Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 16

Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 16η συνέχεια και τελευταία



Ἐτότες ἐμαλώνασι τὸ ποιὸς νὰ τὸν ἐπάρη͵

νὰ τό ΄χουν εἰς τὸν τόπον τους διὰ μεγάλη χάρη.

Καὶ ἦλθε ὁρισμὸς σ΄ αὐτοὺς παρὰ θεοῦ ἡδέως͵

γιὰ νὰ θαπτῆ στὴν Αἴγυπτον͵ νὰ μὴ γενῆ ἀλλέως.

Ὁ Πτολεμιὸς μὲ ἕτερους παίρνει τον καὶ παγαίνει

Ἀλέξανδρον εἰς Αἴγυπτον͵ σὰν εἶν παραγγελμένοι.

Ὁ ἱερεὺς δὲν ἄφηκε γιὰ νὰ τὸν ἀναπάψουν

Ἀλέξανδρον εἰς Αἴγυπτον͵ ὡς γιὰ νὰ τόνε θάψουν.

Σ΄ Ἀλεξανδρειὰ τὸν παίρνουσι καὶ βάνουν τον στ΄ ἁμάξι͵

ἐκεῖ γὰρ τὸν ἐθάψασι ὡσὰν τὸ θέλ΄ ἡ τάξη.

Ἔζησε δὲ Ἀλέξανδρος χρόνους τριάντα τρίους͵

τὸν θάνατον γὰρ ἔλαβε αὐτὸς ἐκ τοὺς ἰδίους.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἐτοῦτο τὸ βιβλόπουλον στὴ Βενετιὰ τυπώθη.

Ἐκεῖνος ποὺ τὸ τύπωσε μεγάλα γὰρ ἐπόθει

νά ΄βρη τὰ κατορθώματα καὶ πράξεις τ΄ Ἀλεξάνδρου

καὶ πῶς ἐθανατώθηκε ΄κ τὰ χέρια τοῦ Κασσάνδρου·

νὰ εὕρη κι ἀθιβόλαιον νά ΄ναι διορθωμένο

εἰσὲ σκοπὸν καὶ ἔννοια καὶ ὀρθογεγραμμένο.

Λοιπό ΄λαχε καὶ ηὗρε το κ΄ εἶχε τὸ ἐναντίο

ἀπ΄ ὅλα ὅσα εἴπαμε͵ καὶ νὰ εἰπῶ τὸ ποῖο·

σφαλτὸ καὶ ἀδιόρθωτο καὶ κακογεγραμμένο͵

κι ἀπὸ τὴν παλαιότητα ἦτον διεφθαρμένο.

Ἐκεῖνος ὁποὺ τό ΄βαλε εἰς στίχον καὶ εἰς ῥίμα

ηὑρίσκεται στὴν Ζάκυνθον κ΄ ἔκαμε μέγα κρίμα

ποὺ δὲ μᾶς εὐεργέτησε τὸ ἐδικό του γράμμα·

τὸ νὰ τὸ μάθη ὄλπιζα͵ στέλνει το ἐν τῷ ἅμα͵

ἐπεὶ ἐγὼ τοῦ μήνησα κ΄ ἐπαρακάλεσά τον

γιὰ νὰ τὸ στείλη τὸ λοιπὸν ἐγὼ δεήθηκά τον·

πλευσίματά ΄ρχονται πολλὰ ἐδῶ στὴν Βενετία͵

τὸ πὼς οὐδὲν τὸ ἔστειλε οὐκ οἶδα τὴν αἰτία.

Ἡμεῖς͵ τὸ ἠμπορέσαμε͵ ἐκάμαμε μὲ κόπον͵

κι ἂν ἒν σφαλμένο τίποτες εἰσὲ κανέναν τόπον͵

σὲ ῥίμα ἢ εἰς ἔννοιαν ἢ εἰς κανέναν τρόπον͵

τὸ σφάλλειν ἔναι τῶν βροτῶν καὶ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων.

Λάβετε γὰρ κ΄ ἐπάρετε τούτην τὴν ἱστορία

νὰ δῆτε κατορθώματα͵ Λεξάνδρου τὴν παιδεία·

ἀνδρεία γὰρ ἐκέκτητο κι αὐτὴν τὴν σωφροσύνη͵

ἰδέτ΄ ἂν ἦτον σώφρονας κ΄ εἶχε δικαιοσύνη.

Γυναίκα γὰρ τοῦ Δάρειου εἶχε ΄χμαλωτισμένη͵

μ΄ ἐκείνην δὲν ἐμοίχευσε͵ σὰν τό ΄χουν μιασμένοι͵

πού ΄τον εἰς τὴν νεότητα καὶ εἶχε ἐξουσία͵

τὸ συνειδὸς τὸν ἔλεγχε κ΄ ἔφυγε ἀνομία.

Αὐτεῖνο γὼ διάβασα͵ γραμμένο γὰρ τὸ εἶδα

εἰσὲ βιβλίον ἔμορφον στὸν στορικὸν Σουΐδα·

Εὐνοῦχος τῆς βασίλισσας ἔφυγε εἰς Δαρεῖον͵

κ΄ ἐρώτησέ τον Δάρειος γιὰ τῶν αὐτοῦ παιδίων͵

ἂν ζῆ καὶ ἡ μητέρα του κι αὐτείνη ἡ γυνή του͵

καὶ ἀπὸ κεῖνον ἔμαθε τ΄ ἀγάπα ἡ ψυχή του.

Λέγει του· «Οἱ κυράδες μου βασίλισσες καλοῦνται͵

καὶ ἀπὲ τὸν Ἀλέξανδρον πολλὰ εὐχαριστοῦνται.

Κυρά μου ἡ βασίλισσα ἔναι μὲ τὴν τιμή της͵

τινὰς οὐδὲν τὴν ἔγγιξε αὐτὴν εἰς τὸ κορμί της.»

Σὰν τ΄ ἄκουσεν ὁ Δάρειος͵ στὸν οὐρανὸν κοιτάζει͵

τὰς χεῖρας του ἀσήκωσε καὶ τὸν θεὸν δοξάζει·

«Εὐχαριστῶ σου͵» εἶπε͵ «Ζεῦ͵ ἐσὲν τὴ βασιλεία͵

ὁπὄδωσες καὶ τῶν φθαρτῶν ταύτην τὴν ἐξουσία

καὶ βασιλεύουν ἐπὶ γῆς μὲ θέλημα δικό σου.

Σὺ βασιλειὰ μοῦ ἔδωσες͵ κι ἂν ἔναι ὁρισμός σου͵

αὐτείνη φύλαξον ἐμοί͵ εἰ δὲ καὶ οὐ θελήσης͵

τὸ κράτος͵ τὸ βασίλειον θέλεις νὰ μοῦ στερήσης͵

παρακαλῶ σ΄ Ἀλέξανδρου αὐτεῖνο νὰ χαρίσης

καὶ ἄλλα περισσότερα βασίλεια νὰ δωρίσης.»

Ἰδέτε τί κατόρθωμα ἔναι ἡ σωφροσύνη͵

γιὰ τὸν ἐχθρὸν παρακαλεῖ καὶ πέφτει ΄ς δουλοσύνη.

Ἐτετυπώθη τὸ λοιπόν͵ ἔλαβε γὰρ καὶ τέλος

ἐτούτη ἡ ἱστόρια καὶ τὸ ὡραῖον μέλος͵

ἔτει μετὰ τὴν λύτρωσιν ἀνθρώπων γὰρ τὴν νέα͵

χίλια πεντακόσια δὶς δέκα καὶ ἐννέα͵

στὰς δεκαπέντε τοῦ μηνός͵ λέγω τοῦ Σεπτεμβρίου͵

κόπος καὶ δεξιότητι Ζήνου τοῦ Δημητρίου.