Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 7


Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 7η συνέχεια
 
Σὰν τ΄ ἄκουσεν ὁ Δάρειος͵ εἶπε γιὰ νὰ ΄τοιμάζου
καὶ τὴν στρατιὰ καὶ τὸν λαόν͵ γιὰ νὰ τὴν ὀρδινιάζου.
Γράφει κ΄ εἰς ἄλλους βασιλεῖς νὰ ΄λθοῦν ΄ς βοήθειάν του͵
νὰ πάγη εἰς τὸν πόλεμον νὰ κάμη τὴ δουλειάν του·
«Σ΄ ἐσένα͵ Πῶρο βασιλεῦ͵ σήμερον ἐπροεῖδα͵
ἐγὼ Δάρειος βρίσκομαι στὴν ἐδική σ΄ ὀλπίδα.
Λοιπὸν καὶ τοῦτα γράφω σου͵ τὰ ποιὰ δὲ σὲ λαθαίνουν͵
οἱ χῶρες μου ΄ξ Ἀλέξανδρον τὸ τί κακὸ παθαίνουν.
Λοιπόν͵ ἂν εἶσαι φίλος μου͵ τώρα νὰ μοῦ βοθήσης
παρακαλῶ σε γλήγορα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσης.»
Ὁ Πῶρος τότε θέλησεν γιὰ νὰ τὸν κατατάξη͵
γραφὴ κι αὐτεῖνος ἔστειλε τότε κατὰ τὴν τάξη.
«Πῶρος ὁ μέγας βασιλεὺς σ΄ ἐσὲν Περσῶν Δαρείῳ.
Λοιπὸν κακὸ μοῦ φαίνεται τοῦτο τὸ μαρτυρίο.
Ἠθέλησα νὰ ΄λθῶ αὐτοῦ γιὰ νὰ συβουλευτοῦμε͵
μὰ τώρα εἶμαι ἀσθενὴς ΄ς κρεβάτι καὶ κοιμοῦμαι·
μὲ τὸ κορμί μου δὲν μπορῶ νὰ ΄λθῶ ΄ς βοήθειά σου͵
λοιπὸν φουσάτο ἔπαρε καὶ κάμε τὴ δουλειά σου.»
Ὡς τ΄ ἄκουσεν ὁ Δάρειος͵ σὲ πόλεμ΄ ἀγωνιέται͵
μὲ Μακεδόνες ἤθελε πάλι γιὰ ν΄ ἀπαντιέται.
Ὡσὰν τὸ ἤκουσε λοιπὸν ἡ μάνα τοῦ Δαρείου͵
γράφει κι αὐτὴ ἐπιστολὴ κ΄ ἤτονε πισαυρίου·
«Ἡ Ροδογόνη μάνα σου͵ υἱέ μου͵ νὰ μὴν ποίσης͵
μὴ βουληθῆς μ΄ Ἀλέξανδρον νά ΄βγης νὰ πολεμήσης.
Μηδὲν ταράσσης τὸ λοιπὸν τὸν κόσμον μὲ βουλή σου͵
μὴν ἔλθης εἰς Ἀλέξανδρον καὶ χάσης τὴ ζωή σου.
Τοῦτο ὀλπίζω εἰς ἐσᾶς͵ ἀγάπη γιὰ νὰ γένη͵
λοιπὸν ἐσὺ καὶ ὁ λαὸς ἂς εἶν χαιρετισμένοι.»
Ὡσὰν ἐπιάσε τὴν γραφὴν Δάρειος τότε κλαίγει͵
στὸ πράγμα ποὺ ἐγίνετο δὲν εἶχε τί νὰ λέγη.
Καὶ πάλι ἀναγκάζετον νὰ κάμη τὸ φουσάτο͵
ἐπεὶ γὰρ τὸν Ἀλέξανδρον πολλὰ τὸν ἐφοβᾶτο.
Ὡσὰν ἐδιάβ΄ Ἀλέξανδρος στὴν χώρα Βακτηρίνη͵
αὐτὴν τὴν ἐπερίλαβε μ΄ ἀγάπη καὶ μὲ ΄ρήνη.
Καὶ τότε ἐδιάβηκε εἰς περσικὴν τὴν χώρα͵
ἥλιος ἀκόμη ἔστεκε κ΄ ἦτον καμπόση ὥρα.
Ἠθέλησε Ἀλέξανδρος τοῦτο διὰ νὰ κάμη͵
νὰ δείξη εἰς τὸν Δάρειον τὶ ἔχει πολλὴ δυνάμη·
κλαριὰ αὐτεῖνοι φέρνουσι στὴν στράτα καὶ τὰ βάνουν
διὰ νὰ πατοῦν τὰ ἄλογα κορνιακτὸν νὰ βγάνουν·
κι ὁ κορνιακτὸς ἀνέβαινε ἀπάνω στὸν ἀέρα͵
Δάρειος ἐφοβήθηκε ἐκείνην τὴν ἡμέρα.
Ἠθέλησεν Ἀλέξανδρος διὰ νὰ ΄κονομήσουν
ἀποκρισάρην ἄρχοντα καὶ ποιὸν νὰ προβοδήσουν.
Καθ΄ ὕπνου εἶδ΄ Ἀλέξανδρος θεὸν γὰρ τὸν Ἀμμῶνα͵
ἐφόρειε στὸ κεφάλι του σκιάδι ΄κ τὴν Μακεδόνα.
Λέγει του· «Ἀλέξανδρε͵ κάμε τὴν ὀρδινιά σου͵
ἐγώ ΄μαι ὁ πατέρας σου κ΄ ἦλθα ΄ς βοήθειά σου·
μὴ στείλης ἀποκρισαριοὺς Δάρειον νὰ νικήσης·
αὐτεῖνο͵ λέγω σου͵ ποτὲ ἐσὺ νὰ μὴν τὸ ποίσης.
Μὰ γὼ σὲ συβουλεύομαι ἐσὺ νὰ πᾶς ἀτός σου͵
καὶ μὴ φοβῆσαι τίποτες͵ ἐγώ ΄μαι βοηθός σου.»
Ἐξύπνησε Ἀλέξανδρος κ΄ εἶχε χαρὰ μεγάλη͵
τὸ πὼς τὸν εἶχε τὸν Ἀμμῶν ΄ς βοήθειά του πάλι.
Κ΄ ἐσυβουλεύτη τὴ στρατιὰ σὲ τοῦτο τί νὰ γένη͵
καλὸ τοὺς φαίνεται ΄λωνῶν ἀτός του νὰ παγαίνη.
Ἐπῆρε καὶ τὸν Ἔρμηλον͵ τότ΄ ἐκαβαλικεῦσαν͵
στὸν Στράγγαλον τὸν ποταμὸν ἐπῆγαν κ΄ ἐπεζεῦσαν.
Ἐπάγωσεν ὁ ποταμός͵ Ἀλέξανδρος περνάει͵
δύο ἄλογα ἄφησε͵ Ὅρμηλος τὰ φυλάει.
Ἐδιάβηκεν Ἀλέξανδρος κ΄ ἔσωσε στὴν Περσίδαν͵
οἱ ἄνθρωποι τοῦ Δάρειου τότε αὐτόνον εἶδαν.
Ὡσὰν τὸν εἶδαν τὸ λοιπὸν αὐτοὶ οἱ βιγλατόροι͵
διότις ἄλλη φορεσιὰ Ἀλέξανδρος ἐφόρει͵
ἐκεῖνοι τὸν ἐξέταξαν· «Ἐδῶθεν πῶς ὁδεύεις;
Στὸν τόπον τοῦτον τῆς Περσᾶς τί θέλεις͵ τί γυρεύεις;»
Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Θέλω γιὰ νὰ μ΄ ἐπάρης
εἰς βασιλιὰ τὸν Δάρειον͵ γιατ΄ εἶμ΄ ἀποκρισάρης.»
Καὶ τότες οἱ βιγλάτορες εἰς αὖτον τὸν παγαίνουν͵
εἰς βασιλιὰ τὸν Δάρειον κι ὀμπρός του τόνε φέρνουν.
Καὶ ηὗρε τους Ἀλέξανδρος τότε ποὺ δοκιμάζουν
τοὺς στρατιῶτες τοὺς καλούς͵ τὴν στρατιὰν νὰ σιάζουν.
Καὶ εἶδε καὶ τὸν Δάρειον͵ βασιλικὰ κ΄ ἐφόρει͵
στὴν ὀμορφιὰ τῆς φορεσιᾶς Ἀλέξανδρος ἀπόρει·
ἦτον ἐκείν΄ ἡ φορεσιὰ πολλὰ χαριτωμένη͵
κι ὁλόγυρα τοῦ Δάρειου στέκουν ἀρματωμένοι.
Ρωτᾶ τονε ὁ Δάρειος· «Ἐδῶ πῶς ἀπλικεύεις;
Πῶς ἦλθες εἰς τὸν τόπον μας͵ τί θέλεις͵ τί γυρεύεις;»
Ἀπιλογήθ΄ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτο διὰ νὰ ποίσης͵
εἶπε μου ὁ ἀφέντης μου͵ ποῦ θὲς νὰ πολεμήσης·
εἶπε μου ὁ Ἀλέξανδρος͵ σὲ τοῦτο ἐγρικᾶσαι͵
ποὺ δὲν ἐβγαίνεις ΄ς πόλεμον͵ μοιάζει καὶ τὸν φοβᾶσαι.»
Ὡς τ΄ ἄκουσεν ὁ Δάρειος͵ μεγάλως τὸ θυμώθη͵
τὰ λόγια τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ δυνατὰ τὰ τρώθη·
καὶ εἶπε του ὁ Δάρειος· «Πῶς ἔτσ΄ ἀπιλογᾶσαι͵
σὰν νά ΄σουν ὁ Ἀλέξανδρος͵ ποσῶς οὐδὲν φοβᾶσαι;
Ἀφοῦ ΄σαι ΄ποκρισάριος͵ δὲν θέλω νὰ ξεδράμω
εἰς τὸ δικό σου τὸ κορμὶ κακὸ διὰ νὰ κάμω͵
διότις ἐξ Ἀλέξανδρον πολλά ΄ναι τιμημένοι
μαντατοφόροι οἱ ἐμοί͵ ΄ξ αὐτοῦ φκαριστημένοι.»
Καὶ τοῦτα εἶπε Δάρειος͵ πιάνει τον ἐκ τὸ χέρι͵
ἐτράβα τὸν Ἀλέξανδρον στὸ σπίτι νὰ τὸν φέρη.
Ἀπῆτι ἀποσώσασι μέσα εἰς τὸ παλάτι͵
ὁ Δάρειος Ἀλέξανδρον ΄κ τὸ χέρι τὸν ἐκράτει·
καὶ ὅρισέ τους τὸ λοιπὸν τὴν τάβλα διὰ νὰ στήσουν͵
καὶ τότες ἐπεράσασι ὅλοι γιὰ νὰ καθίσουν.
Καθίζει πρῶτον Δάρειος ὁ πρῶτος τοῖς ἑτέροις͵
καὶ παρακάτω κάθισε ΄δελφός του Ὀξιδέρης·
καὶ τρίτος ὁποὺ κάθισε ἦτον ὁ Κουσατράπης͵
καὶ παρακάτου τὸ λοιπὸν ἦτον ὁ Ἐθεράπης.
Κ΄ εἰς τ΄ ἄλλο μέρος τὸ λοιπὸν ἐκάθετον Καυδάλης͵
ὁ τῶν Θιόπων βασιλεύς͵ τῆς χώρας τῆς μεγάλης.
Κυβιέρης καὶ Ὀνυφατὸς παρακάτω καθίσαν͵
τότες καὶ τὸν Ἀλέξανδρον νὰ κάτση τὸν ὁρίσαν.
Ἀλέξανδρος ἐκάθισε͵ Σουβλάκης͵ πιτηδέως͵
καὶ παρακάτω κάθισε αὐτεῖνος Ἀλκιδέως.
Οἱ ἐπικέρνοι τὸ λοιπόν͵ ἐκεῖνοι ποὺ κερνοῦσαν͵
ὁλόγυρα κερνούσασι ἐκείνους ποὺ καθίσαν·
κερνοῦν καὶ τὸν Ἀλέξανδρον͵ τὴν κούπαν γὰρ λαμβάνει͵
ἀπῆτις ἔπιε τὸ κρασί͵ στὸν κόλφον του τὴν βάνει.
Εἶδε τον ὁ κερνάτορας στὸν κόλφον πὼς τὴν βάνει͵
ἐπῆγε εἰς τὸν Δάρειον καὶ τοῦτ΄ ἀναθιβάνει·
καὶ εἶπε του ὁ Δάρειος· «Γιατ΄ εἶσ΄ ἀποκρισάρης͵
τὴν κούπαν ὁποὺ ἔπιες στὸν κόλφον σου νὰ πάρης;»
Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν φρόνιμα συννοήθη͵
ἐτοῦτο γὰρ τοῦ Δάρειου ὄμορφα πιλογήθη·
«Ἔτσι γὰρ στὸν ἀφέντη μου ὅλοι οἱ καλεσμένοι͵
ὅποιος μὲ κούπα γὰρ νὰ πιῆ͵ χάρισμα τὴν ἐπαίρνει·
εἶπα στὸν νοῦ μου τὸ λοιπόν͵ ἔτσι μά την ἀλήθεια͵
τὶ καὶ ἡ βασιλεία σου ἔτσι τό ΄χει συνήθεια.»
Ὡσὰν τ΄ ἀκοῦσαν τὸ λοιπόν͵ ὅλοι τους ἀπορῆσαν͵
οἱ ἄρχοντες ἐθαύμασαν σ΄ ἐκεῖνο ὁπ΄ ἀκοῦσαν.
Ὁ στρατιώτης Δάρειου͵ ὄνομα Παρισάρης͵
ποὺ διάβην εἰς τὸν Φίλιππον πρώην ἀποκρισάρης͵
σὰν εἶδε τὸν Ἀλέξανδρον͵ τότες τὸν ἐγνωρίζει͵
ὑπάγει εἰς τὸν Δάρειον͵ στ΄ ἀφτί του μουρμουρίζει
καὶ εἶπε του· «Ὁ ἄνθρωπος͵ ποὺ λέτε ἀποκρισάρη͵
εὐτεῖνος ἒν Ἀλέξανδρος͵ ποὺ θέλει νὰ μᾶς πάρη.
Ἐγὼ αὐτὸν γνωρίζω τον ἐκ τῆς Μακεδονίας͵
ὅπου μὲ ἀπιλόγιασε μετὰ πολλῆς μανίας.»
Τὲς κοῦπες κράτει τὸ λοιπόν͵ κτυπώντας τότε βγαίνει͵
ἄλογο καβαλίκευσε͵ γλήγορα τότε φεύγει·
καὶ ἔφυγεν Ἀλέξανδρος μὲ βιὰ πολλὴ καὶ ζάλη͵
οἱ Πέρσες γὰρ τὸν ἔδιωχναν͵ μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Καὶ ἔσωσεν Ἀλέξανδρος͵ διχῶς ἀλλιῶς νὰ κάμη͵
στὸν Στράγγαλον τὸν ποταμόν͵ σ΄ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι.
Πηγμένο γὰρ τὸ ηὕρηκε τότε καὶ ἀπερνάει͵
ἐκ΄ ηὕρηκε τὸν Ἔρμηλον͵ τ΄ ἄλογα ποὺ φυλάει.
Κ΄ οἱ Πέρσες σὰν ἐδιάβησαν͵ τὸ κρούσταλλο χαλάθη·
σὰν τό ΄πασι τοῦ Δάρειου͵ πολλὰ γὰρ ἐπικράθη.
Κ΄ ἐθαύμασεν ὁ Δάρειος σ΄ Ἀλέξανδρου τὴν γνῶσιν͵
ποὺ τὸν ἐβάσταξε καρδιὰ σ΄ ἀποκοτιὰ τὴν τόσην.
Ἀλέξανδρος καὶ Ὅρμηλος ὀμπρὸς πάντα παγαίνουν͵
εἰς τὸ φουσάτο διάβηκαν καὶ πλιὰ δὲν ἀνιμένουν.
Ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅλοι ν΄ ἀρματωθοῦσι͵
καὶ ὕστερα νὰ κάμουσι ὅλοι νὰ μετρηθοῦσι·
καὶ τὸ φουσάτο μέτρησαν κ΄ ἦσαν οἱ μετρημένοι
πέντε χιλιάδες κ΄ εἴκοσι͵ ὅλοι ἀρματωμένοι.
Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Δαρείου ἡ στρατεία
εἶναι πολλὴ καὶ ἄμετρη͵ μὰ ἔχουσιν αἰτία·
πιστεύω ἕνας ἀπὸ σᾶς͵ σὰν ἔχετε τὴν τάξη͵
χιλίους ἐκ τοῦ Δάρειου ἀνθρώπους νὰ πατάξη·
πόσες μύγες τὸ λοιπονὶς σφήκα νὰ πολεμοῦσι͵
καὶ πόσα πρόβατα λοιπὸν τοῦ λύκου νὰ σταθοῦσι.»