Ο Σέξτος ήταν σκεπτικός φιλόσοφος
της Πυρρώνειας σχολής. Το επίθετο εμπειρικός προήλθε επειδή ήταν οπαδός της
εμπειρικής ιατρικής σχολής η οποία είχε στενές σχέσεις με την Πυρρώνεια
φιλοσοφία.
(Ο φιλόσοφος Πύρρωνας αρνείται κάθε
γνώση, διότι κατά την άποψή του δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ούτε αλήθεια
ούτε ψεύδος. Όλα τα πράγματα είναι ίσα, όμοια και χωρίς διαφορές και συνεπώς η
γνώση μας για αυτά δεν μπορεί να είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη. Αντικειμενική
γνώση της Φύσης και του Κόσμου δεν μπορεί να υπάρξει διότι οι περιορισμένες και
ελαττωματικές αισθήσεις μας δεν είναι δυνατόν να συλλάβουν πλήρη και
ολοκληρωμένη εικόνα τής παραγματικότητας, η οποία πάντα θα μας διαφεύγει).
Ο Σέξτος έγραψε κατά το τέλος του
2ου αι. μ.Χ. τα «Ιατρικά Υπομνήματα» και «Περί Ψυχής Υπομνήματα», που χάθηκαν
αλλά έγραψε και τα εξής σημαντικά έργα, τα οποία σώθηκαν:
«Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις» σε 3
βιβλία,
«Προς Λογικούς» σε 2 βιβλία,
«Προς Φυσικούς» σε 2 βιβλία,
«Προς Ηθικούς»,
«Προς Μαθηματικούς»,
«Προς Γραμματικούς»,
«Προς Ρήτορας»,
«Προς Γεωμέτρας»,
«Προς Αριθμητικούς»,
«Προς Αστρολόγους»,
«Προς Μουσικούς».
Στο σημαντικότερο-πολυτιμότερο
βιβλίο του, «Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις», ο Σέξτος χωρίζει την σκεπτική φιλοσοφία
σε γενικό και ειδικό μέρος. Στο γενικό μας δίνει την θέση και την μέθοδο της
σχολής, στο ειδικό ελέγχει τις διαδασκαλίες των δογματικών φιλοσόφων στον τομέα
της Λογικής, της Φυσικής, της Ηθικής.
Γενικό μέρος: Η ουσία της σκεπτικής
φιλοσοφίας, που ονομάζεται επίσης ζητητική-εφεκτική-απορητική-Πυρρώνειος,
βρίσκεται στην αντιπαράθεση αντίθετων αισθητών ή πνευματικών φαινομένων, που με
την ίση δύναμή τους οδηγούν την κρίση σε εφεκτικότητα.
Στοιχείο της σκεπτικής φιλοσοφίας
αποτελεί η ελπίδα ότι με αυτή την αντιπαράθεση μπορεί η ψυχή να οδηγηθεί στη
γαλήνη. Θεμέλιο είναι η γνώση ότι σε κάθε κρίση μπορούμε να αντιπαραθέσουμε μία
άλλη, αντίθετη και στον ίδιο βαθμό πειστική. Ο σκεπτικός φιλόσοφος δεν έχει
δόγματα, αιρέσεις και φυσική επιστήμη. Η σκεπτική φιλοσοφία δεν αναγνωρίζει
κανένα θεωρητικό κριτήριο για την γνώση της Αλήθειας. Αναγνωρίζει όμως ένα
πρακτικό, για την πράξη που είναι αναπόφευκτη μέσα στη ζωή, κι αυτό είναι το
φαινόμενο.
Το φαινόμενο μάς κατευθύνει στην
πράξη με 4 τρόπους:
1) Ως φυσική αίσθηση και αδογμάτιστη
νόηση.
2) Ως φυσική ορμή (π.χ. πείνα-δίψα).
3) Ως παραδεδομένη συνήθεια και
καθιερωμένο (π.χ. η θρησκευτική λατρεία).
4) Ως παραδεδομένη τέχνη της
πρακτικής ζωής.
Το ιδανικό του σκεπτικού φιλοσόφου
είναι η τέλεια αταραξία ανάμεσα στα πράγματα που εξαρτώνται από τη γνώμη και η
μετριοπάθεια στα φυσικά αναγκαία αισθήματα.
Η μέθοδος της σχολής βασίζεται στους
σκεπτικούς τρόπους. Οι παλαιότεροι σκεπτικοί φιλόσοφοι δέχονται 10 τρόπους
σύμφωνα με τις διαφορές:
1) των ζώων,
2) των ανθρώπων,
3) των αισθητηρίων οργάνων,
4) των περιστάσεων,
5) της θέσης και της απόστασης,
6) των κράσεων,
7) της ποιότητας,
8) της σχέσης,
9) της συχνότητας και
10) της συνήθειας.
Για τους νεότερους σκεπτικούς
φιλοσόφους οι τρόποι είναι 5:
1) Ο από της διαφωνίας
2) Ο εις άπειρον εκβάλλων
3) Ο από του προς τι (κάθε πράγμα
φαίνεται έτσι ή αλλιώς σε σχέση με το υποκείμενο που το αναγνωρίζει)
4) Ο εξ υποθέσεως και
5) Ο διάλληλος (για να επαληθεύσουμε
την πρόταση του πράγματος που θέλουμε να δηλώσουμε, πρέπει να υπάρχει το πράγμα
που θέλουμε να δηλώσουμε)
Υπάρχουν και σκεπτικοί φιλόσοφοι που
αρκούνται μόνο σε 2 τρόπους, στον 1ο και στον 2ο από τους πέντε που μόλις
προανέφερα.
Με την κατάδειξη των διαφορών της
σκεπτικής φιλοσοφίας από άλλες παρεμφερείς κατευθύνσεις, κλείνει ο Σέξτος το
γενικό μέρος των «Υποτυπώσεών» του.
Ειδικό μέρος: Το κριτήριο της
Αλήθειας. Η ύπαρξη ενός τέτοιου κριτηρίου αποτελεί πρόβλημα. Κι αν υπάρχει
κριτήριο, τι είδους είναι;
Πρέπει να είναι το υποκίμενο της
γνώσης και υποκείμενο της γνώσης είναι ο άνθρωπος.
Τι ξέρουμε για τον άνθρωπο; Λένε πως
έχει ψυχή και σώμα.
Το ξέρουμε το σώμα; Την ξέρουμε την
ψυχή;
Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι τον
ξέρουμε τον άνθρωπο, επειδή υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, είμαστε
υποχρεωμένοι να αναρωτηθούμε: ποιος άνθρωπος θα θεωρηθεί κριτήριο;
Ο ευφυέστερος, ίσως. Και πού τον
ξέρουμε τον ευφυέστερο;
Αλλά και η γνωριστική δύναμη ως
κριτήριο «δι’ ου» δεν μας δίνει καμμία βεβαιότητα. Με άλλα λόγια ούτε η αίσθηση
μόνη της, ούτε η νόηση μόνη της, ούτε αίσθηση και νόηση σε συνεργασία μπορούν
να θεωρηθούν αδιαφιλονίκητο κριτήριο. Ούτε και η «καταληπτική φαντασία» των
Στωικών συμβάλλει στη δημιουργία ενός κριτηρίου. Αλλά κι αν ακόμη είχαμε στη
διάθεσή μας ένα κριτήριο για την Αλήθεια, δεν θα μας πρόσφερε σπουδαίες
υπηρεσίες, διότι τελικά είναι συζητήσιμο αν υπάρχει Αλήθεια.Το μόνο που έχουμε
δεδομένο είναι τα φαινόμενα.
Πώς όμως από τα φαινόμενα θα
φτάσουμε ως την Γνώση των «αδήλων»;
Οι δογματικοί φιλόσοφοι λένε: με τα
σημεία και με τις αποδείξεις. Αλλά η ύπαρξη του σημείου δεν είναι παραπάνω από
την ανυπαρξία του σημείου. Και η ύπαρξη της απόδειξης δεν είναι παραπάνω από
την ανυπαρξία της απόδειξης.
Με αυτή την μέθοδο συνεχίζει ο
Σέξτος την κριτική του πάνω στη «Λογική» των δογματικών φιλοσόφων. Ανάλογη
είναι και η κριτική του πάνω στη «Φυσική» και στην «Ηθική», που αναλύεται στα
βιβλία του.