Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 4


Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 4η συνέχεια
 
Ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐθάψασι͵ κάμνει ναὸν μεγάλον͵
στῆς χώρας τὸ περίγυρο οὐδὲν ηὑρίσκεις ἄλλον.
Στὴν χώραν ἦσαν τὸ λοιπὸν ὅταν ἐθεμελιώθη͵
οὐδὲν ἐλεῖψαν ἀποκεῖ͵ ὥστε ποὺ τελειώθη·
καὶ πέντε γράμματά ΄γραψαν σὲ στίχον εἰς τὴν πόλη͵
γιὰ νὰ τὰ βλέπουν τὸ λοιπὸν νὰ τ΄ ἀναγνώθουν ὅλοι·
τὰ γράμματα ποὺ θὲ νὰ πῶ͵ ποὺ θέλετε ἀκούσει͵
ἐκεῖνοι ποὺ τὰ λέγουσι θέλουν σᾶς τὸ διαλύσει·
τὸ ἄλφα λέγει Ἀλέξανδρος͵ τὸ βῆτα βασιλεία͵
τὸ γάμμα γένος͵ ὅρισε ὅλην τὴν αὐθεντία·
τὸ δέλτα Δία τοῦ θεοῦ͵ τὸ ἒ αὐτεῖνο πάλι͵
ἐπόκτισεν Ἀλέξανδρος τὴ χώρα τὴ μεγάλη.
Ἐμίσευσεν Ἀλέξανδρος κ΄ ἠθέλησε νὰ ποίση͵
στὸν Σοβραπίδη τὸν θεὸν νὰ πὰ νὰ προσκυνήση·
τότες τὸν ἐπροσκύνησε κι αὐτεῖνον ὀνομάζει͵
πρόβατα φέρνει περισσὰ καὶ τόνε θυσιάζει.
Ὅρισε τὰ φουσάτα του στὴν Αἴγυπτον νὰ πᾶσι͵
ὁ κόμης μὲ τὰ κάτεργα στὴν Τρίπολη νὰ πιάση.
Στὴν Μέφη ἐδιάβησαν͵ ἐκεῖθεν τριγυρίζουν͵
οἱ Μέφοι τότε μὲ σπουδὴ αὐτείνους κανισκίζουν·
κ΄ ἐπαίρνουν τὸν Ἀλέξανδρον στὸν θρόνον νὰ καθίση͵
εἰς τοῦ Φαγίστου τοῦ θεοῦ͵ ὡς γιὰ νὰ τοὺς ὁρίση·
ὡσὰν ἐκάτσε στὸ θρονί͵ εἶδε ἐκεῖ γραμμένα͵
εἰς μιὰ κολόνα γράμματα κ΄ ἦσαν διαρμηνεμένα·
κ΄ ἐλέγασι τὰ γράμματα νά ΄λθη ἡ βασιλεία͵
νὰ καταλάβη τοὺς ἐχθροὺς κ΄ ἐκείνην τὴν Περσία.
Ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος γιὰ τὰ ἐκεῖ θεμένα͵
καὶ εἴπασι· «Τοῦ Κτεναβοῦ εἶναι τὰ γεγραμμένα·
τὸν εἴχαμεν αὐθέντη μας καὶ ἐκυρίευέ μας͵
καὶ μιὰν αὐγὴ σηκώθηκε ἐδῶθεν κ΄ ἔφυγέ μας·
καὶ τοὺς θεοὺς δεήθημαν νὰ δοῦμε τί ἐγίνη͵
καὶ ἀποκρίθησαν σ΄ ἐμᾶς καὶ εἴπασι ἐκεῖνοι
ὅτι ἔλθει θέλει βασιλειὰ καλὰ νὰ μᾶς ὁρίση͵
στὰ ἔθνη κεῖνα τὰ κακὰ νὰ μᾶς ἐξεκδικήση.»
Ὡς τό ΄κουσεν Ἀλέξανδρος͵ ἀγκάλιασε τὴν στήλη͵
καὶ ὅλην τὴν ἐφίλησε μὲ στόμα καὶ μὲ χείλη·
καὶ εἶπε· «Τοῦ πατέρα μου εἶναι τὰ γεγραμμένα͵
ἐκεῖνος τὰ προφήτευε καὶ τά ΄καμνε γιὰ μένα.»
Στάμενα τοὺς ἐζήτησε νὰ κτίσ΄ Ἀλεξανδρεία͵
κ΄ ἐκεῖνοι τοῦ ἐδώκασι μὲ καθαρὴ καρδία.
Ἐκεῖθεν ἀσηκώθηκε κ΄ ὑπάγει στὴ Σουρία͵
ὅλοι τους τοῦ δουλώθηκαν καὶ κάμνουν του μερία.
Καὶ τότες ἐκατέβηκε στὴν Τύρον κ΄ ἐδιέβη·
ἡ Τύρο δὲν τὸν προσκυνᾶ͵ μὰ πόλεμον γυρεύει.
Λοιπὸν σκοτώθησαν ἐκεῖ πολλοὶ Μακεδονίτες͵
ὁποὺ τοὺς ἐσκοτώσασι αὐτεῖνοι οἱ Τυρίτες·
γραφὴ ἔκαμε Ἀλέξανδρος στὴν Τύρο γιὰ νὰ δώσουν͵
μαντατοφόρους ἔστειλε νὰ τοῦ τὴν παραδώσουν·
ἔγραφεν ἔτσι ἡ γραφή͵ σὰν θέλετε ἀκούσει͵
οὕτως τὴν ἐδιαβάσασι κι ὅλοι τους τὴν γρικοῦσι·
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος͵ υἱὸς ὁ τοῦ Ἀμμῶνος͵
καὶ τοῦ Φιλίππου ὁ υἱός͵ ἦτον αὐτεῖνος μόνος·
καὶ βασιλεὺς γὰρ μέγιστος Εὐρώπης καὶ Ἀσίας͵
Αἰγύπτου γὰρ καὶ τῶν ἑξῆς͵ καὶ πάσης τῆς Σουρίας·
λοιπὸν στὰ ἔθνη ἔρχουνμου αὐτεῖνα τῆς Ἀσίας͵
κ΄ ἐκεῖνα γὰρ ἐδούλωσα ὁμοῦ μὲ τῆς Σουρίας·
σ΄ ἐκεῖνα γὰρ ὑπήγαινα κ΄ εἶχα μεγάλ΄ εἰρήνη͵
καὶ ὅλοι μοῦ δουλώνοντα͵ κ΄ ἔκαμνα δικιοσύνη.
Ἐσεῖς ὀρέγεσθε λοιπὸν διὰ νὰ πολεμᾶτε͵
σὲ ποιὰν ὀλπίδα στέκεστε͵ ποῦ θέλετε νὰ πᾶτε;
Λοιπὸν τὸ κάστρο δότε μου μὲ τὴν ταπεινοσύνη͵
κ΄ ἐγὼ νὰ κάμω εἰς ἐσᾶς μεγάλη λεμοσύνη.
Καὶ ἂν οὐδὲν θελήσετε͵ θέλω νὰ κάμω δρόμον͵
τὰ ἄλλα ἔθνη γιὰ νὰ δοῦν͵ νά ΄χουν μεγάλον τρόμον.
Ὡσὰν ἰδοῦν Ἀλέξανδρον ὅλοι νὰ προσκυνοῦσι͵
ν΄ ἀνοίγουσι τὲς χῶρες τους καὶ νὰ τὸν ἀγαποῦσι.
Λοιπὸν διὰ τὸ κάλλιο σας ὅλους σας συβουλεύω͵
κι ὁλῶν σας χαιρετίσματα μὲ τὴ γραφὴ σᾶς πέβω.»
Ὡσὰν ἀκοῦσαν τὴν γραφήν͵ ἀβούλως ἔτσ΄ ἐποῖσαν͵
τοὺς χαρτοφόρους παρευθὺς ἔπιασαν κ΄ ἐφουρκίσαν.
Ὡς τό ΄κουσεν Ἀλέξανδρος͵ ἔσεισε τὸ κεφάλι͵
κ΄ ἐγύρευε κατασκευὴ γιὰ νὰ τοὺς καταβάλη.
Στὸν ὕπνον τού ΄δ΄ Ἀλέξανδρος ἕνά ΄μορφο ὀνεῖρο͵
κ΄ οἱ μάντες του τοῦ εἴπασι τὶ πάρει θὲ τὴν Τύρο·
κ΄ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὸ λοιπὸν ἡ Τύρο παρεδόθη͵
ἐπῆρε την Ἀλέξανδρος͵ στὰς χεῖρας του ἐδόθη.
Ἐμπαίνουν τὰ φουσάτα του κι ὅλη την ἀφανίζει͵
κι ὅποιοι ἐκάμαν τὸ κακό͵ πιάνει καὶ τοὺς φουρκίζει.
Φουσάτο μέσα ἄφησε͵ ὅσ΄ ἀπατός του χρήζει͵
νὰ τὴ φυλάγη δυνατὰ καὶ νὰ τὴν περιορίζη.
Καὶ ὅρισε Ἀλέξανδρος ὀμπρὸς γιὰ νὰ κρατοῦσι.
Μαντατοφόροι Δάρειου στὸν δρόμον τ΄ ἀπαντοῦσι.
Ἠφέρανέ του τὸ λοιπὸν χρυσὸν εἰσὲ σεντούκι͵
βαστούσανέ του καὶ ῥαβδὶ καὶ σφύρα καὶ ματσούκι·
ἐδῶσαν του κ΄ ἐπιστολή͵ τὸ τί ΄σαν τὰ γραμμένα͵
ἐπιστολὴ τὰ θέλει πεῖ ὅλα τὰ γεγραμμένα.
«Βασιλεὺς ὁ Δάρειος͵ αὐθέντης τῆς Περσίας͵
δοῦλο μ΄ ὁρίζ΄ Ἀλέξανδρον͵ πὂν τῆς Μακεδονίας͵
νὰ στρέψη εἰς τὴν μάνα του νὰ τόνε κανακίζη͵
καὶ νὰ τὸν ἔχη σὰν παιδὶ καὶ νὰ τόνε ῥαβδίζη·
γιὰ τοῦτο σὄστειλα ῥαβδὶ ὡς διὰ νὰ σὲ δέρνουν͵
μ΄ αὐτεῖνο νὰ σὲ δέρνουσι καὶ νὰ σὲ μαστιγώνουν·
καὶ τὸ σφυρὶ γιὰ παίγνιο͵ χρυσάφι γιὰ τροφή σου͵
γιὰ ν΄ ἀγοράζης βρώματα͵ ν΄ ἀποκρατῆ <ἡ> πνοή σου·
γιὰ κείνους ποὺ ἐμάζωξες ἔξοδες νὰ γυρίσουν͵
νὰ πᾶσι γληγορώτερα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσουν.
Γύρισε καὶ ἐσὺ λοιπὸν κι ἄμε μ΄ αὐτοὺς ὀπίσω͵
τὶ πέβω νὰ σὲ πιάσουσι καὶ νὰ σὲ τυραγνήσω·
ἄμε͵ παιδάκι͵ τὸ λοιπόν͵ νὰ παίζης στὸ τσουγκάνι͵
κι ὁ κόσμος νὰ μαζώνεται͵ τίποτες δὲ σοῦ κάνει·
δουκάτα ΄χω ἀμέτρητα͵ φουσάτα ἔχω πλήθια͵
τὸν κόσμον ὅλον τὸ λοιπὸν ἔχω τον γιὰ βοήθεια.
Κι ἂ δὲ μ΄ ἀκούσης νὰ στραφῆς διὰ νὰ πᾶς ὀπίσω͵
νὰ πέψω νὰ σὲ πιάσουσι͵ καὶ νὰ σὲ τιμωρήσω·
καὶ τὸν θεόν͵ ταλαίπωρε͵ θέλεις νὰ πολεμήσης͵
ὁπού ΄μαι σύνθρονος ἡλιοῦ καὶ μὲ φοβᾶται ἡ κτίσις;»
Καὶ τὴ γραφὴ ἀκούσασι καὶ πιάνει τους ἡ ζάλη͵
οἱ Μακεδόνες ἔτρεμαν͵ μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ὅτ΄ εἶναι φοβισμένοι͵
εἶπε τους· «Στρατιῶτες μου͵ γιατί ΄στεν τρομασμένοι;
Γιὰ κεῖνα ὁποὺ ἔγραψε ὁ Δάρειος καὶ λέγει;
Ἐγὼ ὀλπίζω στοὺς θεούς͵ ὕστερα θέλει κλαίγει·
αὐτὸς τὸ κάμνει σὰν σκυλὶ κι ἀπομακρὰ βαβίζει͵
καὶ ὕστερα τὸν ἄνθρωπον ποσῶς δὲν τὸν ἐγγίζει.
Ἔτσι κι αὐτὸς μὲ λόγους του θέλει νὰ μᾶς φοβίζη·
λοιπὸν κι αὐτὸν ἀπομακρὰ ἀφῆτε τον κι ἂς βρίζη·
ἐλπίζω πρῶτα στοὺς θεοὺς κ΄ εἰς τὴν ὁμόνοιά μας͵
νικοῦμε τον τὸν Δάρειον͵ μὸν νά ΄ν καλὴ <ἡ> καρδιά μας.»
Ἐτοῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος κι ὅρισε γιὰ νὰ ποίσουν͵
μαντατοφόρους Δάρειου νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν.
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Καὶ τί ΄μαστε σφαλμένοι;
Ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Δάρειον εἴμαστ΄ ἀπεσταλμένοι.»
Εἶπε τους ὁ Ἀλέξανδρος· «Μὴ μέμφεστε ἐμένα͵
μέμφεστε τὸν αὐθέντη σας͵ τὰ μὄχει δῶ γραμμένα·
οὐδὲν σᾶς πέβει ΄ς βασιλιά͵ μόνον εἰσὲ παιδάρι·
τέτοιαν τιμὴ αὐθέντης σας μοῦ κάμνει κ΄ ἔχω χάρη.»
Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Εἴμαστ΄ ἀπεσταλμένοι
ἐκ βασιλέα Δάρειον͵ εἴμαστ΄ ἑρμηνεμένοι·
καὶ τώρα ηὑρισκόμαστεν στὰ χέρια τὰ δικά σου͵
ὅ͵τι ὁρίσης εἰς ἐμᾶς κάμε ἡ αὐθεντιά σου.»
Κι ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος͵ αὐτὸς τοὺς δοκιμάζει͵
λοιπὸν κανίσκι ἔμορφο τότες τοὺς ὀρδινιάζει·
κ΄ ἐδῶσε τους ἐπιστολὴ τοῦ Δάρειου νὰ δώσουν͵
νὰ τοῦ τὴν πᾶν ὀγλήγορα νὰ τοῦ τὴν ἀναγνώσουν.
Ἐπιστολὴ τὰ θέλει πεῖ ὅλα τὰ γεγραμμένα͵
ἐκεῖνα πού ΄π΄ Ἀλέξανδρος καὶ τά ΄χει μιλημένα·
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος͵ υἱὸς τῆς Λυμπιάδος͵
Μακεδονίας ἀρχηγὸς καὶ πάσης τῆς ὁμάδος·
εἰς τῶν Περσῶν τὸν βασιλή͵ Δάρειον ἀξωμένον͵
τὸν βασιλιὰ τῶν βασιλιῶν κι ἀπ΄ ὅλους τιμημένον·
ἐγνώριζε ὁτ΄ ἄσχημον ἒν ἐτοῦτο ὁπ΄ ὁρίζεις͵
νὰ λέγεσαι ἐσὺ θεὸς κ΄ ἐμένα γιὰ νὰ βρίζης·
καὶ τοῦτα γὰρ οἱ βασιλεῖς ποσῶς δὲν τὰ ΄ρευνοῦσι͵
οὐδὲν ἀλαζονεύονται νὰ λέγουν τὶ νικοῦσι.
Λέγεις ἐσὺ κ΄ εἶσαι θεὸς καὶ σύνθρονος ἡλίου͵
τ΄ ὁποῖον θάνατον χρωστεῖς κ΄ εἶσαι τοῦ μακελείου.
Ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος φθαρτὸς θὲ νὰ σὲ πολεμήσω͵
καὶ ἔρχομαι ἀπάνου σου͵ θέλω νά σ΄ ἀφανίσω·
λοιπὸν τὴν ἄνω πρόνοιαν περίσσια τὴν δοξάζω͵
ξ ἐκείνην ἔχω τὴν βουλὴ νὰ ΄λθῶ νὰ σὲ πειράζω.
Καὶ τὴ γραφὴ ποὺ μὄστειλες͵ οἱ πάντες τὴν γρικῆσαν͵
τὰ λόγια ὁποὺ ἔγραψες͵ ὅλοι τους τὰ ΄ρευνῆσαν·
καὶ ἔστειλές μας τὸ λοιπὸν χρυσάφι γιὰ νὰ φᾶμε͵
ὁποῖο καὶ μᾶς ἔγραφες ὀπίσω γιὰ νὰ πᾶμε·
οἱ Μακεδόνες ἔρχονται μὲ καθαρὰ καρδία͵
ἔμαθαν τ΄ εἶσαι πλούσιος κ΄ ἔρχονται στὴν Περσία.
Ἂ σὲ νικήσω τὸ λοιπόν͵ θέλ΄ ἀκουστῆ μεγάλος͵
νὰ μὴ σταθῆ τινὰς μ΄ ἐμὲν νὰ πολεμήση ἄλλος·
καὶ ἂν νικήσης σὺ ἐμέν͵ ὀλίγον ἒν δαμάκι͵
διότι δὲν ἐνίκησες͵ σὰν γράφεις͵ μὸν παιδάκι·
καὶ τοῦτο σὺ τὸ ἔγραψες εἰς τὴν ἐπιστολή σου͵
παιδὶ μικρὸ μὲ ἔγραφες μὲ ὅλην τὴν βουλή σου.
Καὶ ἔστειλές μου καὶ ῥαβδὶ μετ΄ αὖτο νὰ σὲ τύψω͵
τὰ κόκκαλά σου μετ΄ αὐτὸ ὅλα νὰ τὰ συντρίψω·
καὶ τὸ σφυρὶ ποὺ μὄπεψες͵ νὰ στέκη στεριωμένη
ἡ αὐθεντιά μου δυνατὰ σ΄ ὅλην τὴν οἰκουμένη·
καὶ τὸ χρυσάφι τὸ λοιπὸν σημεῖον γιὰ νὰ γένη͵
νὰ μὲ τελῆ ὁ τόπος σου͵ δουκάτα νὰ μοῦ φέρνη.»
Κι ἀπῆτις τὴν ἀπόγραψε͵ πιάνει καὶ τὴν βουλώνει͵
κ΄ ἐκείνην πρὸς τὸν Δάρειον γλήγορα τὴν βγοδώνει.
Κι ἀποκρισάρους ἄρχοντες ἔστειλε μετὰ κείνη͵
ἐπῆραν τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Δάρειον ἐκεῖνοι.