἐτάξαμε νὰ δίδωμε͵ τὸν χρόνον νὰ πληροῦμε͵
χρυσάφι κηντηνάρια ΄κατὸ νὰ σὲ τελοῦμε.
Καὶ Ἀμαζόνες πέβομε ἀπὸ τὲς διαλεμένες
χίλιες πεντακόσιες κ΄ εἶναι πολλὰ ΄νδρειωμένες.
Ὅποια γαμηθῆ ἐξ αὐτὲς τὸν νόμον γιὰ νὰ σφάλη͵
σὰν ἀσεβὴν τὴν ἔχομε͵ νά ΄χη ντροπὴ μεγάλη.
Ὅταν ὁ χρόνος πληρωθῆ͵ λέγομε νὰ στραφοῦσι͵
προβόδησέ μας τὲς ἐδῶ καὶ ἄλλες γιὰ νὰ ΄λθοῦσι.
Ἡμεῖς γὰρ σοῦ ἐγράψαμε τοῦτο γιὰ νὰ γρικήσης͵
πειθόμεθα͵ ἀκούομε κεῖνο ποὺ μᾶς ὁρίσης.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ εἰς αὖτες ὑπαγαίνει͵
καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τῆς μάνας του καὶ στέλνει·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος μητρί μου Ὀλυμπιάδα͵
τοὺς συγγενεῖς μας χαιρετῶ μ΄ ὅλη σου τὴν ὁμάδα.
Στὲς Ἀμαζόνες ξέβηκα μ΄ ὅλη μου τὴ δυνάμη͵
εἰς τὸν Πριάνην ὅρμησα͵ σ΄ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι.
Καὶ εἶδα τόπον ἄγριον σ΄ ἐκεῖνα γὰρ τὰ μέρη͵
σκότος ἐγίνετον πολὺ μέσα τὸ μεσημέρι.
Ἡμέρες ὀγδοήκοντα βρέχει βροχὴ μεγάλη
καὶ τὴ στρατιά μου ηὕρηκε τότες μεγάλη ζάλη.
Τὰ ῥοῦχα τους ἐπέσασι ἐκ τὴν βροχὴν ἐκείνη͵
εἰς αὔτους τότε͵ λέγω σου͵ πολὺ κακὸ ἐγίνη.
Ἐγίνονταν πολλὲς βροντὲς καὶ ἀστραπὲς μεγάλες͵
ὡσὰν ἐκεῖνες͵ λέγω σου͵ ποτὲ δὲν ἤκουσ΄ ἄλλες.
Κάψά ΄καμε ὡς ἔπαψε τότες βροχὴ ἐκείνη͵
ὁποὺ κανένας ἐξ ἐμᾶς δὲν ἠμπορεῖ πομείνει.
Τὸν ποταμὸν περάσαμε μετὰ πολλοῦ γὰρ κόπου͵
κανίσκι μοῦ ἠφέρασιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου.
Πεντακοσίους ἤφεραν τότε σ΄ ἐμὲν λεφάδες͵
ἁμάξια μετ΄ ἄρματα ὡς ΄ξήντα χιλιάδες.
Τότες ἐκεῖνα λάβαμε μ΄ ὅλην τὴν ὀρδινία͵
ὅρισα κ΄ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Βαβυλωνία.
΄Κατὸ χιλιάδες τὸ λοιπὸν ἐπῆρα διαλεμένους
ἀντάμα͵ λέγω͵ μετ΄ ἐμέ͵ ὀμορφαρματωμένους.
Καὶ ὅρισα νὰ πάγωμε στὲς στῆλες Ἡρακλέως͵
εἶπα τους κ΄ ἐκινήσαμε καὶ δὲν ἐγίνη ἀλλέως.
Ἡ μία ἤτονε χρυσὴ καὶ ἤτονε στημένη͵
ἡ ἄλλη ἦτον ἀργυρὴ καὶ καλογεναμένη.
Πῆχες δέκα τὸ μάκρος τους καὶ τρεῖς ἀκόμη ἦσα͵
καὶ δυὸ πῆχες τὸ πλάτος τους͵ ἦσαν κ΄ οἱ δύο ἴσα.
Καὶ ὅρισα καὶ εἶπα τους τὴ στήλη νὰ τρυπήσουν͵
νὰ δῶ ἂν ἔναι κούφια͵ καὶ πάλι νὰ σφαλίσουν.
Κ΄ εἶδα την μὲ τὰ μάτια μου κ΄ ἦτον καλὰ γεμάτη͵
καὶ τότε πάλι ὅρισα ἐγὼ κ΄ ἐσφάλισά τη.
Καὶ λίτρες πεντακόσιες ἐβάλαμε στὸ φθειάσμα͵
ἐτότες πάλι ὅρισα͵ μισεύομε τὸ ἅμα.
Σ΄ ἔρημον τόπον πήγαμε͵ κρεμνοί ΄τανε μεγάλοι͵
ὁποὺ πιστεύω τὶ ποτὲ νὰ μὴν τοὺς εἶδαν ἄλλοι.
Καὶ τότες πάλι γίνετον σκότος πολὺ μεγάλο͵
ποὺ δὲν ἐγνώριζε τινὰς ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο.
Ἐτότες ἐγυρίσαμε͵ ΄πτὰ μέρες περπατοῦμε͵
στὸν ποταμὸν Θερίζοντα ὅρισα νὰ σταθοῦμε.
Τὲς Ἀμαζόνες ηὕραμε κεῖνες τὲς ὡριωμένες͵
εἴχασιν ἄρματα καλά͵ πολλά ΄ταν ἀνδρειωμένες.
Σίδερο γὰρ καὶ χάλκωμα αὐτεῖνες γὰρ οὐκ ἔχουν͵
πολὺ ἀσημοχρύσαφο͵ βίον πολὺν γὰρ ἔχουν.
῏Ηλθαν κ΄ ἐπροσκυνήσανε αὐτὲς οἱ Ἀμαζόνες͵
χίλιες πεντακόσιες μοῦ ΄φεραν ἀνδρειωμένες.
Τὲς ἄλλες τὲς ἐπήρασι͵ πού ΄χαν ἀποσταλμένες͵
καὶ τέλος μοῦ ἠφέρασι͵ πού ΄σαν παραδομένες.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ποταμὸς εἶχε πολλὰ θηρία.
Ἐκεῖθεν τότε μίσευσα ἐγὼ μὲ τὴ στρατεία.
Πολὺν καιρὸν πηγαίναμε ὅλοι συμμαζωμένοι͵
στὴν Ἐρυθρὰν τὴν Θάλασσαν ὅλοι μας κοπιασμένοι.
Ὅλοι μας ἀναπαύτημαν ἐκ τὸν περίσσιον κόπον.
Ἐκεῖ τότες ηὑρίσκαμεν πολλὰ στενὸν γὰρ τόπον.
Εἰς τὴν δεξία γὰρ μεριὰ ἦτον βουνὶ μεγάλο͵
ἀριστερά ΄τον θάλασσα͵ οὐκ ἤβλεπες γὰρ ἄλλο.
Θυσία τότες ἔκαμα ἐγὼ καὶ θυσιάζω͵
τὸν Ποσειδῶνα τὸν θεὸν περίσσια τον δοξάζω.
Τότες τὸν ἐθυσίασα ἐγὼ εἰς τὴν μονή του͵
ἔσφαξα δέκα ἄλογα μόνον εἰς τὴν τιμή του.
Ἐκ τὸν Ἀντλοῦν τὸν ποταμὸν ἐπήγαμε παράνου
καὶ οὔτε γῆν ἐβλέπαμε οὐδ΄ οὐρανὸν ἀπάνου.
῎Ησανε καὶ κακὰ θηριὰ κ΄ εἶχαν κακὰ τὰ ἤθη͵
ἦσαν καὶ σκυλοκέφαλοι͵ στόμά ΄χαν εἰς τὰ στήθη.
Καὶ ἄλλα ἔθνη ἤτανε͵ τοὺς λέγουν Τρωγλοδύτας͵
καὶ κατοικοῦν στὰ σπήλαια κ΄ εἶχαν μακρὰς τὰς μύτας.
Σὲ περιγιάλι εἴμεσθεν κ΄ ἕνα νησὶ τηροῦμε͵
εἰς τὸ νησὶ ἐπλεύσαμε ὅλοι μας γιὰ νὰ δοῦμε.
Καὶ μέσα͵ λέγω͵ στὸ νησὶ ἦτον Ἡλίου πόλη͵
καὶ δέκα μίλια γύριζε ἡ γῆς τῆς πόλης ὅλη.
Καὶ δεκατέσσαροί ΄τανε πύργοι ἐκεῖ κτισμένοι͵
εὐτρεπισμένοι ὄμορφα καὶ ὁλοχρυσωμένοι.
Καλλωπισμένοι ἤτανε μετὰ τῶν σμαραγδίων
καὶ πάλ΄ ἦταν ὁλόγυρα μ΄ ἔμορφων λιθαρίων.
Εἶδα ναὸν ὁλόχρυσον͵ Σμάδρον αὐτεῖνον λέγαν͵
θυσιὲς πολλὲς τοῦ ἔκαμναν͵ ζῶα πολλὰ ἐκαῖγαν.
῏Ητον ὀμίχλη περισσή͵ λέγω͵ στὸν τόπον κεῖνον͵
καὶ ἱερέα εἴχασι μαῦρον ὡς Σαρακῆνον.
Τὸν ῞Ηλιον ἐθυσίαζα μὲ τὴν ταπεινοσύνη
κ΄ ἐκεῖθεν ἐμισέψαμε ἐμεῖς μὲ καλοσύνη.
Ἐκεῖθεν ποὺ μισέψαμε͵ τρεῖς μέρες περπατοῦμε͵
σκότος ηὑρήκαμε πολὺ κ΄ εἶπα γιὰ νὰ στραφοῦμε.
Πολλὰ κακοπαθήσαμε͵ δὲν εἶχα τὸ τί κάμει͵
μὲ βιὰ ὅλοι ἐσώσαμε στοῦ Ντούναβη ποτάμι.
΄Σ παλάτια Κύρου πήγαμε͵ πολλά ΄ταν ὡριωμένα͵
ἤσανε γὰρ ὁλόγυρα κι ἀπάνω χρυσωμένα.
Ἐκ΄ εἶδα σπίτι γὰρ μακρύ͵ σ΄ ἐκεῖνα γὰρ τὰ μέρη͵
μέσα στὸ σπίτι τὸ μακρὺ φωλεύει περιστέρι.
Ἀνθρωπινὰ συντύχαινε͵ ὅποιος κι ἂν ἤθελ΄ ἔρθει͵
τί ἐπάθαινε τοῦ ἔλεγε καὶ τί τοῦ θέλει ἔρθει.
Καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς σ΄ ἐκεῖνο ἐπηγαῖνα͵
τί πάθαναν τοὺς ἔλεγε κι ἀλήθευε καθένα.
Λεκάνη ἤτονε χρυσή͵ ὄμορφα γεναμένη͵
ἑξήντα μέτρα ἔβανε κ΄ ἦτον ἐκεῖ σταμένη.
Ἔσφαξα δὲ καὶ βόδια͵ θυσία τότες κάνω͵
καὶ τὴ λεκάνη τὴ χρυσὴ γεμίζω ὡς ἀπάνω.
Καὶ ὅλοι τους ἐπίνασι͵ μικροί τε καὶ μεγάλοι͵
κάμνομε καὶ τραπέζια κ΄ ἦτον χαρὰ μεγάλη.
῏Ηταν ἐκεῖ σκαλιὰ ὀκτὼ κι ἀπάνω ἦτον δένδρον͵
καὶ ἀετὸς ἐκάθετον σ΄ ἐκεῖνον γὰρ τὸν κένδρον.
Ὁ ἀετὸς καὶ τὸ δενδρὸν ὅλό ΄τονε χρυσάφι͵
εἶδα γὰρ πράματα πολλὰ τὰ δὲν μπορῶ σὲ γράφει.
Ἐτότες ἐμισεύσαμε μ΄ ὅλην τὴν ὀρδινία͵
ἤλθαμε κ΄ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Βαβυλωνία.
Ἐκεῖ παιδὶ γεννήθηκε κ΄ εἶχε τοιοῦτο εἴδει·
΄κ τὴ μέσ΄ ἀπάνω ἄνθρωπος καὶ κάτω ἦτον φίδι.
Ἐκείνη ποὺ τὸ γέννησε φέρνει το στὸ παλάτι͵
ἤφερε κ΄ ἔδειξέ μού το͵ στὰ χέρια της τὸ κράτει
Κρυφὰ μοῦ τό ΄φερε ἐκεῖ͵ εἶδα το γὰρ πῶς κάνει͵
εἰς αὖτο͵ λέγω͵ θάμασμα ἐμένα μοῦ ἐφάνη.
Ὅρισα δὲ νὰ ἔλθουσι μάγοι καὶ ἀστρονόμοι͵
νὰ δῶ ΄ς τοῦτο τί λέγουσι͵ τοῦ καθενὸς τὴν γνώμη.
Ἐτότες ἐμαζώκτησαν κ΄ οἱ μάγοι κάμνουν κρίση͵
τ΄ ἄγρια ἔθνη͵ μοῦ ΄πασι͵ ἐγὼ τὰ θέλω ΄ρίσει.
Εἷς ἀστρονόμος ὕστερα ἦλθε σ΄ ἐμᾶς κι ἀρχίζει͵
καὶ τὸ σημεῖον ἔβλεψε͵ τὰ ῥοῦχα του ξεσκίζει.
Βάνει μεγάλη τὴ φωνὴ καὶ κλαίγει καὶ τρομάσσει͵
καὶ ἔλεγέ μας βασιλειὰ γλήγορα θὲ χαλάσει.
Κ΄ ἐγὼ ὡσὰν τὸ ἤκουσα͵ μεγάλως ἐφοβήθη͵
τοῦ ἀστρονόμου τὸ λοιπὸν ἔτσι τ΄ ἀπιλογήθη.
Καὶ εἶπα του τὸ λοιπονὲ αὐτὸ νὰ καθαρίση
καὶ τὸ σημεῖο τί δηλοῖ πασάνας νὰ γρικήση.
Ὁ μάγος ἀποκρίθηκε· ‘Τ΄ ἀπάνου τοῦ ἀνθρώπου͵
ἐκεῖνος͵ λέγω͵ εἶσ΄ ἐσύ͵ εἰσὲ τοιούτου τρόπου·
τὸ κάτω͵ λέγω͵ τοῦ φιδιοῦ ἔναι ἡ ἐξουσά σου͵
κ΄ ἐκεῖνοι ὁποὺ παίρνουσι ΄ξ ἐσὲν τὴ ἀφεντιά σου.’
Ἐξ ἐμοῦ τοῦ γράψαντος Λεξάνδρου τοῦ υἱοῦ σου͵
νὰ σ΄ εὕρη ἡ γραφὴ καλὰ μὲ ὅλους τοῦ σπιτιοῦ σου.»
Τοῦ Ἀλεξάνδρου θάνατος τοιούτως γὰρ ἐγίνη͵
ὁντὰ τὸν ἐφαρμάκεψαν οἱ φίλοι του ἐκεῖνοι.
Ὅταν αὐτὸς ἐξέβηκε ἐκ τὴν Μακεδονία͵
φίλον του ἄφηκε ἐκεῖ νὰ ΄ρίζη μ΄ ὀρδινία͵
τὸ ὄνομα Ἀντίπατρον͵ τὴ χώρα νὰ γυρίζη.
Ἄφηκε καὶ τὴν μάνα του ἐκείνη γιὰ νὰ ΄ρίζη.
Ὀλυμπιάδα ἔγραφεν σ΄ Ἀλέξανδρον καὶ πέβει
τὸ πὼς αὐτὴ Ἀντίπατρον οὐδὲν τὸν ἀφεντεύει.
Καὶ πάλι ὁ Ἀντίπατρος σ΄ Ἀλέξανδρον ἐμήνει͵
τὸ θέλημά της κάμνει το καὶ ὅ͵τι θέλει κείνη·
«Αὐτὴ σ΄ ἐμὲν μανιώνεται καὶ ἔχει κακοσύνη͵
μὰ γὼ κάνω στὴ χώρα σου πολλὴν δικαιοσύνη.»
Ἀλέξανδρος γὰρ ἄφηκε τὸ πράμα κ΄ ἐδιέβη͵
σ΄ Ἀντίπατρον δὲν ἔγραψε͵ μηδὲ ΄ς μητέρα πέβει.
Ὀλυμπιάδα ἔγραφε͵ σ΄ Ἀλέξανδρον ἐμήνει
νὰ βγάλη τὸν Ἀντίπατρον ἐκ τὴν τιμὴν ἐκείνη.
Ἀλέξανδρος τῆς ἔγραψε αὐτείνης τότε πάλι͵
αὐτεῖνον τὸν Ἀντίπατρον ἐκ τὴν τιμὴ νὰ βγάλη.
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀντίπατρος͵ ἐγύρευε νὰ ποίση
μέθοδον τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τὸν φαρμακίση.
Φαρμάκι κάμνει ἰσχυρόν͵ ΄ς πυξόμηλον τὸ βάνει
καὶ τοῦ υἱοῦ του τό ΄δωκε Κασσάνδρου ν΄ ἀθιβάνη.
Εἶχε δὲ ὁ Ἀντίπατρος τὸν ἕτερον υἱόν του
δοσμένον τοῦ Ἀλέξανδρου ὡς ἄνθρωπον δικόν του.
Ἀντίπατρος παράγγειλε Κασσάνδρου τοῦ υἱοῦ του
νὰ δώση τὸ φαρμάκιον Ἰούλη τ΄ ἀδελφοῦ του.
Τότες ἀποχαιρέτησε Κασσάνδρος καὶ μισεύει͵
στὰ μέρη τῆς Βαβυλωνιᾶς ἐκεῖθεν γὰρ ὁδεύει.
Ἐκ΄ ηὕρηκε τ΄ ἀδέλφι του͵ Ἰούλιον τὸν λέσι͵
γι΄ Ἀλέξανδρον τοῦ μίλησε γιὰ νὰ τὸν ἀπολέση.
Τότες Κασσάνδρος ἔβγαλε͵ δείχνει του τὸ φαρμάκι͵
σὰν εἴχασι τὴν ὀρδινιά͵ δίνει του καὶ πιτάκι.
῎Ητονε ὁ Ἰούλιος ἐξ αὖτον λυπημένος͵
΄κ τὰ χέρια τοῦ Ἀλέξανδρου ἤτονε ῥαβδισμένος͵
διότι τοῦ ἐκτύπησε ἀπάνω στὸ κεφάλι͵
μὲ τὸ ῥαβδὶ τοῦ βάρεσε μία ῥαβδιὰ μεγάλη.
῏Ητον κι ἄλλος λυπούμενος͵ Μήδην γὰρ τὸν ἐκράζαν͵
ἐβουλευτῆκαν καὶ οἱ δυὸ τότες κ΄ ἐλογαριάζαν.
῏Ησαν καὶ ἄλλοι στὴν βουλὴ κ΄ ἠθέλησαν νὰ ποίσουν͵
ἐτότες τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τὸν φαρμακίσουν.
Αὐτεῖνα ἂς τ΄ ἀφήσωμε͵ ὡς γιὰ νὰ μὴν ἀργήσω͵
καὶ διὰ τὸν Ἀλέξανδρον θέλω γιὰ ν΄ ἀρχινήσω.
Ἀλέξανδρος καλεστικὴ ἐτότες ὀρδινιάζει͵
τοὺς ἄρχοντες ἐκάλεσε͵ τότες ἐκεῖ τοὺς κράζει͵
τοὺς πρώτους τῶν στρατιωτῶν κι ὅλους τοὺς ἀνδρειωμένους͵
καὶ τοὺς σατράπας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς ἐκλελεγμένους.
Ὅλοι τους τότε χαίρονταν σ΄ ἐκεῖνο τὸ τραπέζι͵
πασάνας ἀπὸ τὴν χαρὰν ἀρχίνησε νὰ παίζη.
Καὶ τότε πάλι Ἀλέξανδρος ἐσέβη στὸ κελί του
κ΄ ἔπεσε στὸ κρεβάτι του νὰ πάρη τὴ βουλή του.
Εἶχε δὲ εἰς Ἀλέξανδρον Μήδιος παρρησία͵
ἐδιέβη καὶ τὸν ἔκραξε νά ΄λθη στὴν κουρτεσία.
Καὶ εἶπε του· «Ὦ δέσποτα͵ θέλουν γιὰ νὰ σὲ δοῦνε
οἱ φίλοι σου οἱ γνήσιοι μ΄ ἐσένα νὰ χαροῦνε.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ ἔξω γιαμιὰ ἐβγαίνει͵
τὸ θέλημά τους ἔκαμε εἰς αὔτους καὶ παγαίνει.
Ἐκ΄ ηὕρηκε τὸν Πέρδικα εἰς τὸ τραπέζι κεῖνο͵
τὸν Ποθανά͵ τὸν Λεονάν͵ ὅλοι ἐπίναν οἶνο·
τὸν Σπευστική͵ τὸν Λεονάν͵ Λυσίμαχον καὶ ἄλλοι͵
τὸν Φίλιππον καὶ Ὀλκιά͵ κ΄ εἶχαν χαρὰ μεγάλη.
Κορβόμη καὶ τὸν Εὐγενή͵ Νέαγρον κ΄ Ἑρακλείδη͵
εἶχαν καὶ τὸν Ἀριστονά͵ ἄρχισαν καὶ τραγούδι.
Εἴχανε κ΄ εἰς τὴν μέση τους τότε τὸν Πτολεμαῖον͵
Κασσάνδρον μὲ τὸ ὄνομα καὶ Φιλονὰ τὸν νέον.
Μόνον οἱ πέντε ἐξ αὐτοὺς δὲν ἦσαν αἰτιασμένοι͵
σ΄ ἐκεῖνον τὸ συβούλιον δὲν ἤσανε βαλμένοι.
Πέρδιξ οὐκ ἦτον στὴν βουλήν͵ οὐδὲ ὁ Πτολεμαῖος͵
οὐδ΄ Ὄλβιος͵ Λυσίμαχος͵ οὐ Φιλονὰς ὁ νέος.
Ἄλλοι οἱ ἀποδέλοιποι εἶχαν βουλὴ σταμένη
γιὰ νὰ τὸν φαρμακίσουσι͵ γιὰ φθόνον γοἱ ὀργισμένοι.
Ἔκαμαν ὅρκους φοβεροὺς νὰ μὴν ἀλληλογήσουν͵
ἐκεῖνο͵ ὁποὺ εἴπασι͵ ὅλοι τους νὰ τὸ ποίσουν.
Τώρα οὖν ἂς γυρίσωμε εἰς τὴν ἐπιβουλία͵
ποὺ θέλησαν νὰ κάμουσι͵ κείνη τὴν ἀσωτία.
Ὅλοι τους ἦσαν σὲ βουλή͵ τ΄ ὁποῖον καὶ τὸ ποῖκαν͵
καὶ τόμου ἦλθ΄ Ἀλέξανδρος͵ ὅλοι προσηκωθῆκαν.
Εἶχε δὲ ὁ Ἰούλιος φαρμάκι στὸ ποτήρι͵
κ΄ ἐκέρασε τ΄ Ἀλέξανδρου κι ἀπέκει ἐσυντήρει.
Ὡσὰν αὐτὸς τὸ ἔπιε͵ ὥρα διάβη μεγάλη͵
ὁλόγυρα ἐγύριζε κ΄ ἐπίνασι καὶ ἄλλοι.
Ἐφώναξε·» Ὦ φίλοι μου͵ τί ἔναι ποὺ μὲ πειράζει͵
ὁπού ΄λθε στὸ συκώτι μου͵ σαγίτα καὶ μὲ σφάζει;»
Καὶ πλέο δὲν ἠμπόρεσε αὐτὸς γιὰ ν΄ ἀπομείνη
κ΄ εἶπε τους γιὰ νὰ κάθωνται στὴν εὐθυμίαν κείνη.
Ἐκεῖνος ἐσηκώθηκε καὶ στὸ κελί του μπαίνει͵
μὴ νὰ τὸν πάψη ὁ καημός͵ ὁποὺ τόνε μαραίνει.
Πτερὸ ζητᾶ Ἀλέξανδρος στὸ στόμα νὰ τὸ βάλη͵
μὴ νὰ ξεράση͵ ἔλεγε͵ ὀκ τὴν χολὴν νὰ βγάλη.
Καὶ τὸ πτερὸ Ἰούλιος φαρμάκι ΄λείφει πάλι͵
τ΄ Ἀλέξανδρου τὸ ἔδωσε στὸ στόμα νὰ τὸ βάλη.
Καὶ τὸ πτερὸ Ἀλέξανδρος στὸ στόμα του τ΄ ἀμπώνει͵
τότες πάλι χειρότερα ἐπιάσαν τον οἱ πόνοι.
Τὴν νύκτα ὅλην ἄυπνος διαβάζει ὁ καημένος͵
δὲν τό ΄ξευρε ὁ ταπεινὸς ὅτ΄ ἒν φαρμακωμένος.
Τὴν νύκτα ὅλους ἔβγαλε μέσα ἐκ τὸ κελί του͵
μέσα τινὰν δὲν ἄφηκε͵ βγάνει καὶ τὴ γυνή του.
Καὶ τότες ἐσηκώθηκε κρυφὰ διὰ νὰ ποίση͵
γιὰ νὰ πνιγῆ στὸν ποταμὸν καὶ κάτω νὰ βουλήση͵
διότις ἐκεῖ ἔρχετον Εὐφράτης τὸ ποτάμι͵
εἰς Βαβυλῶνα ἔρχετον μὲ τὴν πολλὴν δυνάμη.
Εἶδε τον ἡ γυναίκα του͵ τρέχει καὶ τόνε πιάνει͵
ἐπαίρνει τον ΄κ τὸν ποταμόν͵ στὸ σπίτι τόνε βάνει.
Εἶπε της· «Ὦ γυναίκα μου͵ κακό ΄καμες μεγάλο͵
ἂν εἶχα πάγει ἄφαντος͵ θεὸν μὲ εἶχαν ἄλλο.»
Καὶ εἶπε της· «Πρὸς τὸ παρὸν μηδὲν τ΄ ὁμολογήσης͵
εἰσὲ κανέναν ἄνθρωπον ποτὲ μὴν τὸ μιλήσης.»
Ἀποταχὺ Ἀλέξανδρος ΄ρίζει τὸ στρατορίκι͵
ὅλοι νὰ ἔλθουν ἐμπροστὰ νὰ κάμη διαθήκη.
Καὶ τότες ἐμαζώκτηκε ὅλο του τὸ φουσάτο͵
ἐκάμναν ἀνακάτωμα τότες ἀπάνω κάτω.
Καὶ εἴπασι τοῦ φύλακα͵ πὀφύλαγε τὸ δῶμα·
«Δεῖξε μας τὸν ἀφέντη μας͵ τεδὲ νὰ κάμωμ΄ αἷμα.»
Κ΄ ἐσέβη μέσα Πέρδικας τ΄ Ἀλέξανδρου καὶ λέγει·
«Δέσποτα͵ μακεδονικὸ ἔξω φουσάτο κλαίγει
καὶ ὅλοι θέλουν νὰ σὲ δοῦν͵ ὁπού ΄ναι πονεμένοι͵
ταδὲ βάνουνται στ΄ ἄρματα͵ κανεὶς δὲν ἀπομένει.»
Τότ΄ ὅρισεν Ἀλέξανδρος τὴν κλίνην νὰ βαστάξουν͵
στὴ μέση νὰ τὸν βάλουσι͵ ὅλοι νὰ τὸν κοιτάξουν.
Καὶ ἦλθε τὸ φουσάτο του͵ ὅλο μὲν τὸν κοιτάζει͵
πασάνας ἐκ τὸν πόνον του ἀρχίζει καὶ φωνάζει.
Εἰς θάνατον τὸν ἔβλεπαν καὶ ὅλοι ἐφωνάζαν͵
ἔκλαιγαν καὶ ὀδύρονταν καὶ βαρυναστενάζαν.
Καὶ ἕνας λέγει ἐξ αὐτούς͵ πολλά ΄τονε θλιμμένος͵
ἦτον ΄διώτης εἰς τὸν νοῦν κ΄ ἔκλαιγεν ὁ καημένος.
Σ΄ Ἀλέξανδρον ἐσίμωσε κ΄ ἐδιάβη εἰς τὴν κλίνην͵
ἔκλαιε καὶ ὀδύρετο τὴν ἐδική τ΄ ὀδύνην.
Ἐφώναξε· «Ὦ βασιλεῦ͵ σ΄ ἐμᾶς τ΄ ἔναι ποὺ κάνεις;
Ἀφήνεις μας γὰρ ἔρημους καὶ θέλεις ν΄ ἀποθάνης.
Γιὰ τοῦτο μᾶς ἐξέβαλες ἐκ τὴν Μακεδονία͵
νὰ μᾶς ἀφήσης ὀρφανοὺς εἰς τὴν Βαβυλωνία;
Κρεῖττον ἡμεῖς συζώντανοι στὴν γῆν νὰ κατεβοῦμε
παρ΄ εἰς ἐσέν͵ Ἀλέξανδρε͵ τὸν θάνατον νὰ δοῦμε.»
Πάλι τὸ μακεδονικὸ φουσάτο τότε λέγει͵
βάνει μεγάλη τὴ φωνή͵ ἀρχίζει γιὰ νὰ κλαίγη.
Κ΄ ἐδάκρυσε κι Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε τους γιὰ νὰ ποίσουν͵
παρακαλεῖ τους θλιβερὰ γιὰ νὰ παραμερίσουν.
Ὅρισε πάλι Ἀλέξανδρος γραμματικὸν καὶ κράζουν͵
καὶ διαθήκην ἔκαμε͵ στὴν μέση τὴν διαβάζουν·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος καὶ κοσμοκράτωρ μόνος͵
Ὀλυμπιάδας ὁ υἱὸς καὶ τοῦ θεοῦ Ἀμμῶνος.
Ἐπεὶ βλέπω ὁ θάνατος θέλει νὰ μὲ χωρίση͵
ποὺ πασαένας ἐξ αὐτὸν δὲν ἠμπορεῖ νὰ γλύση͵
πρῶτον ἀφήνω τὸ λοιπὸν σ΄ ὅλην τὴν οἰκουμένη͵
ἀγάπην καὶ συχώρησιν κι ἂς εἶν συμπαθημένοι·
καὶ διὰ νὰ μὴν γίνεται στοὺς ἀρχηγούς μου μάχη͵
πασάνας ἐκ τὸν τόπον μου τὸ μερτικό του νά ΄χη.
Ἀφήνω στὴν πατρίδα μου͵ εἰς τὴν Μακεδονία͵
Ἰδαῖος νά ΄ναι ἀρχηγός͵ νὰ ΄ρίζη μ΄ ὀρδινία.
Ἂν κάμη ἡ γυναίκα μου͵ ὁπὄναι γγαστρωμένη͵
παιδί͵ νὰ ἔχη θέλημα καὶ βασιλεὺς νὰ γένη.
Ἂν ἒν καὶ γένη θηλυκὸ ἐκεῖνο τὸ παιδάρι͵
ἂς κάμουσι Μακεδονοὶ ἄνδρα διὰ νὰ πάρη.
Καὶ ἂς τὸ βάλουν στὸ σκαμνί͵ ἐκεῖνος νὰ καθίση͵
αὐτεῖνος τὴν Μακεδονιὰ ὡσὰν ἐμὲ νὰ ΄ρίση͵
ἀπὸ τὸν τόπον π΄ ὅρισα αὐτεῖνος νὰ μετέχη·
Λεονὰ νὰ τὸ βάλετε͵ τὸ ὄνομα νὰ ἔχη͵
ἂς πάρη καὶ γυναίκα του αὐτὴν τὴν Λεονίκην͵
τοῦ Νιγιάδου ἀδελφήν͵ νὰ ἔχη πάντα νίκην.
Ἀφήνω γὰρ τοῦ Εὐγενῆ͵ πού ΄χα γραμματικό μου͵
νά ΄ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς μὲ θέλημα δικό μου.
Καὶ νὰ ὁρίζη τὸ λοιπὸν αὐτὴν τὴν Παμφαΐα
μ΄ ὅλα της τὰ περίγυρα καὶ τὴν Καππαδοκία.
Ἀφήνω τοῦ Ἀντίγονου ὅλην τὴν Παφυλία
καὶ τὴν Φραγκία͵ σὰν ὑπά͵ ὅλην τὴν Ἰταλία.
Καὶ τοῦ Κασσάνδρ΄ ἀφήνω του νὰ ἔχη βημερία͵
νά ΄ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς σ΄ ὅλην τὴν Καστορία.
Τὴν χώρα ὁποὺ βρίσκεται ἀνάντια στὸ ποτάμι
ἀφήνω τὸν Ἀντίπατρον σ΄ ἐκείνηνε νὰ κάμη.
Ἀφήνω γὰρ τὴν Ἐλυκιά͵ ἐκεῖθεν σὰν γυρίζει͵
ὁ Φιλονὰς μὲ τ΄ ὄνομα͵ αὐτὸς νὰ τὴν ὁρίζη.
Ἀφήνω γὰρ τοῦ Πύθωνα νὰ ΄ρίζη τὴν Συρία
μ΄ ὅλα της τὰ περίγυρα καὶ Μεσοποταμία.
Ἀφήνω γὰρ τὸν Σέλευκον͵ πὄχει πολλὴν ἁγνεία͵
νά ΄ναι ἀφέντης κύριος εἰς τὴν Βαβυλωνία.
Ἀφήνω τοῦ Φηνίνιου νὰ ΄ρίζη στὴν Συρία͵
νά ΄χη καὶ τὴν Κοίλη Συριὰ μὲ τὴν εὐημερία.
Αἴγυπτον͵ Ἀλεξάνδρεια τὸν Πτολεμαῖον ΄φήνω͵
νά ΄ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ τὲς παριδίνω.
Ἀπάνω ΄κ τὴν Βαβυλωνιὰ χώρα τὴ βοδωμένη͵
σ΄ αὐτὴν νὰ ΄ρίζη Πέρδικας͵ ἀφέντης γιὰ νὰ γένη͵
ἕως κάτω στὰ Βάκτηρα νὰ ΄ρίζη μὲ βουλή του·
ἂς πάρη καὶ γυναίκα μου Ρωξάνην γιὰ γυνή του͵
γιατὶ πολλὰ ἐκόπιασε Πέρδικας γιατ΄ ἐμένα
καὶ πάντα στὴν ἀνάγκη μου αὐτεῖνος μ΄ ἐκυβέρνα.
Ἀφήνω ἀφέντες τέσσαρους͵ αὐτοὺς νὰ τοὺς τιμήσουν͵
καὶ ὅ͵τι θέλουν τὸ λοιπόν͵ αὐτεῖνοι ἂς τὸ ποίσουν.
Δημήτριος καὶ Σέλευχος νά ΄ναι μ΄ ἐμπιστοσύνη͵
ὁ Φίλιππος͵ ὁ Πτολεμιὸς ἂς κάμνουν δικιοσύνη.
Ὁρίζω γιὰ νὰ κάμετε λεκάνη χρυσωμένη
διακόσια κηντηνάρια κι ἂς ἔναι γεναμένη·
ὅταν θελήση ἡ ψυχὴ νὰ βγῆ ἐκ τὸ κορμάκι
μέσα γιὰ νὰ μὲ θάψετε εἰς τὸ χρυσὸ λαρνάκι.
΄Κ τοὺς Μακεδόνας βρίσκονται γέροι ἀχαμνισμένοι͵
πασάνας εἰς τὸ σπίτι του μὲ χρῆμα νὰ παγαίνη.
Νὰ τοὺς εὐχαριστήσετε νὰ μὴν παραπονοῦνται͵
νὰ πᾶσι εἰς τὰ σπίτια τους͵ πάντα νὰ μὲ θυμοῦνται.
Εἰς τὰς Ἀθήνας στείλετε χαρίσματα ΄ριωμένα͵
στείλετε καὶ βασιλικὰ ῥοῦχα κι ἂς εἶν βαμμένα.
Καὶ εἰς τὸ Ἄργος στείλετε νὰ πᾶσι τ΄ ἄρματά μου͵
΄ς κεῖνον τὸν τόπον ἀγαπῶ νὰ πᾶν μὲ θέλημά μου.
Καὶ μέσα νὰ τὰ βάλετε ΄ς ναὸν τοῦ Ἡρακλέως͵
καὶ νὰ μηδὲν θελήσετε νὰ κάμετε ἀλλέως.
Καὶ στάμενα νὰ στείλετε πενήντα κηντηνάρια͵
ἀκόμα͵ λέγω͵ κ΄ ἑκατὸ νὰ πᾶν ἐκεῖ καθάρια.
Εἰς τὸν ναὸν Ἀπόλλωνος͵ πὄνι ἀδελφοσύνη͵
δόντια νὰ πᾶν λεφάντινα νά ΄χουν ὀμορφοσύνη.
Πέψετε κοῦπες ἑκατό͵ λέγω σας μ΄ ὁρισμόν μου͵
στείλετε καὶ δερμάτια νά ΄ναι ΄ς μνημόσυνόν μου.
Καὶ εἰς τὸ κάστρο Μελητί͵ ποὺ λέγουν μελανώδη͵
ἂς ἀποστείλουν ἐδεκεῖ φλουρία ἕνα μόδι.
Ὅσα νησία βρίσκονται νά ΄χουν καθαροσύνη͵
αὐτὰ ποὺ ΄ρίζει τὸ λοιπὸν τῆς Ρόδου τὸ κουμούνι.
Καὶ τὴν Νηδίαν͵ ὁποὺ ἒν στὸ Νήδον στὸ ποτάμι͵
ἀφήνω την τοῦ Πυθωνᾶ νά ΄χη σ΄ αὐτὴν νὰ κάμη.
Ἀφήνω ἀφέντη͵ λέγω σας͵ αὐτεῖνον τὸν Ταξίδη͵
΄ς Παρανησάδας τὸ λοιπὸν νὰ παίρνη καὶ νὰ δίδη.
Ἀφήνω τοῦ Σερβέντιου σ΄ αὐτὴν τὴν Ραχωσία
μ΄ ὅλα της τὰ περίγυρα κι αὐτὴν τὴν Γερασία.
Εἰς δὲ τὴν χώραν τὴν καλὴν ὁποὺ τὴν λὲν Συρίνη͵
ἀφήνω την τοῦ Φίλιππου νὰ ΄ρίζη μὲ εἰρήνη.
Ἀφήνω ἀφέντη Κυρχανιὰ αὐτὸν τὸν Πανταφέρνη
νά ΄ναι ἀφέντης εἰς αὐτούς͵ ὅλους νὰ τοὺς εὐφραίνη.
Ἀφήνω γὰρ τὸν Πέκιστα ἀφέντη στὴν Περσία
ὁλόγυρα͵ ὡσὰν ὑπά͵ μ΄ ὅλη της τὴν μπασία.
Καὶ τοῦτο παραγγέλλω σας͵ στὴν χώραν τὴ Σουσάνη
Κοῦρον ἀφήνω ἀρχηγὸν νά ΄χη σ΄ αὐτὴ νὰ κάνη.»
Καὶ τόμου τὴν ἀνάγνωσαν κείνη τὴν διαθήκη͵
τότ΄ ἔκλαψαν οἱ ἄρχοντες͵ ὅλο τὸ στρατορίκι.
Καὶ τότε πάλι εἴδασιν ἄστρο ποὺ κατεβαίνει͵
΄κ τὸν οὐρανὸν ἐπρόβαλε͵ στὴν θάλασσα παγαίνει.
Καὶ ἀετὸς ἀκολουθᾶ ἐκεῖνο τὸ ἀστέρι͵
κ΄ ἐπερπατοῦσαν καὶ τὰ δυὸ στῆς θάλασσας τὰ μέρη. --------------
Τόμου ἐδιάβη ὁ ἀστὴρ ἀπάνω στὴ μονή του͵
τότε καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του.
Ἐκεῖνος ὁπὀδούλευε τ΄ ἄλογο τὸ μεγάλο
μέσα στὸν στάβλον σέβηκε͵ λέγει του δίχως ἄλλο.
Εἶπε του· «Ὦ Βουκέφαλε͵ ἐσ΄ ἔχεις τὴ ζωή σου͵
μ΄ ἀπόθανεν ἀφέντης σου͵ ὁπού ΄τον ἡ τιμή σου.»
Τότε πολλὰ χλιμίτηξε͵ βρουχᾶται ὥσπερ λέω͵
μέσα στὸν στάβλον πλάνταξε ἔτσι͵ ὡσὰν σᾶς λέω.
Καὶ ὅλοι ἐθαυμάσασι στὸ ζὸ τὸ φιλημένο͵
γι΄ ἀγάπη τοῦ ἀφέντη του ποὺ βρέθη πλαντασμένο.
Πάντα μὲ τὸν ἀφέντη του σὰν ἔβγαινε στὴν μάχη͵
τοὺς βαρβάρους ἐσύντριβε͵ ὅσοι τοῦ θέλαν λάχει.
Τοὺς μὲν ἐκτύπα στοῖς ποσί͵ τοὺς δὲ στὸ στῆθος πάλι͵
μ΄ ἐκεῖνο γίνη νικητὴς κ΄ ἐτρέμαν τον οἱ ἄλλοι.
Ταφιασταὶ μυρίσαντες Λεξάνδρου τὸ κορμάκι
καὶ μέσα τὸ ἐβάλασι εἰς τὸ χρυσὸ λαρνάκι.
Οἱ Μακεδόνες ἤθελαν νὰ πάρουν τὸ κορμί του͵
ἀντάμα νὰ τὸν βάλουσι ΄ς Φίλιππον τὸν πατήρ του.
Οἱ Πέρσες πάλι λέγασι ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν θάψουν͵
ὁπού ΄ν καὶ ἄλλοι βασιλεῖς γιὰ νὰ τὸν ἀναπάψουν.
Αὐτεῖνοι σὰν τὸν ἤκουσαν͵ αὐτεῖνον δὲν γυρεύουν͵
ἀφήκασι τὰ μαλωτὰ τότε κ΄ οἱ δυὸ ΄ρηνεύουν.
Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον κράζει σὲ μοναξία͵
πολλὰ γὰρ τὴν ἐχάρηκε ἐκείνου τὴν ἀξία.
Καὶ εἶπε τοῦ Ἀλέξανδρου· «Ἀγάπουν νά ΄σουν γιός μου͵
ἐβλέπομε τὴ γνώση σου͵ κύριος εἶσαι κόσμου.»
Κανδάκης τοῦτα εἶπε του͵ βγάνει καὶ τοῦ χαρίζει
στέφανον πολυδάμαντον͵ ποὺ λάμπει καὶ φωτίζει͵
καὶ δίδει του καὶ θώρακα͵ χλαμύδα χρυσωμένη͵
καὶ στρατιῶτες τὄδωσε ὀπίσω νὰ παγαίνη.
Κ΄ ἐπερπατοῦσαν ὅλοι τους μετὰ χαρᾶς μεγάλης͵
στὸν τόπον κεῖνον ἔσωσε ποὺ τοῦ ΄πε ὁ Κανδάλης.
Εἶδε εἰδώλων φαντασιὰ καὶ ἀστραπὲς καὶ ἄλλα͵
εἰς αὖτα ὁ Ἀλέξανδρος ἐδείλιασε μεγάλα
ὅμως ἐστάθ΄ Ἀλέξανδρος νὰ δῆ τί θέλει γένει͵
ἀνθρώπους εἶδε καὶ φωτιὰ ΄κ τὰ μάτια τους ἐβγαίνει
καὶ ἕνας ἦλθε εἰς αὐτὸν τότε καὶ χαιρετᾶ τον·
«Ξέρεις τὸ ποῖος εἶμ΄ ἐγώ;» λέγει κι ἀνερωτᾶ τον.
«Ἐγώ ΄μαι κεῖνος ὁ παλιός͵ ὁ Χούσης ὁ κρατάρχης͵
ὡσὰν ἐσένα φτύχησα κ΄ εἶχα ἐκεῖνα τά ΄ρχεις.
Ἔχεις ἀθάνατ΄ ὄνομα͵ ὁποὺ σοῦ θέλει μείνει͵
γιατὶ ἔκτισες Λεξάνδρεια͵ τὴν χώρα γὰρ ἐκείνη.»
Ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος τὸ πόσον θέλει ζήσει.
Ἀπιλογήθη κ΄ εἶπε του͵ κάλλιο νὰ μὴν τ΄ ἀκούση·
«Καλύτερό ΄ναι εἰς ἐσὲν μὴ μάθης τὴ θανή σου͵
διότις πάντα βάσανα θέλει ἔχει τὸ κορμί σου.
Τοῦτο τὸ γίνωσκε καλά͵ πὼς ἔκτισες τὴν πόλη͵
π΄ αὐτείνη τὴν ἐχρειάζετον ἡ οἰκουμένη ὅλη.
Καὶ τοῦτο γνώρισ΄ ἀπὸ μὲν ὡς γιὰ τὴν τελευτή σου͵
ὀλίγη ἔναι καὶ κοντὴ ἐσένα ἡ ζωή σου.
Σ΄ Ἀλεξανδρεία θὲς θαπτῆ͵ ὁπὄναι τ΄ ὄνομά σου͵
καὶ πλέο μὴ μὲ ἐρωτᾶς͵ πήγαινε τὴ δουλειά σου.»
Τὴν στράτα πῆρ΄ Ἀλέξανδρος καὶ περπατεῖ καὶ πάγει͵
καὶ πλέο κεῖνον τὸν Χουσὴ οὐδὲν τὸν ἐρωτάγει.
Καὶ οἱ σατράπαι τό ΄μαθαν κι ὅλοι οἱ ἀρχηγοί του͵
ὅλοι τους τότε ἤλθασι στὴν συναπάντησή του.
Καὶ τότε πάλ΄ Ἀλέξανδρος παίρνει τοὺς Μακεδόνες
κ΄ εἰς τὰ Καυκάκια πήγαινε͵ σ΄ ἔθνος στὶς Ἀμαζόνες.
Ἐπιστολὴ Ἀλέξανδρος γράφει καὶ σ΄ αὖτες στέλλει
καὶ ἔγραψέ τους τὸ λοιπὸν ἐκεῖνα͵ ὅσα θέλει·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ γυναῖκες Ἀμαζόνες͵
δύναμιν ἐγρικήσετε͵ πὄχουν οἱ Μακεδόνες.
Ἠκούσατε τὸν Δάρειον͵ ποὺ πῆρα μὲ μαλέα͵
καὶ Πῶρον κεῖνον τὸν φρικτόν͵ τὸν μέγαν βασιλέα.
Ἄλλους ἑτέρους βασιλεῖς ἐγὼ ἐδούλωσά τους͵
νὰ μ΄ ἔχουσι ἀφέντη τους ἐγὼ γὰρ ἔποισά τους.
Καὶ τέλος νὰ μοῦ δίδουσι͵ πάντα νὰ μὲ τελοῦνε͵
πάντα τὸ τέλος εἰς ἐμὲ αὐτεῖνοι νὰ χρωστοῦνε.
Καὶ ἔρχομαι ἀπάνου σας σὰν φίλος γιὰ νὰ ποίσω͵
σ΄ ἐσᾶς δὲν θέλω τὸ λοιπὸν πόλεμον γιὰ ν΄ ἀρχίσω.»
Οἱ Ἀμαζόνες εἴδασι ἐκεῖνα τὰ γραμμένα͵
τὰ ἔγραψεν Ἀλέξανδρος καὶ τά ΄χε μηνημένα.
Καὶ πάλ΄ ἐκεῖνες ἔγραψαν ἐπιστολὴ νὰ στείλουν͵
σ΄ αὐτεῖνον τὸν Ἀλέξανδρον καὶ νὰ τοῦ παραγγείλουν·
«Ἐξ Ἀμαζόνες τὲς φρικτές͵ ΄ξ ἐμᾶς τὲς ἀντρειωμένες͵
π΄ ὁ κόσμος ὅλος στ΄ ἄρματα μᾶς ἔχει γρικημένες͵
βασιλέως Ἀλέξανδρου ὅλες ἐμεῖς μηνοῦμε͵
νὰ μὴν ἐλθῆς στὸν τόπον μας ἐσὲν παρακαλοῦμε.
Ὁ τόπος ἔναι γὰρ κακὸς καὶ θὲς κακοπαθήσει͵
κι ὀλπίζομε καὶ ἄπρακτος ὀπίσω θὲς γυρίσει.
Τὸ πῶς εἴμαστεν στ΄ ἄρματα͵ ξεύρει μας ἡ οἰκουμένη͵
ὁποὺ στρατιώτης κανενεὶς δὲν μᾶς συναπανταίνει.
Σὲ δυὸ ποτάμια στέκομεν κ΄ ἔχομε τὴν θροφή μας
καὶ δὲν γυρίζει κανενεὶς γιὰ χρόνο τὸ νησί μας·
καὶ τὸ νησὶ ὁλόγυρα γυρίζει τὸ ποτάμι
καὶ κανενεὶς οὐδὲ μπορεῖ τίποτες νὰ μᾶς κάμη.
Διακόσιες χιλιάδες βρίσκονται γυναῖκες ἀνδρειωμένες͵
ἄλλες βδομήντα τὸ λοιπὸν κ΄ εἶναι παραβαλμένες.
Οἱ ἄνδρες͵ ὁποὺ ἔχομε͵ μ΄ ἐμᾶς δὲν κατοικοῦνε͵
μ΄ ἀντίπερα στὸν ποταμὸν τὰ ζῶα μας τηροῦνε.
Σὲ πάσα χρόνους γὰρ ἑπτὰ σ΄ ἐμᾶς αὐτοὶ περνοῦνε͵
καὶ ὅσες θέλουν ἐξ ἐμᾶς μ΄ αὐτοὺς παιδιὰ γεννοῦνε·
καὶ ἕνα χρόνον μετὰ μᾶς αὐτεῖνοι κατοικοῦσι͵
πάλι περνοῦν τὸν ποταμόν͵ τὰ ζῶα γὰρ τηροῦσι.
Ἂν ἔλθη πόλεμος σ΄ ἐμᾶς ἢ δυνατὸ φουσάτο͵
περνοῦμ΄ ἐμεῖς τὸν ποταμὸν κι ἀντιμαχόμεσθά το.
Ἔρχουνται καὶ οἱ ἄνδρες μας καὶ μᾶς ἀκολουθοῦσι͵
φυλάσσουν τὰς κατούνας μας καὶ μᾶς ὑπηρετοῦσι.
Καὶ δυνατὲς στὸν πόλεμον εἴμαστεν παρὰ φύση͵
ἔθνος οὐδὲν ηὑρίσκεται ἐμᾶς νὰ μᾶς νικήση.
Καὶ ὅποια λαβωθῆ ΄ξ ἐμᾶς͵ λέγομε τοῦτο πάλι͵
ἀπὸ τὲς ἄλλες τὸ λοιπὸν ἔχει τιμὴ μεγάλη.
Ὅποια ποθάνη ΄ς πόλεμον͵ ἡμεῖς τὴν ἀνυμνοῦμε͵
καὶ ὡς θεὰ περσότερο ὅλες τὴν εὐφημοῦμε.
Καὶ ὅποια πάλε ἐξ ἐμᾶς͵ ὁποὺ ν΄ ἀνδραγαθήση
καὶ εἰς τὸν ἄπιστον λαὸν νὰ κόψη͵ ν΄ ἀφανίση͵
νὰ κάμη εἰς τὴ μέση τους ἀνδραγαθὲς μεγάλες͵
ἔχει ζωὴ ἐκ τὸ κοινό͵ πολλὴ τιμὴ ΄κ τὲς ἄλλες.
Ἐμεῖς γυναῖκες εἴμασθεν καί͵ ἂ μᾶς πολεμήσης͵
τ΄ ὁποῖο δὲν τ΄ ὀλπίζομε ἐμᾶς γιὰ νὰ νικήσης·
γυναῖκες εἴμαστεν ἐμεῖς͵ δὲν ἒν πολλὰ μεγάλο
γυναῖκες γιὰ νὰ πολεμᾶς͵ νὰ πάρης δίχως ἄλλο.
Κ΄ ἐμεῖς ἂ σὲ νικήσωμε͵ ἔναι κατηγοριά σου
καὶ τοῦτο συβουλέψου το μ΄ ὅλην τὴν συντροφιά σου.
Ἂν ἒν καὶ τοῦτ΄͵ Ἀλέξανδρε͵ κ΄ ἔχεις πολλὴ τὴ γνώση͵
ἂ θέλης νά ΄λθης εἰς ἐμᾶς͵ τὸ θέλεις μετανώσει.
Λέγομε τοῦτο εἰς ἐσέν͵ ἐμεῖς νὰ σὲ τελοῦμε͵
τὸ θέλεις νὰ πληρώνωμε γράψε καὶ προβοδοῦμε.
Καὶ γράψε μας ἀπόκριση ΄ς τοῦτα τὰ γεγραμμένα͵
διότις τὰ φουσάτα μας στέκουν ΄κονομημένα.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ τότε γιαμιὰ γελάει͵
εἶπε νὰ κάμουσι γραφὴ εἰς αὖτες γιὰ νὰ πάη·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος͵ γυναῖκες Ἀμαζόνες͵
ἐσεῖς ὁποὺ λογίζεστεν κ΄ εἶστεν ἀντρειωμένες.
Ὅλον τὸν κόσμον κέρδαισα ἐγὼ μὲ τὴ βουλή μου͵
ἐσᾶς ἐγὼ νὰ φοβηθῶ ἔναι πολλὴ ντροπή μου.
Μ΄ ἐσᾶς δὲν καταδέχομαι πόλεμον γιὰ ν΄ ἀρχίσω͵
μόνον μὲ λόγον μοναχὰ θέλω νὰ σᾶς φοβίσω.
Ἀμαζόνες γὰρ στείλετε γιὰ νά ΄λθουν εἰς ἐμένα
χίλιες πεντακόσιες μ΄ ἄλογα διαλεμένα͵
καθὲν χρόνον ν΄ ἀλλάσσωνται͵ σὲ τοῦτο νὰ γρικᾶτε͵
τότες νὰ ἔρχουνται αὐτοῦ κι ἄλλες νὰ προβοδᾶτε.
Καὶ πράματα ποὺ βρίσκονται σ΄ αὐτείνη τὴ μερέα͵
ἐδῶ ἐξ αὖτα στέλνετε͵ κι ἂς εἶναι γὰρ ὡραῖα.
Λοιπὸν ἂ δὲν θελήσετε ἐγὼ νὰ σᾶς ὁρίσω͵
μὲ τὴ στρατιά μου νά ΄λθ΄ αὐτοῦ͵ καμιὰ νὰ μὴν ἀφήσω.»
Οἱ Ἀμαζόνες εἴδασι Λέξανδρος τί μηνάει͵
γραφὴ τότες ἐκάμασι σ΄ αὐτὸν γιὰ νὰ ὑπάη·
«Ἐξ Ἀμαζόνες τὲς φρικτές͵ ἐμᾶς τὶς ἀνδρειωμένες͵
στὸν βασιλὴ Ἀλέξανδρον εἴμαστεν δουλωμένες.
Καὶ δίδομέ σου ἐξουσιά͵ μᾶλλον παρακαλοῦμε
νὰ ἔλθης εἰς τὴν χώρα μας͵ θέλομε κι ἀγαποῦμε.
Ἐτάξαμε νὰ δίδωμε͵ τὸν χρόνον νὰ πληροῦμε͵
χρυσάφι κηντηνάρια ΄κατὸ νὰ σὲ τελοῦμε.
Καὶ Ἀμαζόνες πέβομε ἀπὸ τὲς διαλεμένες
χίλιες πεντακόσιες κ΄ εἶναι πολλὰ ΄νδρειωμένες.
Ὅποια γαμηθῆ ἐξ αὐτὲς τὸν νόμον γιὰ νὰ σφάλη͵
σὰν ἀσεβὴν τὴν ἔχομε͵ νά ΄χη ντροπὴ μεγάλη.
Ὅταν ὁ χρόνος πληρωθῆ͵ λέγομε νὰ στραφοῦσι͵
προβόδησέ μας τὲς ἐδῶ καὶ ἄλλες γιὰ νὰ ΄λθοῦσι.
Ἡμεῖς γὰρ σοῦ ἐγράψαμε τοῦτο γιὰ νὰ γρικήσης͵
πειθόμεθα͵ ἀκούομε κεῖνο ποὺ μᾶς ὁρίσης.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ εἰς αὖτες ὑπαγαίνει͵
καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τῆς μάνας του καὶ στέλνει·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος μητρί μου Ὀλυμπιάδα͵
τοὺς συγγενεῖς μας χαιρετῶ μ΄ ὅλη σου τὴν ὁμάδα.
Στὲς Ἀμαζόνες ξέβηκα μ΄ ὅλη μου τὴ δυνάμη͵
εἰς τὸν Πριάνην ὅρμησα͵ σ΄ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι.
Καὶ εἶδα τόπον ἄγριον σ΄ ἐκεῖνα γὰρ τὰ μέρη͵
σκότος ἐγίνετον πολὺ μέσα τὸ μεσημέρι.
Ἡμέρες ὀγδοήκοντα βρέχει βροχὴ μεγάλη
καὶ τὴ στρατιά μου ηὕρηκε τότες μεγάλη ζάλη.
Τὰ ῥοῦχα τους ἐπέσασι ἐκ τὴν βροχὴν ἐκείνη͵
εἰς αὔτους τότε͵ λέγω σου͵ πολὺ κακὸ ἐγίνη.
Ἐγίνονταν πολλὲς βροντὲς καὶ ἀστραπὲς μεγάλες͵
ὡσὰν ἐκεῖνες͵ λέγω σου͵ ποτὲ δὲν ἤκουσ΄ ἄλλες.
Κάψά ΄καμε ὡς ἔπαψε τότες βροχὴ ἐκείνη͵
ὁποὺ κανένας ἐξ ἐμᾶς δὲν ἠμπορεῖ πομείνει.
Τὸν ποταμὸν περάσαμε μετὰ πολλοῦ γὰρ κόπου͵
κανίσκι μοῦ ἠφέρασιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου.
Πεντακοσίους ἤφεραν τότε σ΄ ἐμὲν λεφάδες͵
ἁμάξια μετ΄ ἄρματα ὡς ΄ξήντα χιλιάδες.
Τότες ἐκεῖνα λάβαμε μ΄ ὅλην τὴν ὀρδινία͵
ὅρισα κ΄ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Βαβυλωνία.
΄Κατὸ χιλιάδες τὸ λοιπὸν ἐπῆρα διαλεμένους
ἀντάμα͵ λέγω͵ μετ΄ ἐμέ͵ ὀμορφαρματωμένους.
Καὶ ὅρισα νὰ πάγωμε στὲς στῆλες Ἡρακλέως͵
εἶπα τους κ΄ ἐκινήσαμε καὶ δὲν ἐγίνη ἀλλέως.
Ἡ μία ἤτονε χρυσὴ καὶ ἤτονε στημένη͵
ἡ ἄλλη ἦτον ἀργυρὴ καὶ καλογεναμένη.
Πῆχες δέκα τὸ μάκρος τους καὶ τρεῖς ἀκόμη ἦσα͵
καὶ δυὸ πῆχες τὸ πλάτος τους͵ ἦσαν κ΄ οἱ δύο ἴσα.
Καὶ ὅρισα καὶ εἶπα τους τὴ στήλη νὰ τρυπήσουν͵
νὰ δῶ ἂν ἔναι κούφια͵ καὶ πάλι νὰ σφαλίσουν.
Κ΄ εἶδα την μὲ τὰ μάτια μου κ΄ ἦτον καλὰ γεμάτη͵
καὶ τότε πάλι ὅρισα ἐγὼ κ΄ ἐσφάλισά τη.
Καὶ λίτρες πεντακόσιες ἐβάλαμε στὸ φθειάσμα͵
ἐτότες πάλι ὅρισα͵ μισεύομε τὸ ἅμα.
Σ΄ ἔρημον τόπον πήγαμε͵ κρεμνοί ΄τανε μεγάλοι͵
ὁποὺ πιστεύω τὶ ποτὲ νὰ μὴν τοὺς εἶδαν ἄλλοι.
Καὶ τότες πάλι γίνετον σκότος πολὺ μεγάλο͵
ποὺ δὲν ἐγνώριζε τινὰς ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο.
Ἐτότες ἐγυρίσαμε͵ ΄πτὰ μέρες περπατοῦμε͵
στὸν ποταμὸν Θερίζοντα ὅρισα νὰ σταθοῦμε.
Τὲς Ἀμαζόνες ηὕραμε κεῖνες τὲς ὡριωμένες͵
εἴχασιν ἄρματα καλά͵ πολλά ΄ταν ἀνδρειωμένες.
Σίδερο γὰρ καὶ χάλκωμα αὐτεῖνες γὰρ οὐκ ἔχουν͵
πολὺ ἀσημοχρύσαφο͵ βίον πολὺν γὰρ ἔχουν.
῏Ηλθαν κ΄ ἐπροσκυνήσανε αὐτὲς οἱ Ἀμαζόνες͵
χίλιες πεντακόσιες μοῦ ΄φεραν ἀνδρειωμένες.
Τὲς ἄλλες τὲς ἐπήρασι͵ πού ΄χαν ἀποσταλμένες͵
καὶ τέλος μοῦ ἠφέρασι͵ πού ΄σαν παραδομένες.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ποταμὸς εἶχε πολλὰ θηρία.
Ἐκεῖθεν τότε μίσευσα ἐγὼ μὲ τὴ στρατεία.
Πολὺν καιρὸν πηγαίναμε ὅλοι συμμαζωμένοι͵
στὴν Ἐρυθρὰν τὴν Θάλασσαν ὅλοι μας κοπιασμένοι.
Ὅλοι μας ἀναπαύτημαν ἐκ τὸν περίσσιον κόπον.
Ἐκεῖ τότες ηὑρίσκαμεν πολλὰ στενὸν γὰρ τόπον.
Εἰς τὴν δεξία γὰρ μεριὰ ἦτον βουνὶ μεγάλο͵
ἀριστερά ΄τον θάλασσα͵ οὐκ ἤβλεπες γὰρ ἄλλο.
Θυσία τότες ἔκαμα ἐγὼ καὶ θυσιάζω͵
τὸν Ποσειδῶνα τὸν θεὸν περίσσια τον δοξάζω.
Τότες τὸν ἐθυσίασα ἐγὼ εἰς τὴν μονή του͵
ἔσφαξα δέκα ἄλογα μόνον εἰς τὴν τιμή του.
Ἐκ τὸν Ἀντλοῦν τὸν ποταμὸν ἐπήγαμε παράνου
καὶ οὔτε γῆν ἐβλέπαμε οὐδ΄ οὐρανὸν ἀπάνου.
῎Ησανε καὶ κακὰ θηριὰ κ΄ εἶχαν κακὰ τὰ ἤθη͵
ἦσαν καὶ σκυλοκέφαλοι͵ στόμά ΄χαν εἰς τὰ στήθη.
Καὶ ἄλλα ἔθνη ἤτανε͵ τοὺς λέγουν Τρωγλοδύτας͵
καὶ κατοικοῦν στὰ σπήλαια κ΄ εἶχαν μακρὰς τὰς μύτας.
Σὲ περιγιάλι εἴμεσθεν κ΄ ἕνα νησὶ τηροῦμε͵
εἰς τὸ νησὶ ἐπλεύσαμε ὅλοι μας γιὰ νὰ δοῦμε.
Καὶ μέσα͵ λέγω͵ στὸ νησὶ ἦτον Ἡλίου πόλη͵
καὶ δέκα μίλια γύριζε ἡ γῆς τῆς πόλης ὅλη.
Καὶ δεκατέσσαροί ΄τανε πύργοι ἐκεῖ κτισμένοι͵
εὐτρεπισμένοι ὄμορφα καὶ ὁλοχρυσωμένοι.
Καλλωπισμένοι ἤτανε μετὰ τῶν σμαραγδίων
καὶ πάλ΄ ἦταν ὁλόγυρα μ΄ ἔμορφων λιθαρίων.
Εἶδα ναὸν ὁλόχρυσον͵ Σμάδρον αὐτεῖνον λέγαν͵
θυσιὲς πολλὲς τοῦ ἔκαμναν͵ ζῶα πολλὰ ἐκαῖγαν.
῏Ητον ὀμίχλη περισσή͵ λέγω͵ στὸν τόπον κεῖνον͵
καὶ ἱερέα εἴχασι μαῦρον ὡς Σαρακῆνον.
Τὸν ῞Ηλιον ἐθυσίαζα μὲ τὴν ταπεινοσύνη
κ΄ ἐκεῖθεν ἐμισέψαμε ἐμεῖς μὲ καλοσύνη.
Ἐκεῖθεν ποὺ μισέψαμε͵ τρεῖς μέρες περπατοῦμε͵
σκότος ηὑρήκαμε πολὺ κ΄ εἶπα γιὰ νὰ στραφοῦμε.
Πολλὰ κακοπαθήσαμε͵ δὲν εἶχα τὸ τί κάμει͵
μὲ βιὰ ὅλοι ἐσώσαμε στοῦ Ντούναβη ποτάμι.
΄Σ παλάτια Κύρου πήγαμε͵ πολλά ΄ταν ὡριωμένα͵
ἤσανε γὰρ ὁλόγυρα κι ἀπάνω χρυσωμένα.
Ἐκ΄ εἶδα σπίτι γὰρ μακρύ͵ σ΄ ἐκεῖνα γὰρ τὰ μέρη͵
μέσα στὸ σπίτι τὸ μακρὺ φωλεύει περιστέρι.
Ἀνθρωπινὰ συντύχαινε͵ ὅποιος κι ἂν ἤθελ΄ ἔρθει͵
τί ἐπάθαινε τοῦ ἔλεγε καὶ τί τοῦ θέλει ἔρθει.
Καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς σ΄ ἐκεῖνο ἐπηγαῖνα͵
τί πάθαναν τοὺς ἔλεγε κι ἀλήθευε καθένα.
Λεκάνη ἤτονε χρυσή͵ ὄμορφα γεναμένη͵
ἑξήντα μέτρα ἔβανε κ΄ ἦτον ἐκεῖ σταμένη.
Ἔσφαξα δὲ καὶ βόδια͵ θυσία τότες κάνω͵
καὶ τὴ λεκάνη τὴ χρυσὴ γεμίζω ὡς ἀπάνω.
Καὶ ὅλοι τους ἐπίνασι͵ μικροί τε καὶ μεγάλοι͵
κάμνομε καὶ τραπέζια κ΄ ἦτον χαρὰ μεγάλη.
῏Ηταν ἐκεῖ σκαλιὰ ὀκτὼ κι ἀπάνω ἦτον δένδρον͵
καὶ ἀετὸς ἐκάθετον σ΄ ἐκεῖνον γὰρ τὸν κένδρον.
Ὁ ἀετὸς καὶ τὸ δενδρὸν ὅλό ΄τονε χρυσάφι͵
εἶδα γὰρ πράματα πολλὰ τὰ δὲν μπορῶ σὲ γράφει.
Ἐτότες ἐμισεύσαμε μ΄ ὅλην τὴν ὀρδινία͵
ἤλθαμε κ΄ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Βαβυλωνία.
Ἐκεῖ παιδὶ γεννήθηκε κ΄ εἶχε τοιοῦτο εἴδει·
΄κ τὴ μέσ΄ ἀπάνω ἄνθρωπος καὶ κάτω ἦτον φίδι.
Ἐκείνη ποὺ τὸ γέννησε φέρνει το στὸ παλάτι͵
ἤφερε κ΄ ἔδειξέ μού το͵ στὰ χέρια της τὸ κράτει
Κρυφὰ μοῦ τό ΄φερε ἐκεῖ͵ εἶδα το γὰρ πῶς κάνει͵
εἰς αὖτο͵ λέγω͵ θάμασμα ἐμένα μοῦ ἐφάνη.
Ὅρισα δὲ νὰ ἔλθουσι μάγοι καὶ ἀστρονόμοι͵
νὰ δῶ ΄ς τοῦτο τί λέγουσι͵ τοῦ καθενὸς τὴν γνώμη.
Ἐτότες ἐμαζώκτησαν κ΄ οἱ μάγοι κάμνουν κρίση͵
τ΄ ἄγρια ἔθνη͵ μοῦ ΄πασι͵ ἐγὼ τὰ θέλω ΄ρίσει.
Εἷς ἀστρονόμος ὕστερα ἦλθε σ΄ ἐμᾶς κι ἀρχίζει͵
καὶ τὸ σημεῖον ἔβλεψε͵ τὰ ῥοῦχα του ξεσκίζει.
Βάνει μεγάλη τὴ φωνὴ καὶ κλαίγει καὶ τρομάσσει͵
καὶ ἔλεγέ μας βασιλειὰ γλήγορα θὲ χαλάσει.
Κ΄ ἐγὼ ὡσὰν τὸ ἤκουσα͵ μεγάλως ἐφοβήθη͵
τοῦ ἀστρονόμου τὸ λοιπὸν ἔτσι τ΄ ἀπιλογήθη.
Καὶ εἶπα του τὸ λοιπονὲ αὐτὸ νὰ καθαρίση
καὶ τὸ σημεῖο τί δηλοῖ πασάνας νὰ γρικήση.
Ὁ μάγος ἀποκρίθηκε· ‘Τ΄ ἀπάνου τοῦ ἀνθρώπου͵
ἐκεῖνος͵ λέγω͵ εἶσ΄ ἐσύ͵ εἰσὲ τοιούτου τρόπου·
τὸ κάτω͵ λέγω͵ τοῦ φιδιοῦ ἔναι ἡ ἐξουσά σου͵
κ΄ ἐκεῖνοι ὁποὺ παίρνουσι ΄ξ ἐσὲν τὴ ἀφεντιά σου.’
Ἐξ ἐμοῦ τοῦ γράψαντος Λεξάνδρου τοῦ υἱοῦ σου͵
νὰ σ΄ εὕρη ἡ γραφὴ καλὰ μὲ ὅλους τοῦ σπιτιοῦ σου.»
Τοῦ Ἀλεξάνδρου θάνατος τοιούτως γὰρ ἐγίνη͵
ὁντὰ τὸν ἐφαρμάκεψαν οἱ φίλοι του ἐκεῖνοι.
Ὅταν αὐτὸς ἐξέβηκε ἐκ τὴν Μακεδονία͵
φίλον του ἄφηκε ἐκεῖ νὰ ΄ρίζη μ΄ ὀρδινία͵
τὸ ὄνομα Ἀντίπατρον͵ τὴ χώρα νὰ γυρίζη.
Ἄφηκε καὶ τὴν μάνα του ἐκείνη γιὰ νὰ ΄ρίζη.
Ὀλυμπιάδα ἔγραφεν σ΄ Ἀλέξανδρον καὶ πέβει
τὸ πὼς αὐτὴ Ἀντίπατρον οὐδὲν τὸν ἀφεντεύει.
Καὶ πάλι ὁ Ἀντίπατρος σ΄ Ἀλέξανδρον ἐμήνει͵
τὸ θέλημά της κάμνει το καὶ ὅ͵τι θέλει κείνη·
«Αὐτὴ σ΄ ἐμὲν μανιώνεται καὶ ἔχει κακοσύνη͵
μὰ γὼ κάνω στὴ χώρα σου πολλὴν δικαιοσύνη.»
Ἀλέξανδρος γὰρ ἄφηκε τὸ πράμα κ΄ ἐδιέβη͵
σ΄ Ἀντίπατρον δὲν ἔγραψε͵ μηδὲ ΄ς μητέρα πέβει.
Ὀλυμπιάδα ἔγραφε͵ σ΄ Ἀλέξανδρον ἐμήνει
νὰ βγάλη τὸν Ἀντίπατρον ἐκ τὴν τιμὴν ἐκείνη.
Ἀλέξανδρος τῆς ἔγραψε αὐτείνης τότε πάλι͵
αὐτεῖνον τὸν Ἀντίπατρον ἐκ τὴν τιμὴ νὰ βγάλη.
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀντίπατρος͵ ἐγύρευε νὰ ποίση
μέθοδον τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τὸν φαρμακίση.
Φαρμάκι κάμνει ἰσχυρόν͵ ΄ς πυξόμηλον τὸ βάνει
καὶ τοῦ υἱοῦ του τό ΄δωκε Κασσάνδρου ν΄ ἀθιβάνη.
Εἶχε δὲ ὁ Ἀντίπατρος τὸν ἕτερον υἱόν του
δοσμένον τοῦ Ἀλέξανδρου ὡς ἄνθρωπον δικόν του.
Ἀντίπατρος παράγγειλε Κασσάνδρου τοῦ υἱοῦ του
νὰ δώση τὸ φαρμάκιον Ἰούλη τ΄ ἀδελφοῦ του.
Τότες ἀποχαιρέτησε Κασσάνδρος καὶ μισεύει͵
στὰ μέρη τῆς Βαβυλωνιᾶς ἐκεῖθεν γὰρ ὁδεύει.
Ἐκ΄ ηὕρηκε τ΄ ἀδέλφι του͵ Ἰούλιον τὸν λέσι͵
γι΄ Ἀλέξανδρον τοῦ μίλησε γιὰ νὰ τὸν ἀπολέση.
Τότες Κασσάνδρος ἔβγαλε͵ δείχνει του τὸ φαρμάκι͵
σὰν εἴχασι τὴν ὀρδινιά͵ δίνει του καὶ πιτάκι.
῎Ητονε ὁ Ἰούλιος ἐξ αὖτον λυπημένος͵
΄κ τὰ χέρια τοῦ Ἀλέξανδρου ἤτονε ῥαβδισμένος͵
διότι τοῦ ἐκτύπησε ἀπάνω στὸ κεφάλι͵
μὲ τὸ ῥαβδὶ τοῦ βάρεσε μία ῥαβδιὰ μεγάλη.
῏Ητον κι ἄλλος λυπούμενος͵ Μήδην γὰρ τὸν ἐκράζαν͵
ἐβουλευτῆκαν καὶ οἱ δυὸ τότες κ΄ ἐλογαριάζαν.
῏Ησαν καὶ ἄλλοι στὴν βουλὴ κ΄ ἠθέλησαν νὰ ποίσουν͵
ἐτότες τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τὸν φαρμακίσουν.
Αὐτεῖνα ἂς τ΄ ἀφήσωμε͵ ὡς γιὰ νὰ μὴν ἀργήσω͵
καὶ διὰ τὸν Ἀλέξανδρον θέλω γιὰ ν΄ ἀρχινήσω.
Ἀλέξανδρος καλεστικὴ ἐτότες ὀρδινιάζει͵
τοὺς ἄρχοντες ἐκάλεσε͵ τότες ἐκεῖ τοὺς κράζει͵
τοὺς πρώτους τῶν στρατιωτῶν κι ὅλους τοὺς ἀνδρειωμένους͵
καὶ τοὺς σατράπας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς ἐκλελεγμένους.
Ὅλοι τους τότε χαίρονταν σ΄ ἐκεῖνο τὸ τραπέζι͵
πασάνας ἀπὸ τὴν χαρὰν ἀρχίνησε νὰ παίζη.
Καὶ τότε πάλι Ἀλέξανδρος ἐσέβη στὸ κελί του
κ΄ ἔπεσε στὸ κρεβάτι του νὰ πάρη τὴ βουλή του.
Εἶχε δὲ εἰς Ἀλέξανδρον Μήδιος παρρησία͵
ἐδιέβη καὶ τὸν ἔκραξε νά ΄λθη στὴν κουρτεσία.
Καὶ εἶπε του· «Ὦ δέσποτα͵ θέλουν γιὰ νὰ σὲ δοῦνε
οἱ φίλοι σου οἱ γνήσιοι μ΄ ἐσένα νὰ χαροῦνε.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ ἔξω γιαμιὰ ἐβγαίνει͵
τὸ θέλημά τους ἔκαμε εἰς αὔτους καὶ παγαίνει.
Ἐκ΄ ηὕρηκε τὸν Πέρδικα εἰς τὸ τραπέζι κεῖνο͵
τὸν Ποθανά͵ τὸν Λεονάν͵ ὅλοι ἐπίναν οἶνο·
τὸν Σπευστική͵ τὸν Λεονάν͵ Λυσίμαχον καὶ ἄλλοι͵
τὸν Φίλιππον καὶ Ὀλκιά͵ κ΄ εἶχαν χαρὰ μεγάλη.
Κορβόμη καὶ τὸν Εὐγενή͵ Νέαγρον κ΄ Ἑρακλείδη͵
εἶχαν καὶ τὸν Ἀριστονά͵ ἄρχισαν καὶ τραγούδι.
Εἴχανε κ΄ εἰς τὴν μέση τους τότε τὸν Πτολεμαῖον͵
Κασσάνδρον μὲ τὸ ὄνομα καὶ Φιλονὰ τὸν νέον.
Μόνον οἱ πέντε ἐξ αὐτοὺς δὲν ἦσαν αἰτιασμένοι͵
σ΄ ἐκεῖνον τὸ συβούλιον δὲν ἤσανε βαλμένοι.
Πέρδιξ οὐκ ἦτον στὴν βουλήν͵ οὐδὲ ὁ Πτολεμαῖος͵
οὐδ΄ Ὄλβιος͵ Λυσίμαχος͵ οὐ Φιλονὰς ὁ νέος.
Ἄλλοι οἱ ἀποδέλοιποι εἶχαν βουλὴ σταμένη
γιὰ νὰ τὸν φαρμακίσουσι͵ γιὰ φθόνον γοἱ ὀργισμένοι.
Ἔκαμαν ὅρκους φοβεροὺς νὰ μὴν ἀλληλογήσουν͵
ἐκεῖνο͵ ὁποὺ εἴπασι͵ ὅλοι τους νὰ τὸ ποίσουν.
Τώρα οὖν ἂς γυρίσωμε εἰς τὴν ἐπιβουλία͵
ποὺ θέλησαν νὰ κάμουσι͵ κείνη τὴν ἀσωτία.
Ὅλοι τους ἦσαν σὲ βουλή͵ τ΄ ὁποῖον καὶ τὸ ποῖκαν͵
καὶ τόμου ἦλθ΄ Ἀλέξανδρος͵ ὅλοι προσηκωθῆκαν.
Εἶχε δὲ ὁ Ἰούλιος φαρμάκι στὸ ποτήρι͵
κ΄ ἐκέρασε τ΄ Ἀλέξανδρου κι ἀπέκει ἐσυντήρει.
Ὡσὰν αὐτὸς τὸ ἔπιε͵ ὥρα διάβη μεγάλη͵
ὁλόγυρα ἐγύριζε κ΄ ἐπίνασι καὶ ἄλλοι.
Ἐφώναξε·» Ὦ φίλοι μου͵ τί ἔναι ποὺ μὲ πειράζει͵
ὁπού ΄λθε στὸ συκώτι μου͵ σαγίτα καὶ μὲ σφάζει;»
Καὶ πλέο δὲν ἠμπόρεσε αὐτὸς γιὰ ν΄ ἀπομείνη
κ΄ εἶπε τους γιὰ νὰ κάθωνται στὴν εὐθυμίαν κείνη.
Ἐκεῖνος ἐσηκώθηκε καὶ στὸ κελί του μπαίνει͵
μὴ νὰ τὸν πάψη ὁ καημός͵ ὁποὺ τόνε μαραίνει.
Πτερὸ ζητᾶ Ἀλέξανδρος στὸ στόμα νὰ τὸ βάλη͵
μὴ νὰ ξεράση͵ ἔλεγε͵ ὀκ τὴν χολὴν νὰ βγάλη.
Καὶ τὸ πτερὸ Ἰούλιος φαρμάκι ΄λείφει πάλι͵
τ΄ Ἀλέξανδρου τὸ ἔδωσε στὸ στόμα νὰ τὸ βάλη.
Καὶ τὸ πτερὸ Ἀλέξανδρος στὸ στόμα του τ΄ ἀμπώνει͵
τότες πάλι χειρότερα ἐπιάσαν τον οἱ πόνοι.
Τὴν νύκτα ὅλην ἄυπνος διαβάζει ὁ καημένος͵
δὲν τό ΄ξευρε ὁ ταπεινὸς ὅτ΄ ἒν φαρμακωμένος.
Τὴν νύκτα ὅλους ἔβγαλε μέσα ἐκ τὸ κελί του͵
μέσα τινὰν δὲν ἄφηκε͵ βγάνει καὶ τὴ γυνή του.
Καὶ τότες ἐσηκώθηκε κρυφὰ διὰ νὰ ποίση͵
γιὰ νὰ πνιγῆ στὸν ποταμὸν καὶ κάτω νὰ βουλήση͵
διότις ἐκεῖ ἔρχετον Εὐφράτης τὸ ποτάμι͵
εἰς Βαβυλῶνα ἔρχετον μὲ τὴν πολλὴν δυνάμη.
Εἶδε τον ἡ γυναίκα του͵ τρέχει καὶ τόνε πιάνει͵
ἐπαίρνει τον ΄κ τὸν ποταμόν͵ στὸ σπίτι τόνε βάνει.
Εἶπε της· «Ὦ γυναίκα μου͵ κακό ΄καμες μεγάλο͵
ἂν εἶχα πάγει ἄφαντος͵ θεὸν μὲ εἶχαν ἄλλο.»
Καὶ εἶπε της· «Πρὸς τὸ παρὸν μηδὲν τ΄ ὁμολογήσης͵
εἰσὲ κανέναν ἄνθρωπον ποτὲ μὴν τὸ μιλήσης.»
Ἀποταχὺ Ἀλέξανδρος ΄ρίζει τὸ στρατορίκι͵
ὅλοι νὰ ἔλθουν ἐμπροστὰ νὰ κάμη διαθήκη.
Καὶ τότες ἐμαζώκτηκε ὅλο του τὸ φουσάτο͵
ἐκάμναν ἀνακάτωμα τότες ἀπάνω κάτω.
Καὶ εἴπασι τοῦ φύλακα͵ πὀφύλαγε τὸ δῶμα·
«Δεῖξε μας τὸν ἀφέντη μας͵ τεδὲ νὰ κάμωμ΄ αἷμα.»
Κ΄ ἐσέβη μέσα Πέρδικας τ΄ Ἀλέξανδρου καὶ λέγει·
«Δέσποτα͵ μακεδονικὸ ἔξω φουσάτο κλαίγει
καὶ ὅλοι θέλουν νὰ σὲ δοῦν͵ ὁπού ΄ναι πονεμένοι͵
ταδὲ βάνουνται στ΄ ἄρματα͵ κανεὶς δὲν ἀπομένει.»
Τότ΄ ὅρισεν Ἀλέξανδρος τὴν κλίνην νὰ βαστάξουν͵
στὴ μέση νὰ τὸν βάλουσι͵ ὅλοι νὰ τὸν κοιτάξουν.
Καὶ ἦλθε τὸ φουσάτο του͵ ὅλο μὲν τὸν κοιτάζει͵
πασάνας ἐκ τὸν πόνον του ἀρχίζει καὶ φωνάζει.
Εἰς θάνατον τὸν ἔβλεπαν καὶ ὅλοι ἐφωνάζαν͵
ἔκλαιγαν καὶ ὀδύρονταν καὶ βαρυναστενάζαν.
Καὶ ἕνας λέγει ἐξ αὐτούς͵ πολλά ΄τονε θλιμμένος͵
ἦτον ΄διώτης εἰς τὸν νοῦν κ΄ ἔκλαιγεν ὁ καημένος.
Σ΄ Ἀλέξανδρον ἐσίμωσε κ΄ ἐδιάβη εἰς τὴν κλίνην͵
ἔκλαιε καὶ ὀδύρετο τὴν ἐδική τ΄ ὀδύνην.
Ἐφώναξε· «Ὦ βασιλεῦ͵ σ΄ ἐμᾶς τ΄ ἔναι ποὺ κάνεις;
Ἀφήνεις μας γὰρ ἔρημους καὶ θέλεις ν΄ ἀποθάνης.
Γιὰ τοῦτο μᾶς ἐξέβαλες ἐκ τὴν Μακεδονία͵
νὰ μᾶς ἀφήσης ὀρφανοὺς εἰς τὴν Βαβυλωνία;
Κρεῖττον ἡμεῖς συζώντανοι στὴν γῆν νὰ κατεβοῦμε
παρ΄ εἰς ἐσέν͵ Ἀλέξανδρε͵ τὸν θάνατον νὰ δοῦμε.»
Πάλι τὸ μακεδονικὸ φουσάτο τότε λέγει͵
βάνει μεγάλη τὴ φωνή͵ ἀρχίζει γιὰ νὰ κλαίγη.
Κ΄ ἐδάκρυσε κι Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε τους γιὰ νὰ ποίσουν͵
παρακαλεῖ τους θλιβερὰ γιὰ νὰ παραμερίσουν.
Ὅρισε πάλι Ἀλέξανδρος γραμματικὸν καὶ κράζουν͵
καὶ διαθήκην ἔκαμε͵ στὴν μέση τὴν διαβάζουν·
«Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος καὶ κοσμοκράτωρ μόνος͵
Ὀλυμπιάδας ὁ υἱὸς καὶ τοῦ θεοῦ Ἀμμῶνος.
Ἐπεὶ βλέπω ὁ θάνατος θέλει νὰ μὲ χωρίση͵
ποὺ πασαένας ἐξ αὐτὸν δὲν ἠμπορεῖ νὰ γλύση͵
πρῶτον ἀφήνω τὸ λοιπὸν σ΄ ὅλην τὴν οἰκουμένη͵
ἀγάπην καὶ συχώρησιν κι ἂς εἶν συμπαθημένοι·
καὶ διὰ νὰ μὴν γίνεται στοὺς ἀρχηγούς μου μάχη͵
πασάνας ἐκ τὸν τόπον μου τὸ μερτικό του νά ΄χη.
Ἀφήνω στὴν πατρίδα μου͵ εἰς τὴν Μακεδονία͵
Ἰδαῖος νά ΄ναι ἀρχηγός͵ νὰ ΄ρίζη μ΄ ὀρδινία.
Ἂν κάμη ἡ γυναίκα μου͵ ὁπὄναι γγαστρωμένη͵
παιδί͵ νὰ ἔχη θέλημα καὶ βασιλεὺς νὰ γένη.
Ἂν ἒν καὶ γένη θηλυκὸ ἐκεῖνο τὸ παιδάρι͵
ἂς κάμουσι Μακεδονοὶ ἄνδρα διὰ νὰ πάρη.
Καὶ ἂς τὸ βάλουν στὸ σκαμνί͵ ἐκεῖνος νὰ καθίση͵
αὐτεῖνος τὴν Μακεδονιὰ ὡσὰν ἐμὲ νὰ ΄ρίση͵
ἀπὸ τὸν τόπον π΄ ὅρισα αὐτεῖνος νὰ μετέχη·
Λεονὰ νὰ τὸ βάλετε͵ τὸ ὄνομα νὰ ἔχη͵
ἂς πάρη καὶ γυναίκα του αὐτὴν τὴν Λεονίκην͵
τοῦ Νιγιάδου ἀδελφήν͵ νὰ ἔχη πάντα νίκην.
Ἀφήνω γὰρ τοῦ Εὐγενῆ͵ πού ΄χα γραμματικό μου͵
νά ΄ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς μὲ θέλημα δικό μου.
Καὶ νὰ ὁρίζη τὸ λοιπὸν αὐτὴν τὴν Παμφαΐα
μ΄ ὅλα της τὰ περίγυρα καὶ τὴν Καππαδοκία.
Ἀφήνω τοῦ Ἀντίγονου ὅλην τὴν Παφυλία
καὶ τὴν Φραγκία͵ σὰν ὑπά͵ ὅλην τὴν Ἰταλία.
Καὶ τοῦ Κασσάνδρ΄ ἀφήνω του νὰ ἔχη βημερία͵
νά ΄ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς σ΄ ὅλην τὴν Καστορία.
Τὴν χώρα ὁποὺ βρίσκεται ἀνάντια στὸ ποτάμι
ἀφήνω τὸν Ἀντίπατρον σ΄ ἐκείνηνε νὰ κάμη.
Ἀφήνω γὰρ τὴν Ἐλυκιά͵ ἐκεῖθεν σὰν γυρίζει͵
ὁ Φιλονὰς μὲ τ΄ ὄνομα͵ αὐτὸς νὰ τὴν ὁρίζη.
Ἀφήνω γὰρ τοῦ Πύθωνα νὰ ΄ρίζη τὴν Συρία
μ΄ ὅλα της τὰ περίγυρα καὶ Μεσοποταμία.
Ἀφήνω γὰρ τὸν Σέλευκον͵ πὄχει πολλὴν ἁγνεία͵
νά ΄ναι ἀφέντης κύριος εἰς τὴν Βαβυλωνία.
Ἀφήνω τοῦ Φηνίνιου νὰ ΄ρίζη στὴν Συρία͵
νά ΄χη καὶ τὴν Κοίλη Συριὰ μὲ τὴν εὐημερία.
Αἴγυπτον͵ Ἀλεξάνδρεια τὸν Πτολεμαῖον ΄φήνω͵
νά ΄ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ τὲς παριδίνω.
Ἀπάνω ΄κ τὴν Βαβυλωνιὰ χώρα τὴ βοδωμένη͵
σ΄ αὐτὴν νὰ ΄ρίζη Πέρδικας͵ ἀφέντης γιὰ νὰ γένη͵
ἕως κάτω στὰ Βάκτηρα νὰ ΄ρίζη μὲ βουλή του·
ἂς πάρη καὶ γυναίκα μου Ρωξάνην γιὰ γυνή του͵
γιατὶ πολλὰ ἐκόπιασε Πέρδικας γιατ΄ ἐμένα
καὶ πάντα στὴν ἀνάγκη μου αὐτεῖνος μ΄ ἐκυβέρνα.
Ἀφήνω ἀφέντες τέσσαρους͵ αὐτοὺς νὰ τοὺς τιμήσουν͵
καὶ ὅ͵τι θέλουν τὸ λοιπόν͵ αὐτεῖνοι ἂς τὸ ποίσουν.
Δημήτριος καὶ Σέλευχος νά ΄ναι μ΄ ἐμπιστοσύνη͵
ὁ Φίλιππος͵ ὁ Πτολεμιὸς ἂς κάμνουν δικιοσύνη.
Ὁρίζω γιὰ νὰ κάμετε λεκάνη χρυσωμένη
διακόσια κηντηνάρια κι ἂς ἔναι γεναμένη·
ὅταν θελήση ἡ ψυχὴ νὰ βγῆ ἐκ τὸ κορμάκι
μέσα γιὰ νὰ μὲ θάψετε εἰς τὸ χρυσὸ λαρνάκι.
΄Κ τοὺς Μακεδόνας βρίσκονται γέροι ἀχαμνισμένοι͵
πασάνας εἰς τὸ σπίτι του μὲ χρῆμα νὰ παγαίνη.
Νὰ τοὺς εὐχαριστήσετε νὰ μὴν παραπονοῦνται͵
νὰ πᾶσι εἰς τὰ σπίτια τους͵ πάντα νὰ μὲ θυμοῦνται.
Εἰς τὰς Ἀθήνας στείλετε χαρίσματα ΄ριωμένα͵
στείλετε καὶ βασιλικὰ ῥοῦχα κι ἂς εἶν βαμμένα.
Καὶ εἰς τὸ Ἄργος στείλετε νὰ πᾶσι τ΄ ἄρματά μου͵
΄ς κεῖνον τὸν τόπον ἀγαπῶ νὰ πᾶν μὲ θέλημά μου.
Καὶ μέσα νὰ τὰ βάλετε ΄ς ναὸν τοῦ Ἡρακλέως͵
καὶ νὰ μηδὲν θελήσετε νὰ κάμετε ἀλλέως.
Καὶ στάμενα νὰ στείλετε πενήντα κηντηνάρια͵
ἀκόμα͵ λέγω͵ κ΄ ἑκατὸ νὰ πᾶν ἐκεῖ καθάρια.
Εἰς τὸν ναὸν Ἀπόλλωνος͵ πὄνι ἀδελφοσύνη͵
δόντια νὰ πᾶν λεφάντινα νά ΄χουν ὀμορφοσύνη.
Πέψετε κοῦπες ἑκατό͵ λέγω σας μ΄ ὁρισμόν μου͵
στείλετε καὶ δερμάτια νά ΄ναι ΄ς μνημόσυνόν μου.
Καὶ εἰς τὸ κάστρο Μελητί͵ ποὺ λέγουν μελανώδη͵
ἂς ἀποστείλουν ἐδεκεῖ φλουρία ἕνα μόδι.
Ὅσα νησία βρίσκονται νά ΄χουν καθαροσύνη͵
αὐτὰ ποὺ ΄ρίζει τὸ λοιπὸν τῆς Ρόδου τὸ κουμούνι.
Καὶ τὴν Νηδίαν͵ ὁποὺ ἒν στὸ Νήδον στὸ ποτάμι͵
ἀφήνω την τοῦ Πυθωνᾶ νά ΄χη σ΄ αὐτὴν νὰ κάμη.
Ἀφήνω ἀφέντη͵ λέγω σας͵ αὐτεῖνον τὸν Ταξίδη͵
΄ς Παρανησάδας τὸ λοιπὸν νὰ παίρνη καὶ νὰ δίδη.
Ἀφήνω τοῦ Σερβέντιου σ΄ αὐτὴν τὴν Ραχωσία
μ΄ ὅλα της τὰ περίγυρα κι αὐτὴν τὴν Γερασία.
Εἰς δὲ τὴν χώραν τὴν καλὴν ὁποὺ τὴν λὲν Συρίνη͵
ἀφήνω την τοῦ Φίλιππου νὰ ΄ρίζη μὲ εἰρήνη.
Ἀφήνω ἀφέντη Κυρχανιὰ αὐτὸν τὸν Πανταφέρνη
νά ΄ναι ἀφέντης εἰς αὐτούς͵ ὅλους νὰ τοὺς εὐφραίνη.
Ἀφήνω γὰρ τὸν Πέκιστα ἀφέντη στὴν Περσία
ὁλόγυρα͵ ὡσὰν ὑπά͵ μ΄ ὅλη της τὴν μπασία.
Καὶ τοῦτο παραγγέλλω σας͵ στὴν χώραν τὴ Σουσάνη
Κοῦρον ἀφήνω ἀρχηγὸν νά ΄χη σ΄ αὐτὴ νὰ κάνη.»
Καὶ τόμου τὴν ἀνάγνωσαν κείνη τὴν διαθήκη͵
τότ΄ ἔκλαψαν οἱ ἄρχοντες͵ ὅλο τὸ στρατορίκι.
Καὶ τότε πάλι εἴδασιν ἄστρο ποὺ κατεβαίνει͵
΄κ τὸν οὐρανὸν ἐπρόβαλε͵ στὴν θάλασσα παγαίνει.
Καὶ ἀετὸς ἀκολουθᾶ ἐκεῖνο τὸ ἀστέρι͵
κ΄ ἐπερπατοῦσαν καὶ τὰ δυὸ στῆς θάλασσας τὰ μέρη. --------------
Τόμου ἐδιάβη ὁ ἀστὴρ ἀπάνω στὴ μονή του͵
τότε καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του.
Ἐκεῖνος ὁπὀδούλευε τ΄ ἄλογο τὸ μεγάλο
μέσα στὸν στάβλον σέβηκε͵ λέγει του δίχως ἄλλο.
Εἶπε του· «Ὦ Βουκέφαλε͵ ἐσ΄ ἔχεις τὴ ζωή σου͵
μ΄ ἀπόθανεν ἀφέντης σου͵ ὁπού ΄τον ἡ τιμή σου.»
Τότε πολλὰ χλιμίτηξε͵ βρουχᾶται ὥσπερ λέω͵
μέσα στὸν στάβλον πλάνταξε ἔτσι͵ ὡσὰν σᾶς λέω.
Καὶ ὅλοι ἐθαυμάσασι στὸ ζὸ τὸ φιλημένο͵
γι΄ ἀγάπη τοῦ ἀφέντη του ποὺ βρέθη πλαντασμένο.
Πάντα μὲ τὸν ἀφέντη του σὰν ἔβγαινε στὴν μάχη͵
τοὺς βαρβάρους ἐσύντριβε͵ ὅσοι τοῦ θέλαν λάχει.
Τοὺς μὲν ἐκτύπα στοῖς ποσί͵ τοὺς δὲ στὸ στῆθος πάλι͵
μ΄ ἐκεῖνο γίνη νικητὴς κ΄ ἐτρέμαν τον οἱ ἄλλοι.
Ταφιασταὶ μυρίσαντες Λεξάνδρου τὸ κορμάκι
καὶ μέσα τὸ ἐβάλασι εἰς τὸ χρυσὸ λαρνάκι.
Οἱ Μακεδόνες ἤθελαν νὰ πάρουν τὸ κορμί του͵
ἀντάμα νὰ τὸν βάλουσι ΄ς Φίλιππον τὸν πατήρ του.
Οἱ Πέρσες πάλι λέγασι ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν θάψουν͵
ὁπού ΄ν καὶ ἄλλοι βασιλεῖς γιὰ νὰ τὸν ἀναπάψουν.