Ζήνος Δημήτριος: Αλεξάνδρου του Μακεδόνος 8


Ζήνος Δημήτριος: Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος διά στίχου 8η συνέχεια
 
Ἐτοῦτα εἶπ΄ Ἀλέξανδρος καὶ τὴ στρατιά του παίρνει͵
στὸν Στράγγαλον τὸν ποταμὸν τότες ἐκεῖ παγαίνει.
Φουσάτο γὰρ τὸ πέρσικο κοντά τους ἀπλικεύει͵
καὶ τότες ὁ Ἀλέξανδρος ΄κ τ΄ ἁμάξι ἐκατέβη·
καὶ τότε πάλι γλήγορα ἀνθρώπους τότε πέβει͵
κ΄ ἠφέραν τὸν Βουκέφαλον͵ πηδᾶ͵ καβαλικεύει.
Καὶ σὰν ἐσμίκτησαν λοιπὸν αὐτεῖνες οἱ ὁμάδες͵
πολλὲς γυναῖκες γίνονται τότε ἐκεῖ χηράδες·
ἐγίνετον κουδουνισμὸς εἰς τ΄ ἄρματα καὶ κτύποι͵
καὶ τόσος πετσοκοπισμὸς τί ΄τον μεγάλη λύπη.
Τὰ δύο μέρη ἔριχναν σαγίτες καὶ κονδάρια͵
ἐκεῖ ἐθανατώνονταν τά ΄μορφα παλικάρια.
Πολλοὶ Πέρσες ἀφανίστησαν σ΄ ἐκείνη τὴ μαλία͵
δὲν ἔχω στόμα νὰ τὸ πῶ͵ ΄δὲ γλώσσα͵ ΄δὲ μιλία.
Βλέποντα γὰρ ὁ Δάρειος ΄ξ Ἀλέξανδρον νικήθη͵
ἐκεῖνος͵ λέγω͵ εἰς φυγὴν τότε γιαμιὰ κινήθη.
Οἱ Μακεδόνες ἔτρεχαν τοὺς Πέρσες κ΄ ἐσκοτῶναν
μὲ τὸ δραπανοάμαξο͵ ὅθεν κι ἂν τοὺς ἐσῶναν.
Ἔφτασε͵ λέγω͵ Δάρειος στὸν ποταμὸν Στραγγάλη͵
λοιπὸν αὐτὸς ἀπέρασε κι ὅσοι κι ἂν ἦσαν ἄλλοι·
μὰ τ΄ ἄλλο μέρος τῶν Περσῶν͵ τὸ κρούσταλλο χαλάθη͵
κ΄ ἐπνίγησαν οἱ ἄτυχοι κ΄ ἐπῆγαν εἰς τὰ βάθη.
Ὅσοι ἐμεῖναν ὄπισθεν οἱ Μακεδόνες σφάζουν͵
καὶ τὸ φουσάτο Δάρειου ὅλο τὸ ἐρημάζουν.
Εἰς τὸ παλάτι Δάρειος ἦλθε καὶ τοῦτο λέγει͵
τὸ ἔνδυμά του ἔριψε͵ φαρμακεμένα κλαίγει·
καὶ ὁ νός του ὁ ταπεινὸς μέσα του ἐβρουχάτου͵
καὶ πρὸς τὴν τύχην πὄλαχε πολλὰ παραπονάτου·
«Οὐαὶ σ΄ ἐμένα»͵ ἔλεγε͵ «πλῆθος πολὺ ποὺ χάθη͵
ἐκ τὴν στρατεία π΄ ὅριζα͵ πὄλεγα πόσο νά ΄λθη·
καὶ βασιλέας ἄνθρωπος ἔρημος ν΄ ἀπομένω.
Λοιπὸν ἡ τύχης εἰς αὐτὸ μ΄ εἶχε μεμετρημένο·
καὶ πόσα ἔθνη πάταξα μὲ τὴ στρατιὰ ἀτός μου͵
καὶ τώρα βλέπω μὲ νικᾶ ἕνας μικρὸς ἐχθρός μου͵
ὁπού ΄μουν σύνθρονος θεῶν κ΄ ἦσαν βοήθειά μου͵
τώρα αὐτοὶ μ΄ ὀργίσθησαν κ΄ ὑπᾶν ἀντίδικά μου.
Ἀλήθεια τὸ μελλάμενο κανεὶς οὐδὲν τὸ ξεύρει͵
ποτέ μου δὲν τὸ ἔλπιζα ἐτοῦτο γιὰ νὰ μ΄ εὕρη.
Λοιπὸν ἡ τύχη τοὺς μικροὺς ψηλὰ τοὺς ἀνυψώνει͵
καὶ τοὺς μεγάλους ἐκ ψηλὰ κάτω τοὺς χαμηλώνει.»
Φάνη καλὸ τοῦ Δάρειου ἐκ τὴν ἀδυναμιά του͵
γραφὴ κάμνει σ΄ Ἀλέξανδρον διὰ τὴν φαμελιά του.
«Σ΄ ἀφέντη τὸν Ἀλέξανδρον χαιρετισμὸν τοῦ πέβω͵
ἐγώ͵ δοῦλος σου Δάρειος͵ χάριν ΄ξ ἐσὲν γυρεύω.
Λοιπὸν κ΄ ἐσύ ΄σαι ἄνθρωπος καὶ μὴ ψηλοφρονήσης͵
μηδὲν θελήσης παντελῶς ἐμένα ν΄ ἀφανίσης.
Λοιπὸν ἐσὺ τὸ γρίκησες γιὰ Ξέρξην τὸν μεγάλον͵
ὁποὺ στὸν κόσμον τὸ λοιπὸν οὐκ ηὕρισκες γὰρ ἄλλον͵
ποὺ στὴν Ἑλλάδα διάβηκε αὐτὸς μὲ τὴ στρατιά του·
ἐγρίκησες τὸ τί ἔπαθε διὰ τὴν ἀλαζονειά του·
τὰ πράματά του ἔχασε καὶ ὅλον τὸν λαόν του͵
κακὰ ὀπίσω γύρισε αὐτὸς μὲ τὸ στανιόν του.
Ἐσὺ τὴ μάνα μὄπιασες͵ γυναίκα κι ἀδελφή μου͵
κ΄ ἐμένα ξένον μ΄ ἔκαμες͵ ἔξω ἀπὸ τὴν τιμή μου.
Ἐλεμονήσου με λοιπόν͵ στεῖλε τὴ φαμελιά μου͵
τὴ μάνα͵ τὴ γυναίκα μου͵ νὰ ΄λθοῦν στὴν κατοικιά μου.
Ὑπόσχομαί σου τὸ λοιπὸν νὰ δείξω ποῦ ΄ν χωσμένα
τὰ πλούτη ὅλα τῶν Περσῶν͵ πού ΄ναι στὴν γῆν βαλμένα͵
καὶ εὔχομαί σου ἐκ ψυχῆς νὰ ζῆς καὶ νὰ πατάξης
τοὺς βασιλεῖς͵ ὁπού ΄ν στὴν γῆν͵ καὶ νὰ τοὺς κατατάξης.»
Ἀλέξανδρος βλέπει τὴν γραφήν͵ καλὰ τὴν ἐγνωρίζει͵
τότε συνάσσει τὴ στρατιά͵ νὰ ΄λθοῦν ὀμπρὸς ὁρίζει.
Τότες γὰρ ἐμαζώχθησαν ὅλοι οἱ καβαλάροι͵
καὶ τὴν γραφὴν ἀνάγνωσε͵ βουλὴν διὰ νὰ πάρη.
Καὶ εἶπεν ὁ Παρμένιος· «Ὡς διὰ τὸ χρυσάφι͵
ἐγὼ δώσει τες ἤθελα͵ καθὼς αὐτεῖνος γράφει.»
Ἐγέλασεν Ἀλέξανδρος καὶ εἶπε τοῦ Παρμένη·
«Θαυμάζω εἰς τὸν Δάρειον τὸ πὼς συγκατεβαίνει·
καὶ δὲν τὸ ξεύρει Δάρειος ὅτι͵ ἂ μὲ νικήση͵
παίρνει τὴν φαμελία του δίχως καμία κρίση.
Παραπονεῖται Δάρειος͵ λέγει ἐκούρσεψά τον͵
μάλιστα τὸ ἐνάντιον͵ λέγει τὶ ἀδίκησά τον.
Καὶ σώνει τον τὸν Δάρειον͵ ὅτ΄ εἶχε ξένον τόπον͵
ὣς τώρα τὸν ἀφέντευε δίχως κανένα κόπον·
τώρα παραλαμβάνει τον ἄλλος ποὺ παρθενίζει͵
καὶ ἄλλον τόσον γὰρ καιρὸν αὐτὸς νὰ τὸν ὁρίζη.»
Τοῦτα εἶπε Ἀλέξανδρος κ΄ εἶπε νὰ τὰ μηνήσουν͵
΄ς Δάρειον νὰ παγαίνουσι καὶ νὰ τοῦ τὰ μιλήσουν.
Καὶ τὸν χειμών΄ Ἀλέξανδρος τότ΄ ἐκεῖ ἀπομένει͵
καὶ ἀναπαύτη ἡ στρατιά͵ ὁπού ΄τον κοπιασμένη.
Ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος παλάτια νὰ κάψουν͵
τοῦ Ξέρξου κεῖνα τὰ λαμπρὰ φωτία νὰ ἀνάψουν·
καὶ πάλι ἐμετάνωσε κ΄ εἶπε· «Κακὰ ἐποῖκα».
Καὶ τότε πάλι ὅρισε αὐτεῖνα καὶ τ΄ ἀφῆκα.
Ἐκ΄ εἶδε τάφους βασιλιῶν͵ ὄμορφα γεναμένους͵
εἰς τὲς λεκάνες τὲς χρυσὲς τοὺς εἴχασι θαμμένους.
Πάλι ἐκεῖθεν ἔγνεψε κ΄ εἶδε τὸν τάφον Κύρου͵
ἤτονε δωδεκάπατος͵ κτισμένος γύρου γύρου.
Ἀπάνω ἦτον τὸ κορμὶ μὲ τὴν χρυσὴν λεκάνη͵
καὶ τῆς λεκάνης ὀμορφιὰ ποῖος ν΄ ἀναθιβάνη;
Εἶδε Ξέρξου βασιλιὰ ἐκείνου τὸ μνημούρι͵
ἦτον λαμπρὸ καὶ ὄμορφο ἐκεῖνο τὸ κιβούρι.
Ἐκεῖ κοντὰ γὰρ ἤσανε Ἕλληνες κεκλεισμένοι.
Ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νά ΄νιαι λευθερωμένοι·
καὶ ἔδωσέ τους χρήματα͵ τίποτες μὴ εἰποῦνε͵
λεύθεροι στὴν πατρίδα τους νὰ πᾶνε γιὰ νὰ δοῦνε.
Καὶ πάλι Δάρειος ἤθελε διὰ νὰ πολεμήση͵
φουσάτο γὰρ ἐγύρευε τότες νὰ ΄λθῆ νὰ ποίση.
Γράφει καὶ Πώρῳ βασιλεῖ͵ φόρις νὰ τοῦ γρικήση͵
διὰ νὰ στείλη δύναμιν κι͵ ἂν τύχη͵ νὰ νικήση.
«Βασιλεὺς Δάρειος Πώρῳ πεφιλημένῳ͵
πρέπει σου νὰ μὲ λυπηθῆς͵ σὰν μ΄ ἔχουν καμωμένο.
῏Ηλθε θηρίον ἄγριον κ΄ ἐμένα τριγυρίζει͵
τὲς χῶρες μου ὁλόγυρα ὅλες τὲς ἀφανίζει.
Ζητῶ τὴ φαμελία μου αὐτεῖνος νὰ μοῦ δώση͵
αὐτεῖνος δὲν προσδέχεται νὰ μοῦ τὴν παραδώση·
καὶ νὰ τοῦ δώσω ἔταξα πράμα πολὺ μεγάλο͵
κ΄ ἐκεῖνος μὲ περηφανεῖ͵ παίζει μὲ δίχως ἄλλο.
Κ΄ ἐσὺ θυμήσου τὴ φιλιά͵ τὴν εἶχαν οἱ γονεῖς μας͵
λοιπὸν φουσάτο στεῖλε μας νὰ πᾶμε στοὺς ἐχθρούς μας.
Στὰς Καπηλίας τὸ λοιπὸν ἐκεῖ γιὰ ν΄ ἀποδώσουν͵
διότις ἔχουν τὴν τροφὴν ὡς διὰ νὰ τοὺς δώσουν·
καὶ γὰρ ἂν καταβοδωθῶ ἐκείνους νὰ νικήσω͵
τῶν κουρσεμάτων τά ΄μισυ νὰ ΄λθῶ νὰ σοῦ χαρίσω·
τὸν ἵππον τὸν Βουκέφαλον͵ κεῖνον τὸν τιμημένον͵
νὰ σοῦ τὸν στείλω καὶ αὐτὸν μὲ ἅλυσες δεμένον.
Ἂς ἔλθη γληγορώτερα ἐδῶ διὰ νὰ σώση͵
μὲ τοὺς ἐχθρούς μας τὸ λοιπὸν νὰ πάγη νὰ μαλώση.»
Ὡς τ΄ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος͵ πρὸς Δάρειον σπουδάζει͵
καὶ τὴ στρατιά του ἔκραξε͵ τότες τὴν ὀρδινιάζει.
Καὶ ὅρμησεν Ἀλέξανδρος κ΄ ὑπάγει στὴν Μηδία.
Ὁ Δάρειος ηὑρίσκετον κάτω στὴ Βατανία.
Ἐκεῖθεν τότες ἔφυγε͵ πάγει στὰς Καπηλίας͵
καὶ τὸ φουσάτο Δάρειου πάγει τῆς ἀπωλείας.
Δάρειου ἦλθε εὔνουχος σ΄ Ἀλέξανδρον καὶ λέγει͵
εἶπε του γιὰ τὸν Δάρειον͵ τὸ πὼς αὐτεῖνος φεύγει.
Ἀλέξανδρος ἐβιάζετον ὡς διὰ νὰ βοδώση͵
ἠθέλησε τὸν Δάρειον στὴ χώρα νὰ τὸν σώση.