Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις,
κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 3η συνέχεια
Ὡς τ΄ ἄκουσεν ὁ Δάρειος͵ μεγάλως τὸ θυμώθη
τὰ λόγια τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ δυνατὰ ἐτρώθη.
Μαντάτα ἦλθαν κ΄ εἴπασι͵ ἀπίστησ΄ ἄλλο κάστρο͵
ἡ Θράκη τὴν ἐλέγασι͵ ὅντεν ἐβγῆκε τ΄ ἄστρο.
Καὶ τὸν Ἀλέξανδρό ΄στειλε αὐτὰ νὰ πολεμήση͵
καὶ νὰ τῆς δώκη πόλεμον͵ αὐτὸς νὰ τὴν ὁρίση.
Καὶ Παυσανίας ὄνομα͵ Σαλονικιῶν ὁμάδα͵
μαντάτα κεῖνος ἔπεβεν εἰς τὴν Ὀλυμπιάδα͵
διὰ ν΄ ἀφήση Φίλιππον͵ ἐκεῖνον γιὰ νὰ πάρη·
κ΄ ἐκείνη τοῦ ἐμήνησε͵ δὲν ἔχει τέτοιαν χάρη.
Ἀλέξανδρος ἐμίσευσε͵ κ΄ ἤθελε νὰ πατάξη
ὁ Παυσανίας Φίλιππον ὡς γιὰ νὰ τὴν ἁρπάξη.
Ὁ Φίλιππος ἐδιάβηκε γιὰ νὰ περιδιαβάση͵
ὁ Παυσανίας σύντομα τότε σπαθὶν ἁρπάσσει.
Καὶ ἔδωκε τοῦ Φίλιππου ἀπάνω στὸ κεφάλι͵
γιατὶ δὲν ἐλογάριαζε τὰ στέρνα κεῖνος πάλι.
Ὅρμησε μ΄ ὅλη τὴ σπουδὴ τὸν Φίλιππον νὰ σφάξη͵
Ὀλυμπιάδα ἔδραμε ὡς γιὰ νὰ τὴν ἁρπάξη·
κ΄ ἐδιάβη κι ἀγκαλιάσθη την αὐτὸς νὰ τὴν ἐπάρη͵
καὶ μὸν τυχαίνει Ἀλέξανδρος ἐκεῖ μὲ τὸ κονδάρι.
Κι αὐτεῖνος ἐφοβήθηκε νὰ σύρη μὲ μανία͵
μήπως καὶ τὴν μητέρα του σφάξη μὲ Παυσανία.
Εἶπε του ἡ μητέρα του· «Σύρε το τὸ κονδάρι͵
βοθᾶ μ΄ Ἀμμῶνος ὁ Θεός͵ ὁπὄχει τόση χάρη.»
Καὶ παρευθὺς Ἀλέξανδρος τό ΄συρε μὲ μανία͵
καὶ τότε τὸν ἐσκότωσε αὐτὸς τὸν Παυσανία.
Καὶ τότε πάλι σύντομα αὐτεῖνος τὸν ἁρπάζει͵
κ΄ ἐπαίρνει τον στὸν Φίλιππον ἀκόμα ποὺ ἀνάζει.
Ἀπῆτις τὸν ἠφέρασι τοῦ Φίλιππου ὀμπρός του͵
Ἀλέξανδρος τὸν ἔσφαξε ὀμπρὸς εἰς τοῦ πατρός του.
Εἶπε· «Παιδί μου Ἀλέξανδρε͵ δὲν ἔχω δὰ μανία͵
διότι μοῦ ἐσκότωσες μιαρὸν τὸν Παυσανία.
Τώρα πεθαίνω μὲ χαρά͵ μὴν εἶστε λυπημένοι͵
καὶ νὰ σοῦ δώσουν οἱ θεοὶ ὅλην τὴν οἰκουμένη.»
Καὶ τοῦτα εἶπε Φίλιππος κ΄ ἐδιέβη ἡ ζωή του
καὶ μετ΄ αὐτὴν ἐπλήρωσε κ΄ ἐβγῆκε ἡ ψυχή του.
Ἐτότες ὀρδινιάσασι͵ κεριὰ μεγάλα ἅψαν͵
μ΄ ἐντύματα βασιλικὰ αὐτεῖνον τὸν ἐθάψαν.
Ἀπόμεινε ἡ Ὀλυμπιάς͵ μ΄ Ἀλέξανδρ΄ ἀφεντεύει͵
ἐχάσε τὸν πατέρα του καὶ μόνος του στρατεύει.
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος͵ ὁ τῆς Μακεδονίας͵
ὁ τοῦ Φιλίππου ὁ υἱὸς κι αὐτῆς τῆς Ὀλυμπίας.
Ὅλους σατράπας χαιρετῶ͵ κι ἂς εἶστ΄ ὀρδινιασμένοι͵
νά ΄λθετε εἰς τὸν πόλεμον͵ ὅλοι ἀρματωμένοι.
Γράφω σας νὰ ἠξεύρετε τὶ ἀπέθαν΄ ὁ πατήρ μου͵
ἀπόμεινα στὴν αὐθεντιά͵ μόνε μὲ τὴ μητρί μου.
Ὀρδινιαστῆτε τὸ λοιπὸν νὰ πᾶμε στοὺς ἐχθρούς μας͵
γιὰ νὰ τοὺς καταλάβωμεν καὶ οἱ θεοὶ βοθοῦ μας.
Ἐλᾶτε γληγορώτερα μ΄ ὅλο σας τὸ φουσάτο͵
νὰ πᾶμε νὰ τοὺς βάλωμε ὅλους ἀπάνω κάτω·
κι ἂν ἀντιτείνη καὶ τινάς͵ θέλω νὰ τὸν τιμήσουν͵
σὲ φούρκα ὑψηλότατην νὰ ΄ρίσω νὰ φουρκίσουν.
Σ΄ ὅλους σας χαιρετίσματα σᾶς πέβω μὲ εἰρήνη͵
καὶ ἀγαπᾶτε με καλὰ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη.»
Ὡσὰν ἀκοῦσαν τὴν γραφὴν ἦλθαν ΄ς Μακεδονίαν
οἱ στρατηγοὶ τ΄ Ἀλέξανδρου μ΄ ὄμορφην ὀρδινίαν.
Ἀνοίξασιν τὰ ἄρματα πού ΄σαν ὀκ τοὺς γονιούς τους͵
νὰ πᾶσιν γληγορώτερο νὰ σφάξουν τοὺς ἐχθρούς τους.
῎Ηφερε καὶ τοὺς γέροντας πού ΄ν κακοπαθημένοι͵
κ΄ εἰς τοῦ πολέμου τὴν στρατιὰ εἶναι διαρμηνεμένοι.
Κ΄ ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Δὲν πᾶμε σὲ στρατεία͵
καὶ μὴ ἐμᾶς ἐπαίρνετε͵ κ΄ ἔχετε ἁμαρτία.»
Καὶ ἀπεκρίθ΄ Ἀλέξανδρος· «Θέλω ἐγὼ νὰ ΄λθῆτε͵
νὰ ἑρμηνεύσετε κ΄ ἐσεῖς ἐκεῖνο τὸ μπορεῖτε͵
τοὺς νέους ν΄ ἀναγκάζετε νὰ μπαίνουν στὴν στρατεία͵
νὰ κάμνουσιν ἐγλήγορα καὶ μὲ καλὴν καρδία.»
Καὶ τὸ φουσάτο μέτρησε κ΄ ηὗρε τὸ πατρικό του͵
χιλιάδες πεντακόσιες πού ΄σαν ΄κ τὸ γονικό του·
συντρόφους ἑπταχίλιους ὁπού ΄σαν τοῦ σπαθίου͵
συμμάχους ἑπταχίλιους κ΄ ἦσαν τοῦ κονδαρίου·
καὶ ξένοι ἐμαζώχθησαν ἑξήντα χιλιάδες͵
ὁπού ΄λθασιν κ΄ ἐσμίξασι μ΄ αὐτεῖνες τὲς ὁμάδες·
ἄλογα μακεδονικὰ χίλια ἑπτακόσια
καὶ κηντηνάρια μάλαμα ἕως <τὰ> πεντακόσια·
καὶ ὅλοι ἦσαν τὸ λοιπὸν ὀμορφαρματωμένοι͵
κεῖνοι ποὺ πᾶσι τῆς στερᾶς͵ καλά ΄νιαι βγοδωμένοι.
΄Κατὸ κάτεργ΄ ἀρμάτωσε κ΄ ἤτανε μέσα βέροι͵
καὶ τότες τοὺς ἐρίξασι σ΄ Ἀνατολῆς τὰ μέρη.
Καὶ τότες ἐξεδιάλεξε τὰ κάλλια παλικάρια͵
ἐκεῖνα πού ΄σανε καλὰ καὶ τῆς ἀνδρειᾶς καθάρια.
Πάραυτα ἐκατέβηκε στὴν Λακεδαιμονία͵
ἐκεῖ ἀπόμεινε καιρὸν καὶ κάμνει καὶ στρατεία.
Εἰς νῆσον ἐκατέβηκε͵ τὴν λέγουν Σικελία͵
ἐδούλεσέ τους καὶ αὐτοὺς δίχως καμιὰ μαλία.
Καὶ εἰς τὴν Πούλια πέρασε κ΄ ἐδιάβη κεῖ κ΄ ἐφάνη͵
Πουλιέζοι τοῦ ἐστείλασι ἕνα χρυσὸ στεφάνι͵
λιθάρια πολυτίμητα μὲ τὸ μαργαριτάρι·
καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος͵ ἐκεῖνοι νά ΄χουν χάρη·
παίρνει καὶ στάμενα περσά͵ τρακόσια κηντηνάρια͵
δουκάτα λέγω μετρητά͵ ὁπού ΄σανε καθάρια.
Τότες ἐκεῖθ΄ ἀπέρασε κ΄ ἐδιάβη στὴ Βερία
Βεριᾶς ἐκεῖν΄ οἱ στρατηγοὶ εἶχαν παλικαρία.
Τότες ἐπαρεκάλεσαν νὰ μὴν τοὺς ζημιώνουν͵
κι ὅ͵τι ὁρίσ΄ Ἀλέξανδρος ἐκεῖνοι νὰ πληρώνουν·
γρικώντας τὴν παλικαριὰ ἐκείνους εἰρηνεύει͵
ἐτότες ἐσηκώθηκε ἐκεῖθε καὶ μισεύει.
Στὴν Ἀμμωνίκη ἐδιάβηκε͵ ὀμορφαρδινιασμένος͵
νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς͵ ὁπού ΄τονε ταμένος.
Ἐκεῖνος ἦτον ὁ θεός͵ τὸ ὄνομα Ἀμμῶνος·
ἐμπῆκε ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν ναόν του μόνος·
καὶ ἔστειλε τὰ κάτεργα εἰς τὴν Φωκίδα νήσου͵
νὰ πᾶσι γληγορώτερα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσου.
Ἐκεῖνος γλήγορά ΄λεγε ἐκεῖ γιὰ νὰ περάση͵
μὸν νὰ σταθῆ στὸν Ἄμμωνα νὰ τόνε θυσιάση.
Μέσα σ΄ αὐτεῖνον ἔμεινε νὰ δῆ τὴν ἀρετή του͵
γιατὶ ἡ μάνα τὄλεγε τὶ αὐτὸς ἒν ὁ πατήρ του·
καὶ ἐδεήθη τὸν Ἀμμῶν͵ ἂ λέγη τὴν ἀλήθεια͵
ἂν ἔναι ὁ πατέρας του καὶ ἔχη τον βοήθεια.
Ἐκεῖ ποὺ ἐκοιμήθηκε͵ εἶδε εἰς τ΄ ὄνειρόν του͵
τὴν μάνα τ΄ ἀγκαλιάστηκε κ΄ ἔχει τον βοηθόν του.
Ὡσὰν τὸ εἶδε τ΄ ὄνειρον͵ αὐτὸν ἀνακαινίζει·
μὲ ὅλη τὴν σπλαγχνότητα ἔμορφα τόνε κτίζει
γράμματα γράφ΄ Ἀλέξανδρος͵ χαίρει θεῷ Ἀμμῶνι͵
υἱόν του τὸν Ἀλέξανδρον νὰ τὸν κατευοδώνη.
Καὶ τότε τὸν ἐρώτησε ἂν ἒν τὸ θελημά του
νὰ κτίση κάστρ΄ Ἀλέξανδρος͵ νὰ στέκη τ΄ ὄνομά του·
κι ἀπιλογήθη ὁ θεὸς ἂ θέλη γιὰ νὰ κάμη·
«Κτίσε πόλιν Ἀλέξανδρον στὸν Νεῖλον τὸ ποτάμι͵
καὶ βάλε τὰ θεμέλια της στὴν παραθαλασσία͵
σ΄ ὅλον τὸν κόσμον τὸ λοιπὸν νά ΄χη τὴν ἐμπασία.»
Σὰν τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος τοῦ ἔκαμε θυσία͵
ἐτότες ἐκατέβηκε στὴν παραθαλασσία·
καὶ ἐκ τὸν Νεῖλον ποταμὸν ἐλάφι ἀπερνάει͵
ὀκ τὸ φουσάτ΄ ἀπέρασε καὶ ὀμπρὸς πάντα πάει.
Καὶ ἄφησε Ἀλέξανδρος αὐτεῖνο νὰ δοξεύσουν͵
νὰ δράμουσι ὀγλήγορα κ΄ ἐκεῖνο νὰ φονεύσουν.
Καὶ σύρνει τὰς σαΐτας του κ΄ ἐκεῖνος δὲν τὸ σώνει·
ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου κεῖ Πλατόνι.
Καὶ ἔφθασε Ἀλέξανδρος ἐκεῖθεν καὶ περνάει
΄κ τὸν τάφονε τοῦ Σίρεως τότε καὶ προσκυνάει.
῏Ηλθε ΄ς ποτάμι φοβερὸν ΄ς ποὺ δώδεκα παγαίνει͵
πάσα ποτάμι τὸ λοιπὸν χώρά ΄τον γεναμένη·
καὶ τὰ ποτάμια τὰ ἀκοῦς ἤσανε κινημένα.
Λοιπὸν αὐτὰ ἐρχόντησαν͵ στὴ θάλασσα παγαῖνα·
ἠθέλησεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖ νὰ κτίση χώρα͵
κ΄ ἐμέτρησε τὸ πλάτος της τότε κατὰ τὴν ὥρα͵
ὁμοίως καὶ τὸ μάκρος της ἐσημαδέψανέ το͵
καὶ νὰ κτιστῆ μικρότερη ἐσυβουλεύανέ το·
ὅλοι ἐσυβουλεῦαν τον μεγάλη μὴν τὴν κτίση͵
μήπως δὲ θέλει δυνηθῆ ἀνθρώπους νὰ γεμίση.
Μεγάλη χώρα τὸ λοιπὸν ἔξοδον θέλει νά ΄χη͵
μὰ κάλλιο ἔναι νά ΄ν μικρή͵ γιὰ νὰ μὴν ἔχη μάχη.
Καὶ ὅρισε Ἀλέξανδρος νὰ κάμουν οἱ κτιστάδες
ἐκεῖνο ποὺ νὰ τοὺς εἰποῦν ὅλοι οἱ βουλευτάδες·
κ΄ ἐκάμασι τὸ μάκρος της τοῦ Δράκοντος αὐλάκι͵
ὁποὺ τὴν ἐθεμέλιωσαν κ΄ ἐκάμαν καὶ χαντάκι·
ἐπήγαινε τὸ μάκρος της τοῦ Θέμβονος ποτάμι͵
ἐκεῖθεν τὴν ἐκάμασι γιὰ νά ΄χη τὴ δυνάμη·
ἦτον ἐκεῖ τὸ πλάτος της ὡς ἀπὸ τοῦ Μηδίου͵
ἐπῆγε καὶ ἀκούμπισε ὡς τοῦ Ἀριλογχίου
καὶ ὅσοι ἦσαν ἐδεκεῖ Λεξανδρινοὺς τοὺς κράζει͵
ἐδέτις καὶ τὴν χώραν του θέλει νὰ ὀνομάζη.
Εἷς γέρος τὸν βουλεύτηκε· «Νὰ κτίσης μὲ αὐλῶνας
τὴν πόλιν͵ ὦ Ἀλέξανδρε͵ νὰ στέκη εἰς αἰῶνας.»
Ὅρισε γὰρ νὰ κάμουσι τὸν λόγον τοῦ γερόντου͵
γιατ΄ εἶδε μὲ τὰ μάτια του πολλὰ εἰς τὸν καιρόν του.
Εἶδε νησὶ Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε τὸ πῶς τὸ κράζουν·
εἶπαν του· «Φέρον͵ δέσποτα͵ οἱ πάντες τ΄ ὀνομάζουν·
ἐκ΄ ἔναι τάφος τὸ λοιπὸν κι ὅρισε ἡ αὐθεντιά σου
(Τρωὸς μὲ τ΄ ὄνομα)͵ κ΄ εἰπὲς αὐτεῖνον νὰ τὸν φθειάσου.»
Καὶ τοὺς κτιστάδες ἔστειλε νὰ τὸν ἀνακαινίσουν͵
νὰ πᾶσι γληγορώτερο καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσουν·
κ΄ ἐδιάβηκαν κ΄ ἐκτίσαν τον καὶ πάλι ἐγυρίσαν
τὴν χώραν ὅλη ὁλόγυρα μ΄ ἀλεύρι ἐμετρῆσαν.
Ὡς εἴδασι τὰ ὄρνεα τ΄ ἀλεύρια πὼς ὑπᾶνε͵
στ΄ ἀλεύρια ἐχυμήσασι ὅλα τους γιὰ νὰ φᾶνε.
Κ΄ ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος τὸ τί δηλοῖ ἡ πέψη·
«Ἡ χώρα κείνη͵» τοῦ ΄πασι͵ «τὸν κόσμον θέλει θρέψει.
Καθὼς εἶν καὶ τὰ ὄρνεα ποὺ πᾶν τὴν οἰκουμένη͵
ἡ χώρα μας γὰρ πάντοτε θέλ΄ εἶσται τιμημένη.»
Ὁ μάστορας ἀρχίνησε τὴ χώρα γιὰ νὰ κτίζη͵
κ΄ ἐβγῆκε δράκος φοβερὸς καὶ δυνατὰ σουρίζει·
ὅρισε ὁ Ἀλέξανδρος νὰ σφάξουσι τὸν δράκον͵
κ΄ εἶπε νὰ τόνε θάψουσι͵ καὶ νὰ τοῦ κάμουν λάκκον.