Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 5


Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 5η συνέχεια



Ὁ Δάρειος ἀνάγνωσε ἐκεῖνο τὸ πιτάκι͵

κ΄ ἐγνώρισε Ἀλέξανδρον ὅτι δὲν ἒν παιδάκι·

ἐγνώρισε ὁ Δάρειος ὅτι ἔναι τιμημένος

Ἀλέξανδρος καὶ τολμηρός͵ μάλιστα κι ἀντρωμένος.

Κ΄ ἐπιστολὴ ἀπέστειλε νά ΄νιαι ὀρδινιασμένοι͵

εἰς τοὺς σατράπας Δάρειος͵ γιὰ νά ΄νιαι βγοδωμένοι·

«Βασιλεὺς μέγας Δάρειος͵ γράφω τὸν ὁρισμόν μου͵

πέβω καὶ χαιρετίσματα εἰς ὅλον τὸν λαόν μου.

Ἔμαθα τὶ Ἀλέξανδρος ἦλθ΄ ἐκ Μακεδονία͵

καὶ ἦλθε εἰς τὸ σταύρωμα καὶ πιάνει τὰ βουνία·

λοιπὸν αὐτὸς τὲς χῶρες μου ὁλόγυρα γυρίζει͵

ἕνας ληστὴς ὡσὰν αὐτὸν νὰ τὲς περιορίζη.

Ἀρματωθῆτε δυνατά͵ σύρετε μὲ μανία͵

ὡς γιὰ νὰ μὴ γυρίσουσι ὅλοι ΄ς Μακεδονία·

κ΄ ἔχετε τὰ φουσάτα σας καλὰ εὐοδωμένα͵

Ἀλέξανδρον νὰ πιάσετε͵ νὰ στείλετε σ΄ ἐμένα·

καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶτες του ἂς εἶν περιορισμένοι͵

στὴν Ἐρυθρὰν τὴν Θάλασσαν νὰ πᾶν σιδερωμένοι͵

καὶ τ΄ ἄλογα καὶ τ΄ ἄρματα νὰ εἶναι ἐδικά σας͵

αὐτεῖνα πάρετε ἐσεῖς͵ ἂς εἶναι μερασιά σας.»

Σὰν ἀναγνῶσαν τὴν γραφήν͵ εἶπαν διὰ νὰ γένη

γραφὴ ἄλλη στὸν Δάρειον γλήγορα νὰ παγαίνη·

«Ὅλοι οἱ στρατιῶτες σου πάντες σὲ προσκυνοῦμε͵

τὸ γράμμα ποὺ μᾶς ἔστειλες ὅλοι μας τὸ γρικοῦμε.

Θαυμάζομέστε τὸ λοιπὸν ὅλοι στὴν ἀφεντιά σου͵

ὁπ΄ ἄφηκες τὸν τόπον σου καὶ δὲν πονεῖ ἡ καρδιά σου·

καὶ πάσα μέρα εἰς ἐμᾶς ἔρχουνται Μακεδόνοι͵

ἀνδρειωμένοι͵ τολμηροί͵ τίς νὰ τοὺς ἀπομένη;

Καὶ γράφεις μας νὰ πάγωμε αὐτεῖνον γιὰ νὰ πιάσου͵

κ΄ ἐμεῖς σὲ συβουλεύομε νά ΄λθη ἡ αὐθεντιά σου͵

καὶ νὰ συνάξης δύναμιν καὶ ὅλον τὸν λαόν σου͵

νά ΄λθης τὸ γληγορώτερο νὰ διώξης τὸν ἐχθρόν σου.»

Γρικώντας κεῖνα Δάρειος͵ εἶπε διὰ νὰ γένη

ἐπιστολὴ ἐγλήγορα͵ γιὰ νά ΄ναι γεναμένη.

«Βασιλεὺς μέγας Δάρειος ΄ς σατράπας γράφ΄ εἰρήνη·

ἐθάρρουν κ΄ ἔχετε σ΄ ἐμὲ μεγάλη μπιστοσύνη·

καὶ γράφω σας νὰ ξεύρετε͵ εἴτι καὶ ἂ ζημιώση

Ἀλέξανδρος στὸν τόπον μου͵ θέλει μοῦ τὰ πληρώσει͵

διότις δὲν ηὑρίσκεστε σ΄ ἐμένα δουλωμένοι·

καὶ ποιοί σας εἰς τὸ πόλεμον βρίσκονται λαβωμένοι;

Καὶ ἔγραψά σας τὸ λοιπὸν αὐτεῖνον γιὰ νὰ πιάστε.

Νά ΄λθω αὐτοῦ μοῦ γράφετε͵ θέλετε νὰ μὲ ντροπιάστε.

Μὲ ποιὸν ἀφέντη τὸ λοιπόν͵ μὲ ποῖον βασιλέα͵

μ΄ ἕνα ληστὴν μὲ κράζετε νὰ κάμω τὴ μαλέα;

Κάθεστε͵ ἀναπεύεστε͵ κ΄ ὕστερα θὲ νὰ ποίσω͵

ὅσοι δὲν ἀναγκάζουσι νὰ πιάσω νὰ φουρκίσω.»

Γραφὴν ἐτούτη ἔστειλε στὲς ἐδικές του χῶρες͵

ὅλοι γιὰ ν΄ ἀναγκάζωνται νύκτες καὶ τὲς ἡμέρες·

ἐγρίκησε Ἀλέξανδρος ὅτι κοντὰ κοντεύει·

γραφὴ ἔκαμεν ὁ Δάρειος͵ καὶ τότε τοῦ τὴν πέβει.

«Βασιλεὺς μέγας Δάρειος͵ σ΄ ὅλους τετιμημένος͵

λανθάνεσαι͵ Ἀλέξανδρε͵ καὶ εἶσαι κομπωμένος·

καὶ σὲ λανθάνει͵ Ἀλέξανδρε͵ πὼς εἶμ΄ ἐγὼ μεγάλος͵

στὸν κόσμον ὅλον τὸ λοιπὸν ποὺ δὲν ηὑρίσκετ΄ ἄλλος·

δὲ σ΄ ἀπαντᾶ͵ Ἀλέξανδρε͵ ἐκεῖ γιὰ ν΄ ἀφεντεύης͵

στὴν χώρα τὴν Μακεδονιά͵ μὰ δῶ ΄ρθες καὶ γυρεύεις·

κ΄ ἔπιασες καὶ ἐμάζωξες αὐτείνους ποὺ σοῦ μοιάζου͵

κι αὐτεῖνοι οἱ ταλαίπωροι μ΄ ἐσένα ὁμονοιάζου.

Τὸν ἑαυτόν σου τὸ λοιπὸν κηρύττεις βασιλέα͵

ζητᾶς͵ θέλεις τὲς χῶρες μου καὶ κάμνεις καὶ μαλέα.

Κακόφρονε Ἀλέξανδρε͵ τί ἔναι τὸ γυρεύεις;

Γύρισε εἰς τὸ σπίτι σου νὰ πάγης ν΄ ἀφεντεύης.

Ὀμνέω σου εἰς τοὺς θεούς͵ τίποτα νὰ μὴν ποίσω͵

κ΄ ἐκεῖνα ὁποὺ μὄσφαλες νὰ σοῦ τὰ συμπαθήσω.»

Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ποσῶς δὲν ἐσαλεύθη͵

μάλλιο ΄ξ ἐκεῖνο πού ΄τονε περσότερον ἐχθρεύθη·

κ΄ οἱ Πέρσες ἐγρικήσασι τὶ Ἀλέξανδρος ἐμπαίνει͵

λοιπὸν ὅλοι στὸν πόλεμον ἦσαν ὀρδινιασμένοι·

καὶ τὰ δραπανοάμαξα εἶχαν ὀρδινιασμένα͵

σὲ τόπον ἐπιτήδειον τὰ εἴχασι βαλμένα·

κι ὀρδινιασμένοι ἤσασι σ΄ αὐτὸ τοὺς Ἀμαζόνους

γιὰ νὰ τοὺς ἀπολύσουσι ἀπάνω ΄ς Μακεδόνους

κι ἄλλο φουσάτ΄ ἀρμάτωσαν͵ ὄμορφα βοδωμένο͵

τὴν τάξιν ὅλην τῆς στρατιᾶς ἦτον διαρμηνεμένο·

κ΄ ἐπαραγγεῖλαν ὁλωνῶν͵ σὰν βούκινο βαρέση͵

τότε νὰ κάμη πασαεὶς ἐκεῖνο ποὺ μπορέση.

Σὰν ἔφτασε Ἀλέξανδρος͵ τὰ βούκινα βαροῦσι͵

΄κ τὰ δύο μέρη κονδαρὲς ὅλοι τους νὰ κτυποῦσι.

Καὶ ἐσκοτώθησαν πολλοί͵ νέοι καὶ παλικάρια͵

ὁποὺ τοὺς ἐκτυπούσασι στὸ στῆθος μὲ κοντάρια·

στ΄ ἄλογ΄ ἀνέβ΄ Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε διὰ ν΄ ἀρχίσουν

οἱ σάλπιγγες γιὰ νὰ λαλοῦν͵ διὰ νὰ πολεμήσουν.

Βοὴ ἐγένετο πολλὴ ἀνθρώπων καὶ κτημάτων͵

ποὺ τέτοιο πράμα κανενεὶς ποτὲ δὲν τὸ θυμᾶτον·

παιγνίδια τότ΄ ἐπαίξασι ὁμοῦ κι ἀνακαράδες͵

τότες ἐπολεμήσασι αὐτεῖνοι οἱ ὁμάδες·

καὶ τότες ἐσυνέκρουσαν πρῶτα μετὰ κονδάρια͵

τὰ παλικάρια ἤβλεπες ὁπού ΄τανε καθάρια·

καὶ τὰ κονδάρια τρίφθησαν σ΄ ἐκείνη τὴ μπασία͵

καὶ τὰ σπαθία βγάλασι͵ κάμνουν ματοχυσία.

Πολὺν καιρὸν ἐμάχονταν τότες καὶ ἐκτυποῦσαν͵

τὰ ἄρματα ΄κ τὲς κοπανὲς ἐκεῖν΄ ἀντιλαλοῦσαν·

κι ὁ Δάρειος ἐστέκετον ἀπάνω εἰς τ΄ ἁμάξι͵

εἰς τόπον στέκετον ψηλά͵ τηρᾶ κατὰ τὴν τάξη.

Ἐστάθηκεν Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε· «Ὦ παλικάρια͵

ὅλοι ἂς σταματήσωμε ἐτοῦτα τὰ κονδάρια.

Ἐμεῖς λύκοι λεγόμεσθεν͵ πρόβατ΄ αὐτοὶ λογοῦνται͵

ὅλους ἂς τοὺς σκοτώσωμε͵ πλέο νὰ μὴ καυχοῦνται.»

Καὶ τότες πάλι ἔλεγε· «Στρατιῶτες Μακεδόνες͵

νὰ τιμηθοῦμε σήμερον͵ νὰ βγοῦμε μὲ κορόνες.»

Καὶ τότες ἐχυμήσασι μὲ καθαρὰ καρδία͵

οἱ Πέρσες ἐτσακίζονταν κ΄ ἐκάμνασι μερία·

φουσάτο γὰρ τὸ πέρσικο ἦτον πολλὰ μεγάλο͵

στὸν κόσμον ὅλον τὸ λοιπὸν οὐδὲν ηὑρίσκετ΄ ἄλλο·

κ΄ ἐκάμαν ἀνακάτωμα τότε πολλὰ μεγάλο͵

ποὺ δὲν ἐγνώριζε τινὰς ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλο·

καὶ δὲν ἐγνωριζόντανε ποιοί ΄ναι οἱ Μακεδόνοι͵

οἱ Πέρσες ἐσκοτίσθησαν κ΄ ἤσανε τρομασμένοι·

καὶ δὲν ἐγνώριζες ἐκεῖ πεζὸν ἢ καβελάρη͵

κι ὁπού ΄τον ἄνδρας ἐδεκεῖ ἐτσάκιζε κονδάρι·

οὔτε τὴ γῆ ἐβλέπασι οὐδ΄ οὐρανὸν ἀπάνου͵

ἀπὸ τὸν τόσον κορνιακτὸν τὸ φῶς τους ὅλοι χάνου.

Καὶ ὅλοι ἐκ τὲς κοπανὲς ἔμειναν δειλιασμένοι͵

ἡ νύκτα τοὺς ἐβόθησε κ΄ ἐφύγαν οἱ καημένοι.

Κ΄ οἱ Πέρσες ἐφοβήθηκαν͵ φεύγουν οἱ ὀργισμένοι͵

εἰς τὰ κλαδία μπαίνασι κ΄ ἐστέκαν μουλωμένοι.

Ἐβλέποντα ὁ Δάρειος κατέβη ἐκ τ΄ ἁμάξι͵

ἐκ τὴν πολλή του τὴν πρικιὰ ἤτονε νὰ πλαντάξη·

ἄλογο ηὗρε γλήγορο κι ἀπάνου τ΄ ἀνιβαίνει͵

καὶ φεύγει ὁ κακότυχος καὶ πλιὸ δὲν ἀνιμένει.

Ἀλέξανδρος τοὺς ἔδιωξε κ΄ ἐπιάσε τὴ μητέρα

τοῦ Δάρειου καὶ τὴν γυνὴ καὶ μιά του θυγατέρα.

Ἐνίκησεν Ἀλέξανδρος κ΄ ἐβγῆκε τιμημένος͵

καὶ Δάρειος ὁ ταπεινὸς ἔμεινε κομπωμένος·

κ΄ ἐπαίρνει τὸ φουσάτο του Ἀλέξανδρος νὰ πᾶσι͵

εἰς χώραν Μήδων διάβηκε κι αὐτείνους ὑποτάσσει.

Ὁ τόπος ἦτον ἄνυδρος κ΄ ἤλθασι νὰ πλαντάξουν

ἀπὸ τὴν πείνα ὅλοι τους͵ στό ΄τοιμο νὰ λιμάξουν·

στὴν στράτα ηὕρασι νερὸ κ΄ ἔπιαν ὁποὺ διψοῦσα͵

ἀπὸ τὴν πείνα τὴν πολλὴν ἐξ αὔτους ἐσκοτῶσα.

Καὶ ὅρισεν Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε διὰ νὰ σφάξουν

τὰ ἄλογά τους γιὰ νὰ φᾶν͵ ὡς γιὰ νὰ μὴ λιμάξουν.

Ἐσφάξασι τὰ ἄλογα͵ πιάνουν καὶ τὰ τρῶσιν͵

καὶ ὅλοι ἐχορτάσασι ἐξ ἐκεινῶν τὴν βρῶσιν.

Εἶπαν οἱ στρατιῶτες του σὲ τοῦτο· «Τί νὰ γένη͵

ποὺ φάγαμε τὰ ἄλογα͵ ὁπού ΄μαστεν χρειασμένοι;»

Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος· «Εἴμαστεν χορτασμένοι

ἀπὸ τὴν πείναν τὴν πολλήν͵ πού ΄μαστεν πεινασμένοι.

Λοιπὸν ἀναγκαιότερον ἔναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους͵

καὶ τοῦτο ἔναι φανερὸ μετὰ πολλοὺς τοὺς τρόπους.

Λοιπὸν διὰ τὰ ἄλογα δὲν εἴμαστεν χρειασμένοι͵

γιατὶ ἂ δὲν τὰ τρώγαμε ἤμαστ΄ ἀποθαμένοι.

Καὶ ἄλογα ηὑρίσκομεν σὲ τόπον τὸν καθένα͵

καὶ στρατιῶτες περισσοὺς νὰ ΄λθοῦσι μετὰ μένα.

Τώρα ἂν ἔλθη εἰς ἐμᾶς φουσάτο͵ ἐγρικοῦμε

πρὸς τὴν καρδιὰν ποὺ ἔχομεν πεζοὶ νὰ τοὺς δεχθοῦμε.

Ἂς κάμωμε ξυλόκαστρο μέσα διὰ νὰ μποῦμε͵

ὅσο νὰ ΄λθῆ βοήθεια γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε·

ἐγὼ ἀνθρώπους ἔπεψα ποὺ πᾶνε ταχυτέρου

στοὺς τόπους ὁποὺ πῆρα με͵ βοήθεια νὰ μᾶς φέρου.»

Σὲ δύο μέρες τὸ λοιπὸν Ἀλέξανδρος ἐδιάβη͵

εἰς τόπον ἐκατέβηκε͵ ὁπού ΄τονε λιβάδι·

καὶ τοῦ Δαρείου ἄλογα ἦταν ἐκεῖ βαλμένα͵

χιλιάδες ἤσανε πολλὲς κ΄ ἦσαν καλὰ θρεμμένα.

Τότες οἱ στρατιῶτες του αὐτὰ καβαλικεῦσαν͵

εἰς τὸν Ἀφράτη ποταμὸν ἐπῆγαν κ΄ ἐπεζεῦσαν.

Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ κάμη ἡ στρατιά του͵

τὸν ποταμὸν γιὰ νὰ περνοῦν ὁρίζ΄ ἡ ἀφεντιά του.

Γρικώντα ὁ Ἀλέξανδρος φοβοῦνται Μακεδόνες͵

εἶπε· «Ἂς ἀπεράσουσι τ΄ ἁμάξια κ΄ οἱ κατόνες.»

Καὶ πάλι ἐφοβούντανε͵ μὴν πέση τὸ γιοφύρι

καὶ τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ γένη σ΄ αὐτοὺς κιβούρι.

Ἀλέξανδρος σηκώθηκε κ΄ εἶπε διὰ νὰ ποίση͵

οἱ στρατιῶτες κι ὁ λαὸς νὰ τὸν ἀκολουθήση.

Ἀρχίνησε Ἀλέξανδρος πρῶτος γιὰ νὰ περνάη͵

τὸν ποταμὸν ἀπέρασε κι ὀμπρὸς ἀτός του πάει·

κι ἄλλο ποτάμ΄ ἀπέρασε μ΄ ὅλη του τὴ στρατεία͵

κι ἀντίπερα περάσασι στὴ Μεσοποταμία.

Ἀπῆτις πέρα ἔσωσαν καὶ ὅλοι ἀπεράσαν͵

ὅρισε τὰ γιοφύρια τότες καὶ τὰ χαλάσαν·

καὶ ὅλοι ἐπικραίνονταν αὐτοὶ οἱ στρατιῶται·

τὶ ἂν τοὺς ἔλθη τσακισμός͵ νὰ φύγουσι ποῦ τότε;

Ἀπεκρίθη Ἀλέξανδρος καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες͵

γιὰ τσακισμὸν σεῖς λέγετε͵ νὰ φεύγετε ἐτότες;

Γιατί δὲν λογαριάζετε τὶ θέλομε νικήσει͵

μὰ λέγετε· ‘‘Νικοῦνε μας’’-ὁ Θιὸς νὰ μὴν τὸ ΄ρίση;

Καὶ τὰ γιοφύρια χάλασα πρόθυμα νὰ κτυπᾶτε͵

μηδὲν τὸ λογαριάζετε ὀπίσω γιὰ νὰ πᾶτε.

Ὁ πόλεμος γὰρ δὲ φελᾶ ὁπὄναι τῶν φευγόντων͵

μὰ τιμημένος βρίσκεται πὄναι τῶν διωκόντων.

Λοιπὸν γινώσκετ΄͵ ἀδελφοί͵ τὶ θέλομε νικήσει͵

καὶ πασαεὶς στὸ σπίτι του γλήγορα θὲ γυρίσει.»

Ἐτοῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος κ΄ ἐθρασοποίησέ τους͵

προθύμους εἰς τὸν πόλεμον μὲ λόγους ἔκαμέ τους.

Ἐπῆγαν καὶ ἀπέζευσαν στὸν ποταμὸν τὸν Τίγρη͵

ἐκεῖ ἐκάμασι καιρόν͵ γιατ΄ ἦτον ποτιστήρι.

Ἀνθρώπους ἐκ τοὺς Πέρσεας πέντέ ΄δαν ταχυτέρου͵

ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος ὀμπρός του νὰ τοὺς φέρου·

οἱ Μακεδόνες ἔδραμαν γλήγορα μὴν τοὺς χάσου͵

κ΄ ἐκεῖνοι ἐκρυφθήκανε εἰς μιὰ μεριὰ τοῦ δάσου.

Εἷς Πέρσης γὰρ τοῦ Δάρειου τὲς φορεσὲς τ΄ ἀλλάσσει

μὲ ῥοῦχα μακεδονικὰ ἐκείνους νὰ γελάση

καὶ τὸ τσεκούρ΄ ἀσήκουσε τοῦ βασιλιῶς νὰ δώση.

Εἰς τὸ κεφάλι τό ΄δωσε͵ γιὰ νὰ τὸν θανατώση.

Στοῦ Ἀλεξάνδρου βρέθηκε στὴν κεφαλὴν κασίδι͵

τὴν κοπανιὰ δὲν ἔχρηξε ἐκείνη ποὺ τοῦ δίδει.

Τὸν στρατιώτην ἔπιασαν͵ σ΄ Ἀλέξανδρον ὑπᾶνε͵

οἱ Μακεδόνες ἔδραμαν ὅλοι νὰ τόνε φᾶνε.

Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Τί τόλμη γὰρ ἐποῖκες͵

ὁπού ΄ρθες καὶ μοῦ βάρεσες καὶ δὲν ἐφοβηθῆκες;»

Ἀπιλογήθ΄ ὁ στρατηγός· «Ἐγώ ΄μαι δουλωμένος

τ΄ ἀφέντη μου τοῦ Δάρειου͵ κ΄ εἶμαι ἐδῶ σταλμένος·

καὶ εἶπε μου ὁ Δάρειος τὶ ἂ σὲ θανατώσω͵

‘’ἐγὼ τὴ θυγατέρα μου γυναίκα νὰ σοῦ δώσω’’.

Ἂν πάρω τὸ κεφάλι σου͵ εἶπε μου νὰ μετέχω

στὴν βασιλειά του χάρισμα͵ πατέρα νὰ τὸν ἔχω.»

Ἀκούοντα Ἀλέξανδρος σύναξε τὴ στρατιά του͵

μέσα στὴ μέσ΄ ἐστάθηκε κ΄ εἶπε τὴ συντυχιά του.

Κ΄ εἶπε· «Κ΄ ἐσεῖς͵ στρατιῶτες μου͵ ἔτσι νὰ μὴ φοβάστε

γιὰ τὴν τιμὴν τὸν θάνατον͵ καὶ νὰ τόνε θυμάστε.»

Καὶ τοῦτο εἶπ΄ Ἀλέξανδρος καὶ τότε τὸν ἀφήνει͵

καὶ χάρισμα εὐγενικὸν ἐκείνου γὰρ τοῦ δίνει.

Καὶ τὸ φουσάτο πού ΄τονε ἐκεῖ τὸ τοῦ Δαρείου

σηκώθηκε καὶ ἔφυγε κι αὐτεῖνο πισαυρίου.