Στην
Ελληνική θρησκεία οι Κούρητες ή Κουρήτες ήταν νέοι δαίμονες, οπαδοί και
ακόλουθοι θεών λατρευομένων με όργια και ενθουσιαστικά σε μυστικές-μυστηριακές
τελετές του «Κρητός Διός Κούρου» και του «Διονύσου Ζαγρέως».
Οι
Κούρητες είχαν τις ίδιες περίπου ιδιότητες που είχαν και οι παρεμφερείς
οργιαστικοί δαίμονες του βακχικού τύπου, δηλαδη οι Τελχίνες, οι Κάβειροι, οι
Ιδαίοι Δάκτυλοι και οι Κορύβαντες.
Οι
Κούρητες συνδέονται συνήθως με τους Ιδαίους Δακτύλους (παιδιά της Ρέας) και
θεωρούνται απόγονοί τους ή ταυτίζονται τελείως με τους Κορύβαντες.
Στην
Ελληνική μυθολογία (σύμφωνα με την παλαιότερη μαρτυρία, εκείνη του Ησίοδου)
αναφέρονται σαν παιδιά των θυγατέρων του Φορωνέα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο
Ησίοδος (που γνώριζε πολύ καλά τα θρησκευτικά ζητήματα) τούς αναφέρει ως
«ορχηστάς» απηχώντας έτσι την παράδοση της ενθουσιαστικής ιδιότητάς τους για
την όρχηση (η οποία ήταν κοινή σε όλους τους δαίμονες του βακχικού τύπου).
Οι
μύθοι που δημιουργήθηκαν σχετικά με τους Κούρητες εξηγούν με ποικίλους τρόπους
την γέννηση των δαιμόνων αυτών.
Σύμφωνα
με μία παράδοση που διασώζει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, εκτός από τον Κρονίδη Δία
(τον άρχοντα του Ολύμπου) υπήρχε και άλλος Δίας προγενέστερός του. Ο «Δίας»
αυτός ήταν αδελφός του Ουρανού και βασίλευε στην Κρήτη αλλά δεν είχε την δόξα
και το μεγαλείο του Ολύμπιου Δία. Αυτού του «Δία» λοιπόν, τέκνα ήταν οι
Κούρητες και ήταν δέκα.
Σύμφωνα
με άλλη παράδοση οι Κούρητες ήταν γέννημα μιας μεγάλης βροχής.
Μια
άλλη παράδοση λέει ότι φύτρωσαν όταν χύθηκαν στο έδαφος τα δάκρυα του Κρονίδη
Δία το διαστημα που ήταν βρέφος στην Κρήτη.
Ο
Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει και άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία οι Κούρητες
γεννήθηκαν από τη Γη (γηγενείς) και κατοικούσαν σε τόπους γεμάτους φαράγγια,
έχοντας σκέπη τον ουρανό, χωρίς ενδύματα. Με τον καιρό βοήθησαν στην ανάπτυξη
του ανθρώπινου γένους ανακαλύπτοντας τη χρήση των κατικοιδίων ζώων και την
εξημέρωση των αγρίων, τη μελισσουργία, την κατασκευή και χρησιμοποίηση των
τόξων αλλά και μεθόδους κοινωνικής συμβίωσης σε χωριστές ομάδες.
Κατά
την Κρητική μυθολογία, ένας από τους Κούρητες ενώθηκε με την Τιταία και γέννησε
τους Τιτάνες.
Αναφέρεται
επίσης ότι οι απόγονοί τους εγκατέλειψαν την Κρήτη, πήγαν στην Χερσόνησο και
τέλος εξοντώθηκαν απ’ τον Δία διότι άκουσαν τη συμβουλή της Ήρας και σκότωσαν τον
Έπαφο (τον γιο που είχε αποκτήσει ο θεός με την αγαπημένη του Ιώ).
Οι
περισσότερες μαρτυρίες συγκλίνουν στη σύνδεση των Κουρήτων με την Κρήτη. Ήταν
μάλιστα τόσο στενά συνδεμένο το όνομα των δαιμόνων αυτών με το νησί, ώστε η
ίδια η Κρήτη ονομαζόταν και «Κουρήτις χθων» (=Κουρήτις χώρα).
Στην
ελληνική μυθολογία το γνωστότερο επεισόδιο των Κουρήτων είναι η εντολή που τους
έδωσε η Ρέα να της αναθρέψουν τον Δία-βρέφος επειδή ήθελε να τον φυλάξει από
τις εχθρικές διαθέσεις του Κρόνου. Το επεισόδιο αυτό κρύβει και την πραγματική,
τη δαιμονιώδη, την οργιαστική φύση των Κουρήτων.
Κατά
την παράδοση, η Ρέα επειδή φοβόταν μήπως ο Κρόνος καταβροχθίσει το παιδί τους
που θα γεννούσε, πήγε στην Κρήτη (εκεί στο άντρο της Δίκτης ή Ίδης) και γέννησε
τον Δία τον οποίο κατόπιν παρέδωσε, βρέφος, στους Κουρήτες. Οι δαίμονες αυτοί,
για να μην φθάσουν στα αυτιά του Κρόνου οι φωνές και τα κλάματα του νηπίου,
χόρευαν γύρω του κτυπώντας τα δόρατα στις ασπίδες τους.
Είναι
φανερό ότι ο μύθος αυτός συγκαλύπτει και την πραγματική φύση του θεού και την
πραγματική ιδιότητα των Κουρήτων. Έτσι ο λατρευόμενος Δίας στην Κρήτη ως βρέφος
ή «κούρος» δεν είναι ο Ολύμπιος Δίας της μυθολογίας. Είναι ένας προγενέστερος
θεός, του οποίου η μυστηριακή και οργιαστική λατρεία ήταν διαδεδομένη στην
Κρήτη πολύ πριν την κάθοδο των Ελλήνων. Γνωστό είναι ότι οι θεοί που
λατρεύονται ενθουσιαστικά, έχουν προπόλους δηλαδή ακολούθους δαίμονες ή
προφήτες (όπως οι Σάτυροι γύρω απ’ τον Διόνυσο) οι οποίοι με έξαλλο χορό, με
ιαχές και με ζωηρά μαγικά τραγούδια αποβλέπουν στην αφύπνιση του πνεύματος της
γονιμότητας (πνεύμα που εκπροσωπεί ο αρχηγός θεός τους). Πέρα από τις
εκδηλώσεις αυτές υπήρχαν και άλλες, όπως η ωμοφαγία. Έτσι επικαλούνταν τον θεό
και με τον τρόπο αυτό επιχειρούσαν να ενωθούν μαζί του σε μια μυστηριακή κοινωνία.
Παρόμοιοι
δαίμονες σαν τον Κρητικό Δία Κούρο ήταν οι Κούρητες. Οι Έλληνες βρήκαν στην
Κρήτη ένα σημαντικό θεό, λατρευόμενο σε μυστικές τελετές (των οποίων αγνοούσαν
το περιεχόμενο), γι’ αυτό και τον ταύτισαν με τον ύπατο θεό τους, τον Δία και
συνέδεσαν έτσι τον ένα με τον άλλον, πλάθοντας τον μύθο της Ρέας και του
Κρόνου.
Τους
Κούρητες όμως, των οποίων δεν μπορούσαν να καταλάβουν την οργιαστική φύση, τους
θεώρησαν ως φύλακες του «Διός βρέφους», οι οποίοι είχαν πάρει την εντολή από
την Ρέα να παραπλανήσουν τον Κρόνο.
Κατά
τους ιστορικούς χρόνους εξακολούθησαν να γίνονται τελετές για τον Δία στην
Κρήτη, στις οποίες έπαιρναν μέρος νέοι άνδρες (Κούροι), που υποδύονταν τους
δαίμονες Κούρητες (δηλαδή χόρευαν με όπλα , με ενθουσιαστικές εκδηλώσεις,
πιθανώς και με ωμοφαγία), επικονωνούσαν με τον θεό και γίνονταν ένα με αυτόν.
Με
την σταθεροποίηση του μύθου, ότι δηλαδή οι Κούρητες ήταν φύλακες του Διός
βρέφους, εκείνοι που έπαιρναν μέρος στις τελετουργίες αυτές πίστευαν πραγματικά
ότι με την ένοπλη όρχηση και τις φωνές προστάτευαν τον Δία. Στην πραγματικότητα
όμως έκαναν μυστηριακή τελετή προς τιμή του θεού-βρέφους ή «κούρου», ο οποίος
εκπροσωπούσε τον θεό της γονιμότητας.
Τα
ίχνη της τελετής αυτής χάνονται στο σκοτάδι των προελληνικών χρόνων.
Σύμφωνα
με άλλη ερμηνεία, που ξεκινά από τη συγκριτική ανθρωπολογία και θρησκειολογία,
οι Κούρητες ήταν έφηβοι (κούροι) μυημένοι οι ίδιοι, που αναλάμβαναν να μυήσουν
τους νέους που είχαν περάσει από την παιδική ηλικία στα καθήκοντα των εφήβων.
Τους άρπαζαν και τους αποχώριζαν από τα άλλα μέλη της φυλής, τους δίδασκαν τα
καθήκοντα που υπαγορεύει η φυλή, μέσα στα οποία περιλαμβάνονταν και μαγικοί
χοροί. Έτσι αναγεννημένους στην εφηβική ηλικία τους έβαζαν ξανά μέσα στην
κοινωνία για να αποτελέσουν συνειδητά μέλη της φυλής.
Οι
Κούρητες θεωρούνταν και μάντεις. Κατά τον Απολλόδωρο, σε αυτούς απευθύνθηκε ο
Μίνως για να βρει τον χαμένο γιό του Γλαύκο. Επίσης τον μάγο και προφήτη
Επιμενίδη (ήταν ειδικός στις θυσίες) οι Κρήτες συμπατριώτες του τον έλεγαν
«Κούρητα νέον» είτε γιατί είχε προφητική ικανότητα είτε γιατί είχε μυηθεί στις
μυστικές τελετές των δαιμόνων Κουρήτων.
Η
λέξη κούρος ή κούρης (πληθ. κούρητες) σήμαινε τον νεαρό ή έφηβο και ιδιαίτερα
τον πολεμιστή έφηβο.
Ο Guthrie στο έργο του «Οι Έλληνες και οι
θεοί τους», θεωρεί αντίστοιχη λέξη στα νέα ελληνικά τη λέξη «παλληκάρι».
Ο
ύμνος τους που διασώθηκε:
Hymnus Curetum
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι͵ Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ͵
τάν τοι κρέκομεν πακτίσι
μείξαντες ἅμ΄ αὐλοῖσιν͵
καὶ στάντες ἀείδομεν τεὸν
ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ.
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ.
Ἔνθα γὰρ σέ͵ παῖδ΄ ἄμβροτον͵
ἀσπιδ[ηφόροι τροφῆες]
παρ΄ Ρέας λαβόντες πόδα
κ[ρούοντες ἀντάχον.]
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ·
Desunt duo versus. (λείπουν 2 στίχοι)
τᾶ]ς καλᾶς Ἀός.
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ.
[Ὧραι δὲ βρ]ύον κατῆτος͵
καὶ βροτὸς Δίκα κατῆχε͵
[καὶ πάντα δι]ῆπε ζώι΄
ἁ φίλολβος Εἰρήνα.
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι͵ Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ.
Ἁ[μῖν θόρε͵ κἐς στα]μνία͵
καὶ θόρ΄ εὔποκ΄ ἐ[ς ποίμνια͵
κἐς λάϊ]α καρπῶν θόρε͵
κἐς τελεσ[φόρος ἀγρός.
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι͵ Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ.
Θόρε κἐς] πόληας ἁμῶν
θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας͵
θόρε κἐς ν[έος πολ]είτας͵
θόρε κἐς Θέμιν κλ[ειτάν.
Ἰώ͵ μέγιστε Κοῦρε͵
χαῖρέ μοι Κρόνειε͵
παγκρατὲς γάνος͵ βέβακες
δαιμόνων ἁγώμενος·
Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν
ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ.