Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 6

Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 6η συνέχεια


Ἀπόμεινε Ἀλέξανδρος σ΄ ἐκεῖνον γὰρ τὸν τόπον͵

καὶ ἀναπαύτη ἡ στρατιὰ ἐκ τὸν περίσσιον κόπον.

Καὶ ἄλλος ἐκ τοῦ Δάρειου σ΄ Ἀλέξανδρον παγαίνει·

«Δάρειον»͵ λέγει͵ «δούλευσα κι αὐτὸς δὲν μὲ πληρώνει·

κ΄ ἦλθα στὴν αὐθεντία σου φουσάτο νὰ ΄ρδινιάσω͵

χιλιάδες δέκα στρατηγούς͵ νὰ πὰ νὰ τόνε πιάσω.»

Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πήγαινε τὴ δουλειά σου͵

ποτὲ εἰς τὸν αὐθέντη σου μὴν ἔναι πιβουλιά σου.

Ἐπειδὴ τὸν ἀφέντη σου θέλεις νὰ παραδώσης͵

κρένω καλὸν στὸν θάνατον νὰ μὴν τὸν ἀποδώσης.»

Αὐτεῖνον ὁ Ἀλέξανδρος ποσῶς δὲν τὸν ἐδέχθη͵

μὰ μέσα ἡ καρδία του περίσσια τὸν ἐμέφθη.

Οἱ στρατηγοὶ τοῦ Δάρειου ἐκάμαν νὰ ξορθώσουν

ἐπιστολὴ τ΄ ἀφέντη τους γουργὰ νὰ τὸν τὴν δώσουν.

«Εἰς τὸν ἀφέντη τὸν ἡμῶν͵ Δάρειον τιμημένο͵

ἐμεῖς γιὰ τὸν Ἀλέξανδρον σ΄ ἔχομε μηνημένο·

καὶ πάλι γράφομέ σου το͵ ὅτ΄ ἦλθε καὶ κουρσεύει͵

τὲς χῶρες ὁποὺ ἔχομε αὐτεῖνος τὲς γυρεύει.

Ἐπολεμήσαμε μ΄ αὐτὸν καὶ ὅλους μας σκοτώνει͵

ἀπόλιγον ἀπόλιγον ὅλους μας θανατώνει.

Ἔλα τὸ γληγορώτερο͵ προυτοῦ αὐτοῦ νὰ σώση͵

καὶ μὴν ἀφήσης τὸν λαὸν νὰ τόνε θανατώση.

῎Ηξευρε͵ τὸ φουσάτο του πολλά ΄ναι ἀνδρωμένο͵

καὶ τολμηρὸ καὶ φοβερό͵ περίσσια μανιωμένο.»

Ἀκούοντας ὁ Δάρειος Ἀλέξανδρος κοντεύει͵

ἔκαμε γλήγορα γραφή͵ εἰς αὔτονε τὴν πέβει.

Κ΄ ἔγραφεν ἔτσι ἡ γραφή· «Ὀλπίζεις νὰ νικήσης;

Γιατὶ ἔπιασες τὴν μάνα μου͵ λέγεις νὰ μ΄ ἀφανίσης;

Κ΄ ἐγὼ δὲν τό ΄χω τίποτες͵ μὸν νά ΄ναι ἡ κεφαλή μου

καλά͵ καὶ ἡ στρατεία μου νὰ στέκη στὴν βουλή μου.

Κι ἂς τάξω μάν΄ ἀπέθανε͵ θυγάτηρ οὐ γεννήθη͵

καὶ ἡ γυναίκα͵ ἂς εἰπῶ͵ μ΄ ἐμὲν οὐκ εὐλογήθη·

ὅμως στεῖλε μ΄ ἀπόφαση͵ τί θέλεις νὰ ποιήσης͵

κι ἂ βούλεσαι γιὰ νὰ ἐλθῆς μ΄ ἐμὲ νὰ πολεμήσης.»

Ὡς τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ ἐπόνεσ΄ ἡ καρδιά του͵

εἶπε· «Γραφὴ γιὰ νὰ γενῆ νὰ ΄λέγξω τὴ λωλιά του.»

«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος͵ Δαρείου γὰρ ἐμήνει͵

τὲς φλυαρίες σου ὁ Θιὸς οὐ θέλει τὲς πομείνει.

Οὐδὲν σοῦ πρέπει τὸ λοιπὸν αὐτεῖνα γιὰ ν΄ ἀρχίζης͵

γιατὶ τὴν φαμελία σου λέγεις τὶ δὲν τὴν χρήζεις.

Ἀμὴ γιὰ τὴ γυναίκα σου͵ μάνα καὶ θυγατέρα͵

ἐγὼ λέγω νὰ θλίβεσαι γι΄ αὐτεῖνες κάθ΄ ἡμέρα.

Καὶ τὴν δική σου πόληψη καθένας τήνε βρίζει͵

γιατὶ τὴν ἀσπλαγχνία σου ὁ κόσμος τὴν γνωρίζει.

Κι ἂς τὲς ἐπόνειες τὸ λοιπὸν ὡς σκλάβες ἐδικές σου·

ἀλλ΄ οἱ θεοὶ νὰ κρίνουσι ἐσὲν τὲς ἀδικιές σου.

Γνώρισε͵ τὸ κεφάλι σου γλήγορα νὰ τὸ χάσης͵

γιατὶ τὴν φαμελία σου͵ λέγεις͵ οὐδὲν τὴν τάσσεις.

Καὶ γράφεις μου πρὸς τὸ παρὸν τί θέλω νὰ ποιήσω͵

ἤξευρε τὶ ἀπάνου σου θέλω γιὰ νὰ κινήσω.»

Τοῦτά ΄γραψεν Ἀλέξανδρος͵ συνάσσει τὴ στρατιά του

νὰ πάγη εἰς τὸν πόλεμον͵ νὰ κάμη τὴ δουλειά του.

Καὶ τότε ἔκαμε γραφὴ νὰ πάγη στὴν Φραγκία͵

γιὰ νὰ τοῦ πέψουν τὸ λοιπὸν ἐκεῖθεν ὀρδινία.

«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος͵ <΄ς> σατράπας τῆς Φραγκίας͵

Καππαδοκίας καὶ ὁμοῦ πάσης τῆς Ἀρμενίας͵

ῥοῦχα γιὰ νὰ μοῦ κάμετε σ΄ αὐτὴν τὴν Ἀραβία͵

γλήγορα νὰ τὰ στείλετε εἰς τὴν Ἀντιοχεία.

Στεῖλτε προβατοντύματα γλήγορα γιὰ νὰ ΄λθοῦσι͵

καὶ στείλετε καὶ ἄρματα͵ ὅσα καὶ ἂν βρεθοῦσι·

χίλια καμήλια στείλετε͵ κι ἂς εἶν κυβερνισμένα͵

καὶ πέψετέ τα γλήγορα κι ἂς ἔλθουν εἰς ἐμένα·

καὶ νὰ σᾶς εὕρη μὲ ὑγειὰ γλήγορα ἡ γραφή μου͵

νά ΄στε στὴ δουλοσύνη μου κ΄ εἰς τὴν ὑποταγή μου.»

Ἕνας σατράπης Δάρειου͵ ἤτονε δημηγέρτης͵

ἔγραψεν εἰς τὸν Δάρειον καταλεπτῶς ἐδέτις·

«Γνώρισ΄͵ αὐθέντη βασιλιά͵ ἐκείνους περιορίζει͵

τοὺς δυὸ σατράπας πὄστειλες Ἀλέξανδρος φουρκίζει.

Καὶ ὁ Κοιξάρης τὸ λοιπὸν στὸ σπίτι του παγαίνει͵

καὶ λαβωμένος βρίσκεται͵ δὲν ἠμπορεῖ πομένει.

Ὁ Νεανίας τὸ λοιπὸν κ΄ οἱ πρῶτοι ὁποὺ ἦσαν

ἐπῆγαν στὸν Ἀλέξανδρον μὲ κάστρη ποὺ κρατοῦσαν.»